Ο παραπάνω τίτλος διακρίνεται για την αγωνία του. Αυτό το συναίσθημα, ως επίμονη σκέψη έχει την δυσάρεστη ευκολία να γεννά το φόβο. Φόβο όμως για ποιο λόγο; Μήπως δεν γεννηθεί φέτος ο Χριστός; Τί είναι εκείνο που γεννά αυτόν τον φόβο; Μία φορά γεννήθηκε ο Χριστός; Γεννιέται κάθε Χριστούγεννα; Μήπως πλέον κάτι τρομάζει και αποτρέπει τη σάρκωση του Λόγου;
Πέρυσι, φέτος, του χρόνου. Αυτός ο χρόνος σου δημιουργεί την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Προσπάθησαν, και ομολογώ πως υπήρξαν σοβαρές προτάσεις, να τον δαμάσουν εννοιολογικά, φιλόσοφοι και Πατέρες της εκκλησίας. Για τον Πλάτωνα χρόνος είναι η κινητή εικόνα της ακινήτου αιωνιότητας, για τον Αριστοτέλη χρόνος είναι «ἀριθμός κινήσεως κατά τό πρότερον καί τό ὕστερον», για τον Πλωτίνο ο χρόνος σχετίζεται μόνο με τον κόσμο των ανθρώπων και είναι μέρος της Ψυχής, ενώ την ίδια στιγμή τον διαχωρίζει από την αιωνιότητα (μας θυμίζει Γρηγόριο Θεολόγο). Έρχονται και οι Καππαδόκες Πατέρες που επηρεάστηκαν στο ζήτημα του χρόνου από τη πλατωνική, αριστοτελική και νεοπλατωνική φιλοσοφία, δίνοντας όμως νέο περιεχόμενο στην έννοια του χρόνου. Ενδεικτικά, για τον Μ. Βασίλειο ο χρόνος έχει την αρχή του στη σύσταση του κόσμου και είναι αναπόσπαστος από την κίνηση στον χώρο, με τον οποίο όμως δεν ταυτίζεται.
Γιατί όμως αυτό το φέτος να κρύβει ακόμη την αγωνία του; Μήπως συνέβη κάτι και ο Θεός κρύβεται; Μήπως ο άνθρωπος εξόργισε για άλλη μία φορά τον Θεό, άρα μαζί με Εκείνον, την αγάπη, την πίστη, την ελπίδα; Εξοργίζεται όμως ο Θεός; Μήπως Τον εξόρισε; Πολύ φοβάμαι, πως κάτι εμποδίζει τον Θεό να σαρκωθεί. Όμως, αυτή η πρωτοβουλία της σάρκωσης ανήκει στον Θεό! Δεν είναι στο χέρι του ανθρώπου. Και σημειώνω, απαραιτήτως για την πορεία των πραγμάτων, πως παρά την ασχήμια του κόσμου, ο Θεός σαρκώνεται και «σήμερον». Αυτό το «σήμερον» θα έλεγα πως εκφράζει τη λειτουργική εκστατικότητα ενός μυστηρίου, το οποίο στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωής, ήτοι των ιερών μυστηρίων, αποκαλύπτεται.
Θαυμάσιος όρος! Αποκάλυψη. Δεν είναι και λίγο να σου αποκαλύπτεται ο άσαρκος, ακατάληπτος και αχώρητος Θεός. Και να σου αποκαλύπτεται, κι εδώ είναι η ομορφιά των πραγμάτων, «σήμερον». Ο Θεός συναντιέται με τον άνθρωπο «σήμερον». Αυτό πραγματώνεται μέσα στην εκκλησία, όπου η εκφραστική ωραιότητα των μυστηρίων θεώνει χαρισματικά τον άνθρωπο. Ο Θεός έρχεται σε συνάντηση με τον άνθρωπο. Γεννιέται. Του αποκαλύπτεται. Ο άνθρωπος ξεκινά την ψηλάφηση, την επαφή για πρώτη φορά με ότι δεν είχε την ευκαιρία να δει ως σαρκωμένο πρόσωπο. Έτσι λοιπόν, «ἡ Παρθένος σήμερον, τόν ὑπερούσιον τίκτει», «σήμερον ὁρᾶται σαρκί, ὁ φύσει ἀόρατος, διά τόν ἄνθρωπον», «σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται, καί ὁ Λόγος σαρκοῦται».
Ο χρόνος πραγματώνεται στο χώρο. Πρόκειται ακριβώς για μία σχεσιακή κατάσταση οντολογικής εμβάθυνσης, η οποία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά διακονεί το μυστήριο της θείας Ενανθρώπησης. Στο λειτουργικό «σήμερον» της εκκλησιαστικής ζωής, ο άνθρωπος έχει κάθε φορά τη δυνατότητα να συναντηθεί με τον Θεό. Ο χρόνος στη ζωή της εκκλησίας, το χθες, το σήμερα, το αύριο, δεν είναι ξένα μεταξύ τους, αλλά βρίσκονται σε μία άρρηκτη λειτουργική σχέση, θυμίζοντας μας τον λόγο του Μαξίμου Ομολογητού για το τρίπτυχο «σκιά –εικόνα-αλήθεια», καθώς «σκιά τά τῆς Παλαιᾶς, εἰκών τά τῆς Νέας Διαθήκης, ἀλήθεια δέ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». Ο χρόνος στη ζωή της εκκλησίας, δεν εγκλωβίζεται σε μεταφυσικά αδιέξοδα, δεν εξαρτάται από τον κάθε σημαίνοντα καιρό, αλλά υπό το φως της θείας αποκάλυψης διακονεί το μυστήριο της σάρκωσης στην αλήθεια των μελλόντων. Κι αυτό, τιθασεύοντας την αλαζονεία της στατικής έκφρασης των γεγονότων ενώπιον της μεταμορφωτικής έλξης του χωροχρόνου από την θεία χάρη.
Ο Χριστός γεννήθηκε. Δεν είναι παίξε γέλασε. Γεννιέται «σήμερον». Ανάμεσα στην οδύνη του θανάτου, στην ηδονή της κακότητας, στο εύθραυστο της ευτυχίας που πηγάζει από τον πλούτο και τη δόξα. Ο Χριστός δεν κρύβεται επειδή φοβάται τον θάνατο που δείχνει να κυριαρχεί. Δεν δειλιάζει μπροστά στην άρνηση και στην καχυποψία του ανθρώπου πως δεν υπάρχει ο Ίδιος. Δεν καθυστερεί το σχέδιο της σωτηρίας επειδή ο άνθρωπος αστοχεί. Γεννιέται και φέτος παρά την υποκρισία, την εμπάθεια, την αμετροέπεια, την κακότητα, τη ζήλεια, το φθόνο, τη μνησικακία, τον ναρκισσισμό, τον συγκεντρωτισμό, την αδιακρισία. Είναι όμως η στιγμή που το ερώτημα πλέον μετατοπίζεται. Ο άνθρωπος θέλει να αναγεννηθεί;
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος