Στην Κύπρο βρίσκεται και πάλι καλεσμένος από την Ένωση Κρητών Κύπρου ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Δημήτρης Σιούφας, στις εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στην εκδήλωση μίλησε επίσης ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιαννάκης Ομήρου, ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο Βασίλης Παπαϊωάννου, ο βουλευτής Χανίων και πρώην υπουργός Κυριάκος Βιρβιδάκης και οι συνδιοργανωτές της εκδήλωσης Ευστάθιος Βακάκης πρόεδρος της Ένωσης Κρητικών Κύπρου και ο Χριστόδουλος Βασιλειάδης.
Ακολουθεί η ομιλία του Δημήτρη Σιούφα :
«Τιμούμε σήμερα την ιστορική εκείνη μέρα, την 1η του Δεκέμβρη του 1913, όταν η Κρήτη, μετά από αιώνες σκλαβιάς, αλλά και μετά από μια δεκαπενταετία τυπικής αυτονομίας, ενωνόταν επίσημα με τη Μητέρα Πατρίδα.
Τη μέρα που δύο γηραιοί επαναστάτες, σύμβολα των μακρών κρητικών αγώνων, ύψωναν, μπροστά στην πολιτική ηγεσία του νησιού και της χώρας, την ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά στα Χανιά.
Τιμούμε τους αγώνες που οδήγησαν στην απελευθέρωση και την ένωση της Κρήτης με τον εθνικό κορμό.
Τιμούμε τους αγωνιστές που δεν δίστασαν να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την ελευθερία και το εθνικό συμφέρον.
Οι εθνικές επέτειοι, όμως, δεν είναι μόνο ημέρες τιμής και μνήμης.
Είναι σελίδες αυτογνωσίας και διδαχής.
Η ιστορία δεν είναι για να δικάζει, να καταδικάζει ή να δικαιώνει.
Η ιστορία είναι για να διδάσκει.
Ιστορία είναι η γνώση του παρελθόντος που βοηθά στην κατανόηση του παρόντος και τον καλύτερο προγραμματισμό του μέλλοντος.
Ενώ η 1η Δεκεμβρίου είναι μέρα γιορτής για τον Ελληνισμό, σήμερα, από αυτό εδώ το χώρο, δεν μπορεί παρά να μας παραπέμπει σε θλίψη.
Και ο λόγος είναι προφανής για όλους μας. Είναι γιατί ένας άλλος αγώνας, ο αγώνας της Μαρτυρικής Κύπρου, χάθηκε κάτω από τις ξένες δολιεύσεις, και την κατάρα του διχασμού.
Είναι προπάντων γιατί μετά το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή, η Κύπρος μοιράστηκε στα δύο. Και έκτοτε, σχεδόν σαράντα χρόνια από τις αποφράδες εκείνες μέρες, παραμένει διχοτομημένη.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα τα κατεχόμενα εδάφη έγιναν στόχος εθνοκάθαρσης και εποικισμού. Οι εκκλησιές μας έγιναν στάβλοι, μπαράκια και μουσεία. Μνημεία του πανάρχαιου Ελληνικού Πολιτισμού – όπως η Σαλαμίνα του Αίαντα – στενάζουν πίσω από τις γραμμές του Αττίλα.
Ξέρουμε όλοι πως η άκαρπη παρέλευση του χρόνου λειτουργεί για τη μονιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής, της κατοχής, του εποικισμού και της εθνοκάθαρσης. Ξέρουμε, όμως, και κάτι ακόμη: Ότι άλλο λύση του Κυπριακού και άλλο κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πρώτο το θέλουμε οι Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλο. Το δεύτερο το θέλουν εκείνοι που βιάζονται να τινάξουν στον αέρα τις διεθνείς στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου, και να ελέγξουν τον ενεργειακό πλούτο της Αν. Μεσογείου. Κι αυτό είναι ανάγκη να ξεκαθαριστεί, την ώρα αυτή, που είμαστε στα πρόθυρα ενός νέου κύκλου διαλόγου.
Οι Έλληνες κάναμε, στα χρόνια που πέρασαν, τόσες υποχωρήσεις, που δεν μας επιτρέπουν να μιλούμε πια για δίκαιη λύση. Δεχθήκαμε λύση, που δεν είναι δίκαιη. Δεν μπορούμε, όμως, να δεχτούμε λύση, που δεν είναι λύση. Κι αυτό έχουμε χρέος να το πούμε καθαρά, έτσι ώστε να ενισχύσουμε τη διαπραγματευτική μας θέση και στρέψουμε τις πιέσεις στην άλλη πλευρά.
Όπως έχουμε χρέος να επαναλάβουμε προς κάθε κατεύθυνση πως θέλουμε λύση που να είναι λειτουργική. Γιατί αν δεν είναι λειτουργική, δεν θα είναι βιώσιμη. Κι αν δεν είναι βιώσιμη, δεν θα είναι λύση. Θέλουμε λύση που να είναι ευρωπαϊκή και δημοκρατική. Που να επανενώνει το νησί και όχι να νομιμοποιεί τη διχοτόμησή του.
Για πολλούς και πολύ σπουδαίους λόγους αισθάνομαι Κύπριος.
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή γιατί ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων,
στις 4 Ιουνίου το 2009, ανακηρύχθηκα επίτιμος δημότης της Μόρφου.
Είχα πρόσφατα τη δυνατότητα να επισκεφθώ και να προσκυνήσω τα άγια χώματά της. Ένα μόνο θέλω να επαναλάβω. Η επέτειος που σήμερα τιμούμε, αλλά και η νεότερη ιστορία της Μαρτυρικής Μεγαλονήσου, συμπυκνώνουν κρίσιμα και χρήσιμα διδάγματα. Ας μην τα λησμονούμε.
Σας ευχαριστώ θερμά.»