Αμετάβλητο, σε σταθερά υψηλό επίπεδο, παρέμεινε το ποσοστό ανεργίας και τον Μάιο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Παρά την έναρξη της τουριστικής περιόδου, κατά το εξεταζόμενο διάστημα, η σταδιακή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας ανακόπηκε τον Μάιο, με αποτέλεσμα να ανέλθει σε 23,5%, παραμένοντας αμετάβλητη από τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου. Είχε προηγηθεί η εποχική διόρθωση του δείκτη, με συνέπεια το ποσοστό ανεργίας τον Απρίλιο να αναθεωρηθεί ανοδικά από 23,3% σε 23,5%. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι, σε σχέση με τον Μάιο του 2015, οπότε το ποσοστό ανεργίας άγγιζε το 25%, παρουσιάζει σημαντική μείωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την τελευταία φορά που η ανεργία είχε φτάσει στο 23,5% ήταν τον Απρίλιο του 2012, ενώ είχε καταγράψει αρνητικό ρεκόρ της τάξης του 27,9% τον Σεπτέμβριο του 2013. Ανησυχητικό κρίνεται και το γεγονός ότι η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 κινήθηκε κατά τον εξεταζόμενο μήνα Μάιο ανοδικά, στο 50,3% έναντι 50% τον Απρίλιο του 2016.
Περιφέρειες
Σε γεωγραφικό επίπεδο, ο δείκτης ανεργίας διαμορφώνεται στο 27,7% σε Ηπειρο-Δυτική Μακεδονία, στο 26,1% σε Θεσσαλία-Στερεά Ελλάδα και στο 24,5% σε Πελοπόννησο, Δυτική Ελλάδα και Ιόνια Νησιά.
Αναλυτικά, το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε τον Μάιο σε 3,653 εκατ. άτομα, ενώ ο αριθμός των ανέργων διαμορφώθηκε σε 1,123 εκατ. άτομα. Ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3,274 άτομα.
Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 59.723 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2015 (+1,7%), ενώ μειώθηκαν κατά 15.885 άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο του 2016 (-0,4%).
Οι άνεργοι, από την πλευρά τους, μειώθηκαν κατά 73.843 άτομα έναντι του Μαΐου (-6,2%) και κατά 2.555 άτομα έναντι του Απριλίου (-0,2%).
Οι οικονομικά μη ενεργοί, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, περιορίστηκαν κατά 26.524 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2015 (-0,8%), ενώ αυξήθηκαν κατά 15.301 άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο του 2016 (-0,5%).
Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, η ανεργία στις γυναίκες ανήλθε στο 28,5%, ενώ στους άνδρες στο 19,5%. Μεταξύ των ηλιακών ομάδων, το υψηλότερο ποσοστό συναντάται στις ηλικίες 15-24 ετών (50,3%) και ακολουθούν οι ηλικίες 25-34 (31,4%) και 35-44 (20,4%).