Ο Θεός δεν είναι κτιστός για να σκοτωθεί, αλλά είναι «αυτοζωή» όπως γράφει ο Γρηγόριος Νύσσης. Επομένως δεν εμπίπτει στα όρια της κτιστής περατότητας, στην οποία υπόκειται κάθε κτιστό δημιούργημα του Θεού, το οποίο γεννάται, παραδίδεται στη φθορά, άρα αλλοιώνεται, άρα και έχει τέλος, καθώς πάλι κατά Νύσση «ἕπεται γάρ κατ’ ἀνάγκην τῷ τόκῳ ὁ θάνατος καί πᾶσα γένεσις εἰς φθοράν διαλύεται».
Αφού λοιπόν, ο Θεός δεν σκοτώνεται από τον άνθρωπο, τότε πώς σκοτώνεται; Σκοτώνεται όμως ο Θεός; Αν σκοτώνεται, τότε εμπίπτει σε όρους συμβατικούς με την αλλοίωση των πραγμάτων, και ως εκ τούτου η ύπαρξη των συμβεβηκότων στον Θεό, θεωρείται δεδομένη. Από την άλλη όμως, ο Νύσσης αντιδρά σε αυτό, δεν αναγνωρίζει τέτοιες ιδιότητες στον Θεό, και γι’ αυτό σημειώνει για τη θεία φύση πως «οὐδεμίαν ἐπιμιξίαν ἐχούσης κατά τάς γνωριστικάς ἰδιότητας» ως προς την κτιστή φύση. Τότε, πως σκοτώνεται ο Θεός;
Ο Νίτσε, στη «Χαρούμενη Γνώση», θα μας πει μέσα από την όμορφη και διδακτική διήγηση του τρελού που κατέβηκε στην πλατεία, πως «ο Θεός είναι νεκρός». Ο Νίτσε, εξήγγειλε δια στόματος τρελού τη θεοκτονία, επειδή ο άνθρωπος από τη στιγμή, που θέλησε να δει τον Θεό με τα μάτια του νου και όχι της ψυχής, έριξε τον Θεό στη λογική αντίληψη, γι’ αυτό και αποδομήθηκε η περί Θεού αντίληψη, ως βιωματικό και εμπειρικό γεγονός στην πνευματική ιδιοσυγκρασία της ασκητικής της ορθόδοξης Ανατολικής εκκλησίας.
Τα παραπάνω εισάγουν τη σκέψη μας στην ευαγγελική περικοπή που θα διαβαστεί την Κυριακή στου ιερούς ναούς. Σύμφωνα με αυτή ένας οικοδεσπότης φύτεψε αμπέλι, ύψωσε γύρω από αυτό φράκτη κι έκτισε πύργο για να μείνουν οι εργάτες και οι φύλακες. Κατόπιν νοίκιασε αυτό σε γεωργούς και αναχώρησε σε άλλη χώρα. Εν ολίγοις, κάθε φορά που έστελνε τους δούλους του να πάρουν τους καρπούς του, οι γεωργοί τους σκότωναν και στο τέλος σκότωσαν και τον γιο του οικοδεσπότη (Ματθ. 21, 33 – 42).
Ο Χριστός συνήθιζε να μιλάει με παραβολές. Στην εποχή Του προσέβαλε κάθε μέσο ώστε να μεταδώσει στον Ισραήλ το χαρμόσυνο μήνυμα της ελεύσεως Του. Μιλούσε με παραβολές, με σκοπό να απλοποιήσει τον λόγο και να τον εμφανίσει προσιτό στους ακροατές του. Με απλά λόγια και με παραστάσεις βγαλμένες μέσα από τη ζωή, έφερνε με κατανοητό τρόπο στην αντίληψη τους όλες τις μεγάλες αλήθειες. Έτσι ο καθένας, είτε μικρός, είτε μεγάλος, εμβαπτιζόταν σε έννοιες όπως η σωτηρία, η αμαρτία, η συγχώρηση, η ταπείνωση, η Βασιλεία του Θεού κ.ά. Στη συγκεκριμένη παραβολή, κακοί γεωργοί είναι οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ, το αμπέλι συμβολίζει τον ιουδαϊκό λαό, τον οποίο οι γεωργοί εκμεταλλεύονταν, δούλοι είναι οι προφήτες στο μήνυμα των οποίων οι γεωργοί δεν πίστευαν και ο γιος του οικοδεσπότη είναι ο Χριστός που στάλθηκε από τον Πατέρα, ώστε να σώσει το γένος των ανθρώπων.
Ο Θεός δεν σκοτώνεται. Δεν είναι άνθρωπος, μήτε στοιχείο της φύσης που εμπίπτει στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου. Ο Θεός δεν κινδυνεύει. Ο άνθρωπος κινδυνεύει. Και δεν κινδυνεύει ο Θεός, γιατί εκείνος που έχει το ελεύθερο να στρέφει την υπαρξιακή του ολότητα, αυτή του την οντολογική περατότητα προς τον Θεό ή μη, είναι ο άνθρωπος. Εκείνος καλείται να επιλέξει αν θα ενσωματώσει στη φύση του τον κίνδυνο της απώλειας ή της συνάντησης, δηλαδή της κοινωνίας με τον Θεό. Ο Θεός τον έπλασε ελεύθερο. Κι όσο κι αυτό ακούγεται ευλογία, διαπιστώνω πως αποτελεί και «κατάρα». Αποτελεί με άλλα λόγια τη δυνατότητα να στρέψει το νου του, την ύπαρξη του σε μία σχέση με τον Θεό ή σε μία απουσία σχέσης με τον Θεό. Άρα ο κίνδυνος αφανισμού, έρχεται μέσα από την αυτεξουσιότητα και τρεπτότητα που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Ο κίνδυνος, ως κατάσταση, τότε αφορά τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν έχει την ανάγκη της επιλογής Του προς το αγαθό ή μη, αφού ο ίδιος είναι το ίδιο το αγαθό. Ο κίνδυνος λοιπόν, ως υπαρξιακή κατάσταση έλλειψης, προκαλείται από την ελευθερία και τις επιλογές του ανθρώπου.
Ο Θεός σκοτώνεται, όταν ο άνθρωπος αφαιρεί από τον εαυτό του το δικαίωμα δημιουργίας σχέσεως με τον Θεό. Επομένως, ο άνθρωπος επιλέγει και ο ίδιος πάλι απολαμβάνει τις επιλογές του. Ο Θεός σκοτώνεται από τους κληρικούς, οι οποίοι ακολούθησαν την ιεροσύνη από ανάγκη και όχι από αγάπη, από κληρικούς που πασχίζουν να αποκτήσουν υψηλές θέσεις και πατάνε σε άλλους προκειμένου να πετύχουν τον πάσχοντα στόχο τους, από κληρικούς, που εργάζονται προς δόξα δική τους, επουδενί προς δόξα του Θεού, από κληρικούς που κινούνται ωφελιμιστικά προς το πρόσωπο του Επισκόπου τους, από κληρικούς που αρνούνται να μνημονεύσουν τον Επίσκοπο τους, θέτοντας τον εαυτό τους αυτόματα εκτός Εκκλησίας, από τους γέροντες που έχουν ανάγει τον εαυτό τους σε αυθεντία, καταργώντας αρκετές φορές την ελευθερία του ανθρώπου (γεροντισμός).
Ο Θεός σκοτώνεται από εκείνους που νηστεύουν από τροφές αλλά κατακρίνουν τον άλλον, από εκείνους που πέφτουν με εδαφιαίες μετάνοιες στους ιερούς ναούς και αγνοούν προκλητικά τον πάσχοντα άνθρωπο, από όσους εμμένουν στο γράμμα του νόμου, αδιαφορώντας για το πνεύμα που ελευθερώνει, από εκείνους που προβάλλονται ως άνθρωποι της «εκκλησίας» και ταυτόχρονα πληγώνουν, στεναχωρούν τον άλλον και εκδηλώνουν ανερυθρίαστα την εμπάθεια τους απέναντι του, όσους εξορκίζουν κάθε τα που τους σκανδαλίζει, αρεσκόμενοι την ίδια στιγμή να ερωτοτροπούν με αυτό που εξορκίζουν. Ο Θεός σκοτώνεται από εκείνους που πασχίζουν να αποκαθηλώσουν τις εικόνες από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, από εκείνους που προσβάλλουν το ελεύθερο δικαίωμα της θρησκευτικής έκφρασης και σταλινικά εμπαίζουν όσους φοράνε σταυρό και θρησκεύουν, από εκείνους που έχουν ως σχέδιο να εξοντώσουν το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών.
Όταν λέγεται πως ο Θεός σκοτώνεται από τον άνθρωπο, εννοείται με τούτη τη φράση πως έχουμε μία λανθασμένη αντίληψη περί Θεού. Αυτή την αντίληψη είχαν σύμφωνα με την παραβολή οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ, οι οποίοι ποτέ τους δεν πίστεψαν, αλλά και εξακολουθούν να μην πιστεύουν στον Μεσσία που γεννήθηκε. Η θεοκτονία συντελείται όταν ο άνθρωπος την επιλέγει. Η επιλογή όμως αυτή, προσδιορίζει τον ίδιο τον άνθρωπο, καθώς ο ίδιος αρνείται τον Θεό από τη ζωή του. Ο Θεός δεν αρνείται κανέναν. Έτσι χωρίς ιδιώματα ανθρωπολογικά, πάντοτε αναμένει έως εσχάτων τη μετάνοια του ανθρώπου και τη δημιουργία σχέσεως μαζί του, όσες φορές κι αν Τον σκοτώσει ο άνθρωπος. Αυτό μοιάζει παράλογο. Ποιος είπε όμως ότι το υπέρλογο είναι παράλογο;
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος