Κάθε τόπος διαθέτει πλήθος στοιχείων, τα οποία παραπέμπουν σε πολλές αναγνώσεις και διδακτικές οπτικές. Αναπτύσσει το δικό του λόγο, σε μια διαλεκτική χώρου, χρόνου και συμπεριφορών των ανθρώπινων κοινωνιών που τον συγκροτούν (Στεφάνου, 2004).Τα κλασικά κείμενα που αναφέρονται στην κοινωνική μνήμη είναι τα βιβλία του MauriceHalbwachs: Lescadressociauxdelamémoire (ParisPUF, 1925) και LaMémoireCollective (Paris PUF, 1950). Κάποια από τα φιλοσοφικά ερείσματα για την ανάπτυξη της σύγχρονης θεωρίας περί μνήμης μπορούν να εντοπισθούν στα εξής βιβλία: SorabjiR., 1972, AristotleonMemory, London, WarnockMary, 1987, Memory, London και ConnertonP, 1989, HowSocietiesRemember, Cambridge.
Οι «αναγνώσεις» του τοπίου και οι χρήσεις γης του, ως πεδίο μελέτης και ερευνητικής δραστηριότητας εμπεριέχει πολλαπλά πεδία για μελέτη και έρευνα, αφού αυτό καθεαυτό το τοπίο συναρτάται με συγκεκριμένη ιστορική, γεωγραφική και γεωφυσική πραγματικότητα. Το τοπίο μιας μικροπεριοχής (Δουκέλης, Ιστορικά 8, (1988) δίνει δυνατότητες για συστηματική χαρτογράφησή του. Αναδεικνύει δυνατότητες διεπιστημονικών διασυνδέσεων στη βάση των διδακτικών αρχών και των προτάσεων των Α.Π.Σ.
Η ένταξη του περιβάλλοντος κάθε μικροπεριοχής στη διδακτική πρακτική παρέχει στους μαθητές δυνατότητες κατανόησης των πολλαπλών όψεών του, της άμεσης διασύνδεσης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, του ρόλου του ανθρώπου στη «χρήση γης» της μικροπεριοχής, της επίπτωσης της συλλογικής ανθρώπινης δράσης την κοινωνία και οικονομία της.
Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, το τοπίο εκλαμβάνεται ως μέρος του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς, μέρος των υποκατηγοριών που συγκροτούν τις δύο αυτές διακριτές κατηγορίες. Η συμπληρωματική εξάλλου σχέση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αναδεικνύει τις δυνατότητες της ανθρώπινης παρέμβασης, τις δυνατότητες αξιοποίησής του.
Το περιβάλλον, ενταγμένο στο corpus των γνωστικών αντικειμένωναποτελεί πεδίο μελέτης – έρευνας για την κατανόηση του ρόλου του, αλλά και της συμπληρωματικής του σχέσης με τον άνθρωπο. Το περιβάλλον, ως φυσικός χώρος (Λεοντσίνης, 1999) αποτελεί αντικείμενο μελέτης και της ιστορίας, υπό την έννοια ότι αυτό καθεαυτό επηρεάζει την εξέλιξη των γεγονότων και συντελεί στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Επιδέχεται ποικίλες «αναγνώσεις» και προσφέρει τη δυνατότητα κατανόησης της συνεχούς περιπλοκής της ανθρώπινης δραστηριότητας (Λεοντσίνης, 1999). Η ανακάλυψη και ανάλυση του περιβαλλοντικού πεδίου είναι δυνατόν να αποκαλύψει τον τρόπο διαχείρισής του, αλλά και το βαθμό της περιβαλλοντικής συνείδησης των κοινωνιών.
Στη διευρυμένη αυτή βάση το τοπίο μιας μικροπεριοχής για την παρούσα εργασία αποτέλεσε σημείο αναφοράς – μελέτης. Οι όψεις του αγροτικού, αστικού (Μ. Ρεπούση 2004) και βιομηχανικού τοπίου αποκαλύπτουν τις ανθρώπινες προθέσεις και παρεμβάσεις, την οργάνωση γενικότερα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Η σημασιολογική στενότητα του όρου τοπίο διευρύνεται από το 19ο αι. και εξής, συμπεριλαμβάνοντας και την έννοια του ανθρωπογενούς. Η επέκταση του σημασιολογικού αυτού πλαισίου παρέχει δυνατότητες πολλαπλών «αναγνώσεων» και ερευνητικών εργασιών στο σχολικό περιβάλλον. Στη σχετική βιβλιογραφία το τοπίο εντάσσεται στις ιστορικές πηγές και οργανώνεται σε τέσσερις μεγάλες υποκατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσεται το ίδιο το τοπίο, η τοποθεσία του, οι χρήσεις γης του, η οδοποιία, οι καλλιέργειες, τα τοπωνύμια, τα οδωνύμια. Στη δεύτερη περιλαμβάνονται τα κτίρια, τα κτίσματα και τα ερείπια. Στην τρίτη κατηγορία τα μνημεία και οι μνημειακοί τόποι και στην τέταρτη τα μουσεία. Οι υποκατηγορίες αυτές παρά τη διαφορετικότητά τους δεν υπαγορεύουν απόλυτο διαχωρισμό όσον αφορά τη μεθοδολογική προσέγγιση, αφού η μία υποκατηγορία υπεισέρχεται στην άλλη και πολλές φορές τη συμπληρώνει (Μ. Ρεπούση 2004).
Οι ποικίλες εξάλλου μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας διαμορφώνουν την οικιστική, οικονομική και πολιτιστική του ταυτότητα, οικοδομώντας γενικότερα και την ιστορικότητά του. Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δ. Ζήβας «ιστορικό είναι κάθε τι που συνδέεται με την ιστορία μας, την πολιτική, τη στρατιωτική, τη θρησκευτική, ακόμα κάθε τι που αποτελεί ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ή έστω τεχνικό επίτευγμα, κάθε τι που έχει σημαδέψει μια εποχή» (Ζήβας, 1997).
Η κοινωνιολογία, όπως και στην περίπτωση του χρόνου, αποτέλεσε ένα ερέθισμα και ταυτόχρονα πλούσιο πεδίο για την εξερεύνηση αυτής της καινούργιας έννοιας. Το 1950 ο Maurice Halbwachs δημοσίευσε το βιβλίο «Οι συλλογικές μνήμες» . Η κοινωνική ψυχολογία συμβάλλει ως επιστήμη στο βιβλίο αυτό. Η ανθρωπολογία, στο μέτρο που ο όρος μνήμη προσφέρει ένα νοητικό εργαλείο καλύτερα προσαρμόσιμο στις πραγματικότητες των «άγριων» κοινωνιών που μελετάει από ότι ο όρος ιστορία, «δεξιώθηκε» την έννοια και τη μελετά μαζί με την ιστορία, στους κόλπους κυρίως της εθνο-ιστορίας, ή αλλιώς ιστορικής ανθρωπολογίας, που συνιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην κοινωνική ιστορία. (Βλ. Ζακ Λε Γκοφ, 1998, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ. Γ. Κουμπουρλής, Αθήνα: Νεφέλη, σελ 139). Στη Μαρξιστική φιλοσοφία κοινωνική συνείδηση είναι το σύνολο των παραστάσεων, των νοοτροπιών, των ιδεών, των γνώσεων και των δοξασιών των ανθρώπων στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό τους Είναι, η πνευματική ζωή της κοινωνίας ως ανάκλαση της υλικής ζωής. Κατά τον Ντυρκέμ συλλογική συνείδηση είναι το σύνολο των πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχουν τα μέλη μιας κοινότητας, η συνείδηση τού κοινωνικού συνόλου, όπως εκφράζεται διά μέσου της συνείδησης των μελών του, την οποία και διαμορφώνει.
Η σημασία της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου πιθανόν να σημαίνει ότι η κοινωνική μνήμη είναι σημαντικότερη από την προσωπική, την ατομική, μνήμη. Είναι, άλλωστε, ευκολότερο να «επικοινωνήσεις» ένα σημειολογικό μήνυμα απ’ ό, τι μια αισθητηριακή και άρα υποκειμενική εικόνα.
Η οικο-ιστορία θέτει ζητήματα επανεξέτασης του παρελθόντος με βάση καινούργια ερωτήματα, που αφορούν τη διάδραση του ανθρώπου με τη φύση (Λιάκος, 2007). Το οικιστικό τοπίο, ως επιμέρους πεδίο του περιβάλλοντος, δηλώνει την ανθρώπινη παρουσία και δράση, τις προθέσεις των κοινωνιών και των ατόμων που το συγκροτούν. Ο χώρος αποτελεί βασική διάσταση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε και καθοριστική παράμετρο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεών μας (Νάκου, 2001). Κτίρια και αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας δεν είναι βουβές και μονοσήμαντες οντότητες αλλά συνδέονται με σύνθετες πολιτισμικές σημασίες και πολλαπλά νοήματα, καθώς οι κοινωνικές ομάδες συνδιαλέγονται μαζί τους (Νάκου, 2001).
Ερευνώντας τη μικροπεριοχή στη μακρά και στη βραχεία διάρκεια του χρόνου, οι μαθητές οδηγούνται στην κατανόηση της συνέχειας, της αλλαγής, αλλά και της εξέλιξης, στην ανάπτυξη δεξιότητας αναγνώρισης των κινήτρων της ανθρώπινης δράσης (Λεοντσίνης, 1999), στην κατανόηση της συνεχούς περιπλοκής της ανθρώπινης δραστηριότητας με το φυσικό και ιστορικό χώρο (Λεοντσίνης, 1999).
Η έννοια του τοπίου, είτε ως φυσικό είτε ως ανθρωπογενές, ενυπάρχει στο Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, ανιχνεύεται στο εσωτερικό της έννοιας περιβάλλον και παίρνει συγκεκριμένες σημασιολογικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γνωστικών αντικειμένων.
Στο πλαίσιο του ιστορικού μαθήματος οι μαθητές καλούνται «να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του γεωγραφικού παράγοντα για τη διαμόρφωση της ιστορικής εξέλιξης ενός τόπου» (Α.Π.Σ., 2002, 230). Μέσα από το ιστορικό μάθημα και σύμφωνα με τις διδακτικές αρχές που επιβάλλει το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο επιχειρείται η ανάδειξη της διαπλοκής περιβάλλοντος χώρου και ανθρώπινης παρέμβασης. Η ανάδειξη γενικότερα του ρόλου που διαδραματίζει το φυσικό περιβάλλον στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Σ’ αυτό το διδακτικό περιβάλλον η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας αναδεικνύει τις αλληλεξαρτήσεις του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και συμβάλλει στην οικοδόμηση της γνώσης για την ιστορία του τόπου μέσα από την εμπειρία που κομίζει η άμεση επαφή με το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές.
Δίνεται σημασία «στην απόκτηση αισθητικών αξιών σε σχέση με το περιβάλλον, στη γνώση της οργάνωσης και των διαδικασιών του περιβάλλοντος (φυσικού και κοινωνικού) και στην απόκτηση της ικανότητας να συμμετέχει στις προσπάθειες για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει, στην απόκτηση βασικών γνώσεων, εξειδικευμένων πληροφοριών, μεθόδων και τεχνικών που συμβάλλουν στην κατανόηση της δομής του γεωγραφικού χώρου, στην κατανόηση και ερμηνεία των αλληλεξαρτήσεων και των αλληλεπιδράσεων γεωφυσικών και κοινωνικών παραγόντων, καθώς και στην αιτιολόγηση της ανάγκης αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπου και περιβάλλοντος» (Δ.Ε.Π.Π.Σ., 2002, 521).
Δεδομένου ότι το περιβάλλον είναι μια πολυδιάστατη και πολύπλοκη πραγματικότητα, τα θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία των Φυσικών επιστημών δεν αρκούν στο να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το περιβάλλον. Προϋπόθεση για την κατανόηση της περιβαλλοντικής πραγματικότητας είναι η διαθεματική και διεπιστημονική προσέγγιση των διαστάσεών της.
Στο πλαίσιο της συνολικής διάστασης του τοπίου (γεωφυσικής και ιστορικής). Μπορούν να αναζητήσουν την κοινωνική διάσταση του θέματος και να επικεντρωθούν στη μελέτη του χώρου και των ανθρώπων που τον συγκροτούν, στην καταγραφή των αξιών και των στάσεων της κοινότητας απέναντι στο περιβάλλον. Να επεκταθούν στην πολιτική διάσταση αναζητώντας τις πολιτικές προθέσεις και επιλογές στη διαχείριση του περιβάλλοντος.
Η έννοια της πόλης συντίθεται από διαφορετικούς τομείς της ανθρωπογεωγραφίας (αστική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική γεωγραφία) και η μελέτη της απαιτεί μία πολύ-πρισματική οπτική. Η επιλογή αυτής της οπτικής μπορεί να αποτελέσει συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα οποία έχουν ως αφετηριακό και καταληκτικό σημείο την πόλη.
Στην σύγχρονη Πολεοδοµία, Χωροταξία και Ανάπτυξη τα νέαζητήµατααιχµήςείναι: α) χωρικέςεπιπτώσειςτηςοικονοµικής παγκοσµιοποίησηςκαιτηςευρωπαϊκήςολοκλήρωσης, β) χρήσητωννέωντεχνολογιώνστηνανάλυσηκαιτοσχεδιασµότουχώρου (ηλεκτρονικήαναπαράστασητουχώρουστηδιαδικασίαανάλυσηςκαιηλεκτρονικόςσχεδιασµός), γ) ενίσχυσητηςσχέσης µεταξύτων µαθηµάτων προγραµµατισµούτουχώρου (spatial planning) καιτων µαθηµάτωνφυσικούσχεδιασµούτουχώρου (urban planning, urban design) καιδ) ενθάρρυνσηκαιενσωµάτωσηστηδιδασκαλίατωννέωνδιεθνώνσχολώνσκέψηςκαιτωννέωνθεωρητικώνκαι µεθοδολογικώνεργαλείωνκαιτρόπωνσχεδιασμού.
Τοτέλοςτου 20ουαιώνασηματοδοτήθηκεαπό µιασειράδραµατικών, παγκόσμιωναλλαγώνκαιεξελίξεων πουαφορούντηνοικονοµία, τηνκοινωνίακαιτοχώρο: οικονοµική παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκήολοκλήρωση, νέες (µεταβιοµηχανικές) αστικέςκαι περιφερειακέςοικονοµίες, νέεςτεχνολογίεςκαικοινωνίατης πληροφορίας, περιβαλλοντικήσυνείδησηκαιβιώσιµηανάπτυξη, υψηλήκινητικότητατωνατόµωνκαιτοφαινόµενοτηςσυµπίεσηςτουχώρου-χρόνου (time-space compression), νόµιµηκαι παράνοµη µετανάστευση, πολυεθνικές, πολυπολιτισµικέςΕυρωπαϊκέςαστικέςκοινωνίες, ‘διαφοροποίηση’ (diversity’) και‘εξατοµίκευση’ (‘individualization’) τωναναφορώντουατόµουστην µεταµοντέρνακοινωνία. Σ’ αυτότονέο πλαίσιο, οισπουδέςστην πολεοδοµία, τηχωροταξίακαιτηνανάπτυξηφαίνεταινααντιµετωπίζουν – ίσωςγια πρώτηφοράστηνιστορίατους- τόσοσηµαντικές προκλήσειςαλλάκαι προοπτικές.
Το εκπαιδευτικό πακέτο «Η ΠΟΛΗ» είναι ένα αλληλεπιδραστικό ψηφιακό περιβάλλον, που ενσωματώνει εκπαιδευτικά σενάρια, ψηφιακούς χάρτες και πρόσθετο διδακτικό υλικό συνδεδεμένα δυναμικά μεταξύ τους για τη διερεύνηση της έννοιας της πόλης. Μέσα από την εξέλιξη της πλοκής των προτεινόμενων εκπαιδευτικών σεναρίων οι μαθητές ενεργοποιούνται και αναλαμβάνουν διάφορους ρόλους, ώστε να αναλύσουν και να συνθέσουν με κριτική ματιά ποικίλες διαθέσιμες πληροφορίες διαμορφώνοντας το δικό τους κοσμοείδωλο, τη δική τους άποψη για τον κόσμο που πρέπει να γνωρίσουν και να ζήσουν.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Maingain Alain & Dufour Barbara, (2002), Διδακτικές προσεγγίσεις της διαθεματικότητας, 137, Αθήνα: Πατάκη.
Δουκέλης, Π.Ν., (1998), Περί των ιστοριών του τοπίου, Ιστορικά 8, 85-102.
Ζήβας, Δ., (1997), Τα μνημεία και η πόλη, 43, Libro.
Λεοντσίνης, Γ.Ν., (1999), Ιστορία-περιβάλλον και η διδακτικήτους, 77, 80, 81, Αθήνα.
Λιάκος, Α., (2007), Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; 119, Αθήνα.
Νάκου, Ειρ., (2001), Εμείς τα πράγματα και ο πολιτισμός, 9, 45, Αθήνα.: νήσος.
Ρεπούση, Μ., (2004), Πηγές του τοπίου: Τα μνημεία και οι μνημειακοί τόποι στο: Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο και η διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση των πηγών, 81-99, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Σακκής, Δ.-Τσιλιμένη, Τ., (2007), Ιστορικοί τόποι και περιβάλλον 47-55, Αθήνα: Καστανιώτης.
Στεφάνου Ιωσήφ, Η φυσιογνωμία των τόπων ως πρωταρχική περιβαλλοντική αξία, στο Έργα και ιδέες για το περιβάλλον, Πρακτικά 1ου Διεθνούς συνεδρίου, Σύρος 1-3 Οκτωβρίου 2004, 269-282.
Α. Αράπογλου , υπεύθυνος ΚΕ.ΠΛΗ.ΝΕ.Τ Δ/νσης Δ/θμιας Εκπ. Ν. Εύβοιας, ΠΕ 19, aarap@ppp.uoa.gr, Β. Αράπογλου, Λέκτορας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, arapov@social.soc.uoc.gr Περιδιαβαίνοντας τις πόλεις του χθες και του σήμερα. Μια πολυ-πρισματική προσέγγιση της έννοιας της «πόλης» με αξιοποίηση ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού ψηφιακού περιβάλλοντος.
Ασωνίτης, Σ., Παππάς, Θ. (2006). Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου. ΒιβλίοΕκπαιδευτικού. Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 5-50.
Λεοντίδου, Λ., (2006). Αγεωγράφητος Χώρα: ελληνικά είδωλα και επιστημολογικές διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαλούτας, Θ., (επιμ.) (2000). Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας. Τόμος 1ος : Οι πόλεις , ΕΚΚΕ και Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Οικονόμου, Δ., Πετράκος, Γ. (επιμ.) (1999). Η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Gutenberg- Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας.
Τερκενλή, Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιμ.) (2007). Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
Φράγκου, Ο., Αράπογλου, Α., Παπανικολάου, Κ. (2007) «Πτυχές Παιδαγωγικής Αξιοποίησης Εκπαιδευτικών Σεναρίων σε Διαδικτυακά Μαθήματα» στα Πρακτικά του 4ου Διεθνές Συνεδρίου για την Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Αθήνα: Προπομπός.