Στο ευαγγέλιο που θα διαβαστεί την Κυριακή στους ναούς, περιγράφεται ένα περιστατικό σύμφωνα με το οποίο, ο Χριστός δίδαξε πάνω στο πλοίο του Σίμωνα (Πέτρου) τα πλήθη του λαού και έκανε ένα θαύμα (Λουκ. 5, 1 -11). Ο Πέτρος μόλις κατάλαβε ότι ήταν ο Χριστός, Του είπε «Κύριε, βγες από το πλοίο μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να βρίσκομαι τόσο κοντά σου» (Λουκ. 5, 8). Και ο Χριστός, του απάντησε: «Μη φοβάσαι• από τώρα θα πιάνεις με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγείς στη βασιλεία των ουρανών» (Λουκ. 5, 10).
Ο Πέτρος, τη στιγμή που αντιλήφθηκε ότι ο Χριστός ήταν Εκείνος που μίλησε στα πλήθη, αισθάνεται την αδυναμία του. Θεωρεί ότι δεν είναι ικανός να στέκεται δίπλα στον Χριστό. Κι αυτό, διότι έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητας του. Είχε εμφανή την αίσθηση της αναξιότητας του. Κι αυτή η συναίσθηση, μα και συνάμα ομολογία του, δεν αποτελεί ένα σχήμα ψεύτικης ταπείνωσης, μία υποκριτική ευσέβεια, αλλά την πλέον συνειδητή, οντολογικά, ένδεια της υπαρξιακής του ολότητας απέναντι στον Χριστό. Η ανθρώπινη του φύση, στέκεται ανήμπορη δίπλα στον Χριστό γιατί αναγνωρίζει τις αστοχίες της. Δεν θεωρεί ότι η αμαρτωλότητα, του επιτρέπει να στέκεται δίπλα του.
Ο άνθρωπος αμαρτάνει. Αστοχεί ενώπιον του Θεού, των συνανθρώπων του, αλλά κι ενώπιον του εαυτού του. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αμαρτάνει, που να μην κάνει λάθη, που να μην πληγώνει τον άλλον, που να μην τον στεναχωρεί. Η εμμονή όμως στα προηγούμενα, δείχνει πως ο άνθρωπος δεν μετανοεί. Όταν κάποιος εμμένει να πληγώνει, να εκδικείται, να κατακρίνει, τότε αυτή η εμμονή καταντά ισχυρό ψυχοφθόρο πάθος. Είναι κατανοητό να πέφτει ο άνθρωπος. Ευλογημένο όμως είναι να σηκώνεται. Και δεν είναι εύκολο πάντα. Θέλει κόπο, αγώνα, πίστη ότι ο Χριστός χαριτώνει και μεταμορφώνει την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση∙ ότι ενεργεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος και αγιάζει τον όλο άνθρωπο.
Όμως αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Ο άνθρωπος αρέσκεται να ερωτοτροπεί με την αφάνεια στην οποία απειλείται να βρεθεί. Μισεί, εχθρεύεται, κακολογεί, συκοφαντεί, κατακρίνει, καταδικάζει. Φέρεται με εμπάθεια, ζήλεια, κακότητα, μικροψυχία στον άλλον. Επιμένει να τον προσβάλλει, να τον μειώνει, να τον εκδικείται. Η ψυχή του φθείρεται και το σώμα του φέρεται ανάλογα με το πώς φέρεται η ψυχή. Και φυσικά, τέτοιες συμπεριφορές, που χαρακτηρίζονται από την εμμονή στην αστοχία και την αμετανοησία, δείχνουν φυσιολογική ενέργεια για εκείνον που τις έχει. Μπορεί να αδικείς και να πιστεύεις ότι αδικείσαι. Μπορεί να γίνεσαι εμπαθής με τον άλλον και να νομίζεις ότι τον συμβουλεύεις κι από πάνω. Χάθηκε η αγάπη. Χάθηκε η διάκριση. Ο άνθρωπος της εμμονής στην πτώση, βύθισε τα πνευματικά αισθητήρια, τα πλάκωσε με την αίσθηση ότι πράττει ηθικά, ότι πράττει ορθόδοξα. Ο νους του ξέφυγε. Νομίζει ότι είναι ευσεβής, αλλά γίνεται ευσεβιστής. Πείθει εαυτόν ότι διακατέχεται από ορθόδοξο ήθος αλλά πέφτει στον ηθικισμό. Λάθη λοιπόν, αμαρτίες, όλοι οι άνθρωποι κάνουμε. Για κάποιους λόγους, δυστυχώς φερόμαστε άσχημα πολλές φορές και με κακότητα. Το να σηκώνεσαι και να μετανοείς είναι ευλογία. Το να εμμένεις στην πτώση, αυτό είναι καταδίκη. Και ο χρόνος μόνο, αυτό το συναρπαστικό διάβα των καιρικών στιγμών, δείχνει αν ο καθένας μετανοεί και να οντολογικά έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητας του.
Ο Χριστός καλεί τον Πέτρο να κηρύξει το ευαγγέλιο στους ανθρώπους και να τους οδηγήσει στη Βασιλεία των Ουρανών. Είναι πλέον εμφανές αλλά και αλήθεια, πως το κήρυγμα στη σημερινή εποχή, εκτός βέβαια ορισμένων περιπτώσεων, πάσχει. Ο λόγος έγινε φτωχός σε βιώματα, εμπειρίες, έκφραση και δομή. Σε αρκετές των περιπτώσεων, χαρακτηρίζεται από στόμφο, βαττολογία, ξύλινο λόγο, ωραιοπαθείς εκφράσεις, κούνημα των χεριών για εντυπωσιασμούς, κούνημα του δαχτύλου, ανούσιο λόγο, κανόνες ηθικής δεοντολογίας, τρομολαγνεία προς τους πιστούς. Έχει καταντήσει να μοιάζει με προσωπική επιδίωξη, αυτοδικαίωση, εξιλέωση του εαυτού μου απέναντι στους άλλους, παρά με συνάντηση στο πρόσωπο του Χριστού.
Απουσιάζει, και θέλω να το φωνάξω πολύ δυνατά, ο ευαγγελικός, πατερικός και υμνολογικός λόγος. Μα περισσότερο το βίωμα των λόγων. Δεν είναι το ζητούμενο να κατέχει κάποιος το χάρισμα της τέχνης της ρητορικής. Αυτά είναι χαρίσματα και ο Θεός τα παρέχει. Ούτε είναι ζητούμενο η απαρίθμηση ατελείωτων πατερικών περικοπών, αλλά εύστοχων. Δεν είναι λίγες οι φορές, που το κήρυγμα αναλώνεται σε προσωπικές εκτιμήσεις, χωρίς να περιέχει αναφορά στον ευαγγελικό, πατερικό και υμνογραφικό λόγο. Ακούγονται κηρύγματα και δεν αναφέρονται μέσα οι λόγοι του Χριστού, όπως τους κατέγραψαν οι ευαγγελιστές. Ακούγονται κηρύγματα, από τα οποία απουσιάζει παντελώς ο πατερικός λόγος, αυτός πλούτος σοφίας, ο ατέλειωτος, ψυχωφέλιμος και μελιτώδης λόγος των Πατέρων. Απουσιάζει δε και ο υμνολογικός πλούτος, ο οποίος παρέχει πληθώρα θεμάτων προς ανάπτυξη.
Το «φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα» δεν έχει να κάνει με το μορφωτικό επίπεδο, με τα πτυχία, με την ικανότητα της ρητορικής. Πρωτίστως αποτελεί βίωμα. Και το βίωμα έρχεται μέσα από την πίστη και την αγάπη. Κι εδώ, θέλω να σημειώσω κάτι πολύ σημαντικό για τη σύγχρονη εποχή μας. Ο κηρυκτικός λόγος οφείλει να είναι υποψιασμένος λόγος. Να γνωρίζει την εποχή του, όπως οι Πατέρες γνώριζαν την εποχή τους και χρησιμοποιούσαν τα μέσα της, αλλά και τα μέσα άλλων εποχών. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, επηρεάστηκε από τον κυνικό και στωικό λόγο. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει στον Σταγείριο λέγοντας του «Ἀττικός σύ τήν παίδευσιν; Ἀττικοί καί ἡμεῖς». Ο λόγος του Γρηγορίου Νύσσης γίνεται αριστοτελικώς, πλατωνικός, στωικός. Ο λόγος του κηρύγματος δεν έχει ως σκοπό να ενθουσιάσει, να ξεσηκώσει, αλλά να αγιάσει μεταμορφωτικά τον άνθρωπο. Να τον σηκώσει από τις πτώσεις του, να του δείξει το άπειρο και αμέτρητο έλεος του Θεού και να τον σώσει.
Ο Θεός γνωρίζει ποιους θα επιλέξει και πότε. Ένας αμαρτωλός από αυτούς, ήταν και ο Πέτρος. Ακολούθησαν κι άλλοι. Η πόρνη, ο Ζακχαίος, ο ληστής, ο Σαούλ. Όλοι τους ήταν τσαλακωμένοι άνθρωποι. Κάτι βρήκε προφανώς στο χαρακτήρα τους και τους ανέδειξε. Το σίγουρο είναι, πως αυτοί οι αμαρτωλοί και τσαλακωμένοι, έγιναν οι φίλοι του Νυμφίου. Σίγουρα, με ένα γνήσιο και ανόθευτο φρόνημα, που υπενθυμίζει πως το εκκλησιαστικό γεγονός βιώνεται εμπειρικά και μυστηριακά μέσα στην εκκλησία, ως ξένο προς κάθε υποκριτική μεταμφίεση. Και φυσικά, άγνωστο προς κάθε προσπάθεια ψυχολογικοποίησης του, αλλά και θρησκειοποίησης ενός ανέραστου συμβάντος που δεν ελκύει τον Χριστό, Τον οποίο η εμμονή στην αμαρτία και το βερμπαλιστικό κήρυγμα, θα Τον βλέπει πάντα ανέραστο.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
(iraklisf@theo.auth.gr)