Ποια σχέση άραγε μπορεί να έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ; Αυτό διερωτήθηκε και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Τερτυλλιανός, θέλοντας να δείξει πως η Ακαδημία με τα Ιεροσόλυμα δεν έχουν καμία επαφή, καμία σύγκλιση, και ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Είναι όμως έτσι ή η εξέλιξη των πραγμάτων στο διάβα των αιώνων έδειξε μία άλλη σχέση μεταξύ αυτών των δύο κόσμων;
Με αφορμή την εορτή του αποστόλου Παύλου που τιμά η αγία μας Εκκλησία στις 29 Ιουνίου και τη σχέση που ο ίδιος είχε με τη φιλοσοφία, θα περιπλανηθούμε σε δύο κόσμους διαφορετικούς που έχουν όμως κοινά σημεία συνάντησης. Τον χριστιανισμό και τη φιλοσοφία.
Η Αθήνα είναι ο κατεξοχήν χώρος που αναδεικνύει τη φιλοσοφική σκέψη. Η Ιερουσαλήμ είναι ένας άλλος χώρος, που ακόμη και γεωγραφικά βρίσκεται μακριά από την Αθήνα. Δύο χώροι μακριά ο ένας από τον άλλον. Δύο χώροι με διαφορετική προσέγγιση στο θείο. Ο ένας προσεγγίζει και ο άλλος υπερβαίνει. Ο ένας πιστεύει σε θεούς, θεότητες και ο άλλος στον τριαδικό Θεό. Επομένως, εκ πρώτης όψεως ποια κοινά σημεία έχουν οι δύο αυτοί τόσο διαφορετικοί κόσμοι;
Θέλω να αναφερθώ σε ένα γεγονός ύψιστης σημασίας που θα βοηθήσει στην κατανόηση των πραγμάτων, δείχνοντας το άνοιγμα της Εκκλησίας προς την κοινωνία και τον άνθρωπο. Το 48 μ.Χ. στον χριστιανικό κόσμο συνέβη ένα μεγάλο γεγονός, καταλυτικής σημασίας με τις αποφάσεις που πήρε για τον άνθρωπο. Στα Ιεροσόλυμα πραγματοποιήθηκε η Αποστολική Σύνοδος. Η Σύνοδος αυτή ανοίχτηκε στους εθνικούς. Ήταν πλέον στιγμή το νέο στην υφήλιο αναστάσιμο μήνυμα, να διαδοθεί σε κάθε άνθρωπο, οποιασδήποτε εθνικής, θρησκευτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καταγωγής.
Οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος είχαν ενεργό ρόλο στη Σύνοδο. Το ζήτημα ήταν ποιες υποχρεώσεις θα επιβάλλονταν σε έναν εθνικό που θα επιθυμούσε να βαπτιστεί χριστιανός. Θα έπρεπε να περιτέμνεται και να τηρεί το Μωσαϊκό Νόμο ή όχι; Η Εκκλησία έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα αγάπης και αποδοχής του άλλου. Η Σύνοδος αποφάσισε να «χτυπήσει» την τυπολατρία και την υπακοή στο γράμμα του Νόμου. Έτσι οι εθνικοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να περιτέμνονται και να τηρούν τον Μωσαϊκό Νόμο αφού μία νέα διαθήκη είχε πλέον συμφωνηθεί με τον Χριστό.
Η Αποστολική Σύνοδος ανοίχτηκε στον κόσμο. Ενέταξε στους κόλπους της ανθρώπους διαφορετικούς, μη Ιουδαίους, ανθρώπους που είχαν ξένες θρησκευτικές συνήθειες προς τον ιουδαϊσμό. Αυτό το άνοιγμα του χριστιανισμού ήταν για την τότε εποχή ένα φοβερά ρηξικέλευθο άνοιγμα, μία άκρως επαναστατική αντίληψη και θεώρηση που έδειξε κιόλας πως για την Εκκλησία «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. 3, 28). Ο χριστιανισμός με το ίδιο πνεύμα κινήθηκε από τότε σε κάθε εποχή, σε κάθε κοινωνία, σε κάθε άνθρωπο. Χωρίς διακρίσεις, χωρίς αφορισμούς, χωρίς ανασφάλειες, χωρίς «ομοφοβικούς» εξτρεμισμούς. Δέχτηκε τον εθνικό, τον άπιστο, τον αθεϊστή όπως είναι για να τον μεταμορφώσει, να τον αγιάσει και να τον σώσει. Εν τέλει, στην περίπτωση μας δεν εξόρκισε τη φιλοσοφική σκέψη και τη θύραθεν παιδεία, αλλά την ενέταξε μέσα στη γλώσσα, στο δόγμα, στη ζωή της Εκκλησίας με κριτήρια αγιοπνευματικά και όχι εξωθώντας στο έπακρο την αριστοτελική, πλατωνική, νεοπλατωνική, στωική σκέψη.
Η Εκκλησία είδε τη φιλοσοφία μέσα από τη φράση του Γρηγορίου του Θεολόγου «θεολογούμε αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς». Η θεολογία της Εκκλησίας δεν αναλώνεται εντός των φυσικών ορίων της φιλοσοφίας αλλά λειτουργεί αλιευτικώς. Εξάλλου αν θεολογούσαμε αμιγώς αριστοτελικώς αναπόφευκτα θα είχαμε την τύχη του Αρείου, του Νεστορίου και των άλλων αιρετικών, οι οποίοι εξώθησαν στα άκρα τα φιλοσοφικά σχήματα. Η θεολογία θα μετατρεπόταν σε κατανοητό μυστήριο δια των γυμνών ανθρωπίνων αισθητηρίων του λόγου και της έκφρασης και ο χαρακτήρας της θα έμοιαζε περισσότερο ιδεολογικός. Τοιουτοτρόπως θα κάναμε λόγο για έναν ορθοδοξισμό, κατά Γιανναρά και όχι για ορθοδοξία.
Η Εκκλησία πάντοτε ανοιγόταν προς τον έξω κόσμο υιοθετώντας όλα τα μέσα εκείνα που την βοηθούσαν να μεταδώσει τα ρήματα σοφίας της. Δεν κλεινόταν στον εαυτό της, δεν εγκόλπωνε την αλήθεια της για εσωτερική κατανάλωση, αλλά αντίθετα γινόταν το «είναι» της, για να θυμηθούμε και λίγο τον Heidegger, προς κάθε κατεύθυνση, σε κάθε εποχή, σε κάθε κοινωνία. Δεν μεμψιμοιρούσε, δεν εξόρκιζε μέσα και σκοπούς, αλλά τα μετασκεύαζε και τα έδινε χριστιανικό νόημα. Ποτέ δεν φοβήθηκε τη συνάντηση με καμία φιλοσοφική σχολή, θεωρητικό σύστημα, κοινωνική θεωρία. Θα λέγαμε πως στην περίπτωση αυτή ισχύει αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος και είναι για την εποχή εκείνη εντυπωσιακά ανατρεπτικό και δημιουργικό, ότι δηλαδή «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα» (Α’ Κορ. 9, 22). Αυτό παραδέχεται και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος όταν θα γράψει στην 188η Επιστολή του «ἀττικός σύ τὸν λόγον; Ἀττικοί καὶ ἡμεῖς».
Αποτελεί αλήθεια πως ο χριστιανισμός πάντοτε βρισκόταν σε άνοιγμα προς τον κόσμο. Στο διάβα των αιώνων ποτέ δεν αρνήθηκε κάθε ξένο προς τη δική του φύση μέσο, ώστε να το χρησιμοποιήσει, μεταμορφώσει και μεταδώσει δια μέσου αυτού τις σωτήριες του αλήθειες. Ως γενική παραδοχή ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Μαρτζέλος αναφέρει τα εξής: «Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του». Έτσι έπραξαν οι Πατέρες στην περίπτωση διατύπωσης των δογματικών όρων.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο χριστιανισμός είδε κάθε γλώσσα, σχήμα, μύθο, παράδοση, όρο, έννοια, λόγο εν τέλει ως ένα μορφολογικό ένδυμα που θα έντυνε κατάλληλα τον λόγο της αληθείας. Και μάλιστα οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τα ίδια μέσα και τους ίδιους τρόπους που χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί στα έργα τους για να κατατροπώσουν τις κακοδοξίες των (για παράδειγμα η Θάλεια του Αρείου και η Αντιθάλεια των Πατέρων). Ο λόγος του Ευαγγελίου, ο λόγος των Πατέρων, οι αλήθειες της ορθόδοξης πίστης, δεν είχαν ανάγκη από το οποιοδήποτε μέσο για να «υπάρξουν» ή να έχουν ισχύ πνευματική. Έπρεπε όμως με κάποιον τρόπο να παρουσιαστούν στους Εθνικούς για να γίνει περισσότερος προσιτός ο θείος λόγος. Αυτόν ακριβώς τον σκοπό επιτέλεσαν και επιτελούν σήμερα όλα τα μορφολογικά σχήματα.
Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας υπήρξαν αριστοτελικοί, πλατωνιστές, νεοπλατωνικοί. Οι Καππαδόκες προσέλαβαν τη γλώσσα της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Είχε ήδη ξεκινήσει μία τέτοια προσέγγιση με τους Απολογητές Πατέρες Αθηναγόρα τον Αθηναίο, Ιουστίνο φιλόσοφο και μάρτυρα, οι οποίοι επαναδιατύπωσαν τον ευαγγελικό λόγο στη γλώσσα της Ακαδημίας. Πώς νοείται όμως η φιλοσοφία στα κείμενα των Πατέρων; Ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Καθολικό Κολλέγιο Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Παντελεήμων Μανουσάκης δίνει την εξής ερμηνεία: «Στα κείμενα των Ελλήνων πατέρων φιλοσοφία σημαίνει την κατά Χριστόν ζωήν, και μάλιστα αυτή του μοναχισμού, καθ’ ότι ο εραστής της σοφίας είναι τώρα ο εραστής όχι μιας αφηρημένης γνώσεως ή ενός απρόσωπου θεωρητικού συστήματος, αλλά ο εραστής της του Θεού Σοφίας, δηλαδή, του Χριστού».
Ο χριστιανισμός δεν σημαίνει βέβαια ότι επικροτούσε κάθε ειδωλολατρική συνήθεια και ότι έδινε άφεση αμαρτιών. Όταν βρίσκει κάτι χρήσιμο στη σοφία των φιλοσόφων, το μετατρέπει προς χρήση της πίστης, αποβάλλοντας οτιδήποτε αναφέρεται στην ειδωλολατρία, όπως γράφει στην 21η Επιστολή του ο Ιερώνυμος. Οι Πατέρες, πιστοί στην παράδοση που πέρασε μέσα στα κείμενα τους, στηλίτευσαν τις αρνητικές πτυχές της φιλοσοφίας. Ο Γρηγόριος Θεολόγος υπήρξε καυστικός κατά των διδασκαλιών των φιλοσόφων και συγκεκριμένα στις παρανοήσεις που δημιουργούσαν οι φιλοσοφίες τους. Έτσι ο ίδιος στηλιτεύει «Επικούρου την αθεΐα και την αφιλόσοφο ηδονή» όπως και «την μικρολόγο Πρόνοια του Αριστοτέλη».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στην προσπάθεια τους να διατυπώσουν τις αλήθειες της πίστης προέβησαν σε ευρεία χρήση όρων που προέρχονταν από τη θύραθεν παιδεία. Επομένως όροι με καθαρά φιλοσοφικό περιεχόμενο «έντυσαν» το αποκεκαλυμμένο μυστήριο του Θεού και σάρκωσαν ένα αγιοπνευματικό περιεχόμενο στις λέξεις αυτές. Οι όροι γενητόν – ἀγέννητον προέρχονται από τον Πλάτωνα, ο Λόγος από τον Ηράκλειτο, το ὁμοούσιον από τον Πλάτωνα, η ουσία – φύση από τον Αριστοτέλη, το πρόσωπον – ὑπόστασις από την αρχαία ελληνική τέχνη (αρχαίο θέατρο), η ἐνέργεια από τον Αριστοτέλη και τον νεοπλατωνισμό.
Κι ερχόμαστε στον απόστολο Παύλο και στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο. Ας έχουμε στο νου μας ότι γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας που υπήρξε κέντρο της στωικής φιλοσοφίας. Επομένως ανάλογες ήταν και οι επιρροές του Παύλου. Η δε εθνική του παιδεία τον βοήθησε να προσεγγίσει τις ανησυχίες των εθνικών λαών στις περιοδείες του και αν του μιλήσει στη γλώσσα τους.
Έτσι, στην παύλεια θεολογία, όπου συναντούμε την πρώτη συνειδητή προσπάθεια για την ανάπτυξη του θείου λόγου, ο Παύλος γίνεται και Στωικός και Πλατωνικός και Νεοπλατωνικός, για να κάνει προσιτές τις ευαγγελικές αλήθειες και όχι για να εκλογικεύσει την πίστη. Μάλιστα ο Helmut H. Koester, καθηγητής στο Harvard, γράφει για τα ερεθίσματα του Παύλου: «Σχετικά με την ελληνική φιλοσοφική παράδοση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παύλος όσον αφορά το ύφος του κηρύγματος του και τον τρόπο υποστηρίξεως ιδεών, βασίζεται στη διαλογική μέθοδο συζητήσεως των Κυνικών και Στωικών. Γενικά, η ρητορική του εκπαίδευση ήταν Ελληνική μάλλον παρά ενός Ιουδαίου εκ Παλαιστίνης».
Ο Σεβασμιώτατος Γέρων Περγάμου κ.κ. Ιωάννης Ζηζιούλας γράφει σε άρθρο του: «Γενικά όλοι οι ανθρωπολογικοί όροι, όπως οι συναφείς μεταξύ τους σῶμα-σάρξ-νοῦς-πνεῦμα κ.λ.π., υφίστανται παρόμοιες αλλοιώσεις στη σκέψη του Αποστόλου. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται πια από αυτό που είναι καθαυτός, από την ουσία του (την υλική ή την πνευματική), αλλά από τη σχέση του με τον Θεό και με τους άλλους. Πρόκειται για μία αλλοίωση της όλης Οντολογίας που, όπως θα δούμε αργότερα, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη φιλοσοφία των Πατέρων της Εκκλησίας. Μια τέτοια αλλοίωση επιτρέπει στον Παύλο να χρησιμοποιεί ελληνικά ανθρωπολογικά σχήματα, όπως οι αντιθέσεις «σὰρξ πνεῦμα» κ.λ.π., χωρίς να δέχεται ή να δημιουργεί με αυτό τον τρόπο οντικές κατηγορίες και δυαλιστικά σχήματα (νέο)πλατωνικής ή άλλης φύσεως».
Ο Παύλος ενθουσιάστηκε από τη θρησκευτικότητα των Αθηναίων, όμως όταν τους μίλησε για την ανάσταση οι περισσότεροι έφυγαν αγνοώντας τον και λέγοντας του πως θα τον ακούσουν μία άλλη φορά. Αυτό ήταν αναμενόμενο γιατί η θρησκευτική συνείδηση των Αθηναίων δεν είχε αναπτύξει μέσα της κανένα σημείο αυτής της πρωτάκουστης διδασκαλίας, εντελώς ξένης προς τα «πιστεύω» τους.
Τους αποκαλεί λοιπόν με τη φράση «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι» για να εγείρει το ενδιαφέρον τους. Φράση που χρησιμοποίησε στο ξεκίνημα της Απολογίας του ο Σωκράτης το 399 π.Χ. στο δικαστήριο. Τους χαρακτηρίζει «κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους», οικεία γλώσσα για τους Αθηναίους. Έκδηλη η θρησκευτικότητα τους, επομένως ο Παύλος έχει ένα πολύ καλό «πάτημα» για να τους προσεγγίσει. Όταν όμως τους μιλάει για τον άγνωστο Θεό που είναι ο γνωστός σ’ εκείνον ενανθρωπήσας Θεός που αναστήθηκε, οι Αθηναίοι αδιαφόρησαν. Ξένα ακούσματα τους προβλημάτισαν και άφησαν για άλλη φορά την ευκαιρία να τον ακούσουν. Παρόλα αυτά οι βάσεις τέθηκαν και όπως είπε ο Χριστός για τους Έλληνες που θέλησαν να τον δουν κάποια στιγμή, «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ιω. 12, 23).
Η όλη πορεία του χριστιανισμού έδειξε πως οι χαρισματικοί του φορείς δεν δαιμονοποίησαν κανένα λόγο, κανένα σχήμα και καμία φιλοσοφία. Αντίθετα ενέταξαν τα μέρη του λόγου στη δυναμική της εσχατολογικής προοπτικής, που δημιουργεί το μυστήριο της Εκκλησίας. Με σκοπό φυσικά τον αγιασμό του ανθρώπου και τη σωτηρία του. Δεν αρνήθηκαν ποτέ και με κανένα τρόπο καμία εποχή, κανέναν άνθρωπο, καμία σκέψη. Κατάφεραν με προσοχή να εκμαιεύσουν ό,τι ήταν απαραίτητο από τη φιλοσοφική σκέψη για να κοσμήσει τον αναστάσιμο λόγο που οι λαοί άκουγαν για πρώτη φορά από τους Αποστόλους. Αυτό αναδεικνύει τη φύση του χριστιανισμού που είναι μία αποκάλυψη αγάπης, ανεκτικότητας και δεκτικότητας.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος