«Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια πόλη που τα σημάδια της μακραίωνης ιστορίας της είναι ακόμα και σήμερα ορατά μέσα από τον πλούτο των μνημείων και των αρχιτεκτονικών έργων που έχουν διασωθεί». Αυτό αναφέρει η κ. Φανή Τσαπάλα, διευθύντρια των Τεχνικών Υπηρεσιών του δήμου Τρικκαίων, στο πλαίσιο σχετικής εργασίας -εισήγησης για τα Τρίκαλα, αρχιτεκτονική και μνημεία στους νεότερους χρόνους.
Το Βαρούσι
Η απελευθέρωση του 1881, λοιπόν, αναφέρει η κ. Τσαπάλα, βρήκε τα Τρίκαλα με χαμηλά πλινθόκτιστα σπίτια και ακανόνιστη ρυμοτομία. Οι πληθυσμοί της πόλης (Τούρκοι, Έλληνες, Άραβες, Εβραίοι) συνυπάρχουν αλλά ζουν διαχωρισμένοι σε συνοικίες. Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες και έμποροι κατοικούν στο Βαρούσι, τη Χριστιανική συνοικία κάτω από το βυζαντινό κάστρο, για να εξηγήσει:
«Η συνοικία Βαρούσι διατηρεί και σήμερα τον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό της χαρακτήρα. Οι στενοί ελικοειδείς δρόμοι αναπτύσσονται δυναμικά ανάμεσα στα διώροφα αρχοντικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά της βαλκανικής αρχιτεκτονικής. Τα ισόγεια των σπιτιών χρησιμοποιούνταν για αποθήκες και στάβλους. Γι’ αυτό και για λόγους ασφαλείας είχαν λιγοστά και μικρά παράθυρα στους χοντρούς πέτρινους τοίχους. Έτσι, σε συνδυασμό με τους ψηλούς μαντρότοιχους των μεγάλων αυλών ο οικισμός παίρνει χαρακτήρα φρουριακό. Τα σπίτια, συνήθως, αναπτύσσονται σε σχήμα Γ γύρω από μια περίκλειστη μεγάλη αυλή.
Η πέτρα κυριαρχεί ως υλικό στο ισόγειο, ενώ οι ξύλινοι όροφοι των σπιτιών απελευθερώνονται, προβάλλοντας πάνω στους στενούς δρόμους με ορθογώνιες ή τριγωνικές προεξοχές, τα ονομαζόμενα σαχνισιά. Τα σαχνισιά γίνονται, για να μεγαλώσουν ή για να ορθογωνιστούν τα δωμάτια του ορόφου που χρησιμοποιούνταν για την κατοικία της οικογένειας. Πολλές φορές το σαχνισί, το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο του οικισμού επαναλαμβάνεται, ακόμα και έξι φορές στο ίδιο σπίτι δημιουργώντας ένα σύνολο με μεγάλη πλαστικότητα. Τα χρώματα των σοβατισμένων τοίχων είναι ζεστά και γήινα, ώχρες, ροδακινιά, κίτρινα αλλά και λουλακί, πράσινα, τριανταφυλλιά». Σύμφωνα με την ίδια, η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό των σπιτιών, δίνει το μέτρο μιας ευχάριστης κατοίκησης, ηλιόλουστης, ημιυπαίθριας, για να εξηγήσει:
«Το χαγιάτι, ένας σκεπασμένος χώρος στον όροφο του σπιτιού, ανοιχτός προς την αυλή, ήταν το κέντρο της ζωής της οικογένειας, χώρος όπου τα μέλη της συγκεντρώνονταν, έτρωγαν ακόμη και κοιμούνταν τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Τα μεγάλα παράθυρα στον όροφο αφήνουν το φως ανεμπόδιστο να μπαίνει στα δωμάτια τους που είναι στολισμένα με τζάκια, φαρδιές ξύλινες ντουλάπες (τις μισάντρες) και σταθερούς ξύλινους καναπέδες (τα μπάσια ή μιντέρια) γύρω από το τζάκι, στρωμένους με πολύχρωμα υφαντά. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα ξύλινα δάπεδα και τα ξυλόγλυπτα ταβάνια δημιουργούν μια ζεστή και οικεία οικογενειακή ατμόσφαιρα».
Το Τζαμί
Το «Μολυβδοσκέπαστο» τέμενος του Οσμάν Σαχ, έργο του Σινάν, του περίφημου αρχιτέκτονα ελληνικής καταγωγής, σημειώνει ακόμα η διευθύντρια Τεχνικών Υπηρεσιών του δήμου Τρικκαίων, είναι από τα πιο αξιόλογα έργα του στα Βαλκάνια, και μαζί με το μαυσωλείο που βρίσκεται ανατολικά του είχε κινήσει το ενδιαφέρον όλων των περιηγητών που επισκέφτηκαν κατά καιρούς την περιοχή και αναφέρθηκαν αναλυτικά σ’ αυτό.
Το τζαμί, προσθέτει, είναι μια απλή αλλά στιβαρή κατασκευή, για να καταλήξει:
«Πάνω στην πέτρινη κυβική βάση του ακουμπά ένας υπερμεγέθης ημισφαιρικός τρούλος κατασκευασμένος από πλίνθους και σκεπασμένος με μολυβδόφυλλα. Οι διαστάσεις της βάσης είναι 21.00 Χ 21.00 και το ύψος του 22.50 μ. Οι τοίχοι της κυβικής βάσης είναι κατασκευασμένοι εξωτερικά με ζώνες από πελεκητή αμμόπετρα που εναλλάσσονται με τρεις σειρές τούβλα. Στην είσοδο υπάρχει στοά που αποτελούνταν από 6 μονολιθικούς κίονες. Ο μιναρές σήμερα έχει χάσει την απόληξη του (οβελίσκο). Το τζαμί και το μαυσωλείο έχουν αναστηλωθεί και ο χώρος χρησιμοποιείται για δραστηριότητες πολιτισμού και αναψυχής».
Τα βιομηχανικά μνημεία στα Τρίκαλα
Ειδική αναφορά η κ. Τσαπάλα κάνει για τα βιομηχανικά μνημεία. Στα νοτιοδυτικά της πόλης, βρίσκουμε , αναφέρει, το συγκρότημα του μύλου Ματσόπουλου. Το κτίριο του κυλινδρόμυλου κατασκευάστηκε με τη βοήθεια ξένων μηχανικών το 1884, τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Αρχικά έγινε γνωστός σαν μύλος του Αγαθοκλή, ενώ σήμερα τον ξέρουμε σαν μύλο Ματσόπουλου από το όνομα του τελευταίου ιδιοκτήτη και δωρητή του στον Δήμο Τρικκαίων, για να προσθέσει:
«Το κεντρικό κτίριο του μύλου είναι ένα τετραώροφο κτίσμα με λίθινους τοίχους και ξύλινο φέροντα οργανισμό εκπληκτικής για την εποχή του κατασκευής. Περιβάλλεται από συνοδευτικά διώροφα ή μονώροφα κτίρια και βρίσκεται μέσα σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία που διαρρέεται από τον ποταμό Αγιαμονιώτη. Η ατμόσφαιρα της κλειστής αυλής που ορίζεται από τα κτίρια του μύλου και τα βοηθητικά τους κτίσματα είναι μοναδική. Είναι ένα σπουδαίο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, λόγω του μεγέθους, της τεχνολογίας κατασκευής και του μοναδικού μηχανολογικού εξοπλισμού του.
Μια επίσκεψη στο μαγικό χώρο του μύλου, ειδικά αν αυτός ξαναλειτουργήσει για εκπαιδευτικούς σκοπούς όπως είναι η επιδίωξη του Δήμου Τρικκαίων, με τις μυρωδιές, τους ήχους και τις δονήσεις, θα είναι μια φανταστική εμπειρία για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας και όχι μόνο. Την ίδια εμπειρία ελπίζουμε κάποτε να έχουν με τη συντήρηση και ανάδειξη του μηχανολογικού εξοπλισμού του μηχανουργείου της ΚΟΜΔΕ στα Σαράγια, τεράστιας ιστορικής και τεχνολογικής αξίας, αλλά, δυστυχώς, άγνωστου στους περισσότερους συμπολίτες και εγκαταλελειμμένου στη φθορά του χρόνου.
Τελείως διαφορετική είναι η τύχη του συγκροτήματος των παλιών παγοποιείων «ΚΛΙΑΦΑ». Τα πέτρινα κτίσματα με τις δίρριχτες τυπικές στέγες της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής έχουν ξαναζωντανέψει υποδειγματικά με πρωτοβουλία της εταιρείας ΚΛΙΑΦΑ και λειτουργούν ως Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού».
Α.Ζ