Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Η κρίση μπορεί να παρουσιάζεται με τη μορφή φυσικού φαινομένου, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα εργαλείο για μια τεράστια και απότομη αναδιανομή του πλούτου. Στον σύνθετο καπιταλιστικό κόσμο που ζούμε, τα οικονομικά μεγέθη έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και η πολυπλοκότητα των φαινομένων είναι τέτοια που η πλειονότητα των παικτών σε όλα τα επίπεδα (πολίτες, επιχειρήσεις, κράτη) αδυνατεί ή δυσκολεύεται να κατανοήσει τη φύση της κρίσης, ενώ ελάχιστοι μπορούν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία.
Ορισμένοι βλέπουν ακόμη και την καταστροφή με σχετικούς όρους και υπολογίζουν ότι εάν η ζημιά που θα πάθουν είναι μικρότερη από του ανταγωνιστή τους, στο τέλος του κύκλου θα βρεθούν σε σχετικά ισχυρότερη θέση. Κάποιες δυνάμεις στις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα, βλέπουν μια ευκαιρία να ενισχυθεί η θέση της χώρας τους έναντι των άλλων. Άλλοι διαβλέπουν ευκαιρίες να αποκτήσουν πόρους (επιχειρήσεις, εκτάσεις και εξουσία) σε τιμές ευκαιρίας. Η Ευρώπη μεταβάλλεται και θεσμικά σε ένωση δύο ταχυτήτων και, βέβαια, μόνο οι ισχυροί έχουν εισιτήριο για την πρώτη θέση. Στη μάχη μεταξύ πιστωτών και οφειλετών την ισχύ έχουν οι πιστωτές.
Στην Ελλάδα η ζημία από την κρίση δεν είναι πλέον μόνο οικονομική. Συντελείται μια βαθιά, δομική αλλαγή στα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης. Υπό την πίεση της δημοσιονομικής προσαρμογής αρχίζουν και ξηλώνονται τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους και κατακτήσεις όπως η δωρεάν Παιδεία και η Υγεία, που βρίσκουν τις ρίζες τους στην ίδια την αστική δημοκρατία, η οποία ξεκίνησε με τη Γαλλική Επανάσταση.
Η Ελλάδα για παράδειγμα, ποτέ δεν ήταν μια πλούσια χώρα, αλλά υπήρχε ένα -έστω ατελές και με πολλά προβλήματα- σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο που εξασφάλιζε ότι ακόμα και ένα φτωχό παιδί μπορούσε να αποκτήσει όποιο πτυχίο ήθελε, εφόσον επιτύγχανε στις εξετάσεις. Το σύστημα στρεβλώθηκε τα τελευταία χρόνια με δαπανηρά φροντιστήρια, ενώ σήμερα η κατάσταση επιδεινώνεται. Μπορεί, βέβαια, ένα πτυχίο να μην εξασφαλίζει εργασία, αλλά η ουσία είναι ότι η Παιδεία αποτελεί την πιο αποδοτική επένδυση για μια χώρα. Ο Έλληνας πάντα επένδυε στην εκπαίδευση των παιδιών του. Μπορεί, πράγματι, οι γνωστές παθογένειες των ελληνικών σχολείων και πανεπιστημίων να αποτελούν στρεβλώσεις και παραφωνίες για μια ευρωπαϊκή χώρα και πολλά πρέπει να αλλάξουν. Η λύση που θα δοθεί στο πρόβλημα, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει την καταστροφή μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι ένα τίμημα που η Ελλάδα δεν αντέχει.
Βέβαια, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι εύκολο να ασκήσει κανείς πολιτική έτσι απλά. Υπάρχουν 27 χώρες μέλη, ένας μεγάλος μηχανισμός στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο και στη Φρανκφούρτη. Ο παλιός διαχωρισμός Αριστεράς-Δεξιάς δεν είναι τόσο ξεκάθαρο τι σημαίνει εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, αυτοί που λένε ότι είναι στην Αριστερά στη Βρετανία είναι στην ουσία πιο δεξιοί, κάποιοι που υποτίθεται ότι είναι στη Δεξιά στη Γαλλία είναι πιο αριστεροί. Οι πολιτικές προτάσεις είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Με όρους ιστορικής και πολιτικής επιστήμης είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε τον διαχωρισμό σε αυτές τις δύο μεγάλες κατηγορίες, γιατί ο πολιτικός λόγος διαφέρει από χώρα σε χώρα. Εξάλλου, η πραγματική μηχανή της χάραξης της πολιτικής της ΕΕ δεν είναι πολιτική με όρους Αριστεράς-Δεξιάς. Το πρόβλημα είναι πώς να διαπραγματευτούν μαζί όλες οι χώρες και να καταλήξουν σε σαφείς αποφάσεις για τις οποίες μπορούν να δεσμευτούν. Μετά θα πρέπει να σκεφτούν οι κυβερνήσεις, εντός αυτού του πλαισίου, τι μπορούν να κάνουν.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να είσαι στην κυβέρνηση και του να είσαι στην αντιπολίτευση, και το πρόβλημα είναι το ίδιο και για την Αριστερά και για τη Δεξιά. Σε πολλές χώρες οι πολιτικές θέσεις ενός κόμματος αλλάζουν όταν έρθει στα πράγματα, δηλαδή στην κυβέρνηση. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί τα κόμματα της Αριστεράς δυσκολεύονται να παραμείνουν πιστά στις θέσεις τους όταν έρχονται στην κυβέρνηση και μετακινούνται προς τα δεξιά. Ένας από τους λόγους είναι ότι το σύστημα, όπως είναι δομημένο, εξαναγκάζει ακόμη και αυτούς που πριν πίστευαν ότι μπορούν να αλλάξουν κάτι, να ξεχνούν για ποιο λόγο εκλέχτηκαν. Αλλά αυτό είναι κλασικό πρόβλημα της πολιτικής κοινωνιολογίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Το επόμενο στάδιο, κατά την εκτίμηση πολλών ειδικών, είναι μια ακόμη πιο «απολυταρχική» ένωση με μεγαλύτερες εξουσίες στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη, εκεί όπου παίρνονται όλες οι αποφάσεις. Ήδη αυτό, κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει. Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε επίτροπο επικεφαλής μιας «Ομάδας Δράσης» που εγκρίνει ή απορρίπτει αποφάσεις της κυβέρνησης. Αυτός, βέβαια, δεν ήρθε από το πουθενά. Αν βρίσκεται εδώ -και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό-, είναι γιατί πήρε την εντολή να βρίσκεται εδώ από ένα σύστημα που λαμβάνει αποφάσεις. Που σημαίνει ότι όλες οι χώρες μέλη συμφωνούν, που σημαίνει ότι το Ευρωκοινοβούλιο δεν διαφώνησε στην τοποθέτησή του. Όλοι συμφώνησαν. Δεν υπάρχει ένα αυταρχικό καθεστώς πίσω από αυτό.
Υπάρχει ένας διαχειριστής απεσταλμένος από μια πολιτική αρχή που απαρτίζεται από τα κράτη μέλη, οι κυβερνήσεις των οποίων είναι δημοκρατικά εκλεγμένες, που έχει επίσης εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει εγκριθεί με τη σειρά της από το Ευρωκοινοβούλιο, του οποίου όλα τα μέλη είναι δημοκρατικά εκλεγμένα. Όλοι είναι λοιπόν δημοκρατικά εκλεγμένοι. Εξάλλου, η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν ήρθε από το πουθενά. Ψηφίστηκε από όλα τα κοινοβούλια, τα οποία είναι δημοκρατικά εκλεγμένα.
Υπάρχουν δηλαδή στην ουσία δύο πολιτικές σφαίρες, αν μπορούμε να τις αποκαλούμε έτσι: η σφαίρα των εθνικών κυβερνήσεων και η σφαίρα των «ευρωκρατών». Αυτό που αποκαλείται «ευρωκρατία» είναι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις δρουν και σκέφτονται σαν να μην υπάρχει η ευρωπαϊκή σφαίρα. Μιλάνε, υπόσχονται, παντού, σε κάθε χώρα. Φυσικά ο λαός πιστεύει τις εθνικές πολιτικές ελίτ, πιστεύει ότι θα αλλάξουν τον κόσμο. Όμως εδώ και τριάντα χρόνια ξέρουμε ότι η ευρωπαϊκή σφαίρα υπάρχει ως πολιτική εξουσία. Έτσι βλέπουμε τους πολιτικούς να χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα όταν μιλούν στη χώρα τους και διαφορετική όταν διαπραγματεύονται όλοι μαζί. Είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν συχνά όλα τα κόμματα, τα οποία, προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία ή να κερδίσουν την εξουσία, πηγαίνουν πολύ μακριά όσον αφορά τις υποσχέσεις τους. Άρα λοιπόν το πρόβλημα δεν είναι η ευρωπαϊκή σφαίρα από μόνη της, αλλά η συμπεριφορά των πολιτικών.
Από την άλλη μεριά, η Ευρώπη γίνεται πιο φτωχή και η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Το 35% των Ελλήνων είναι κατά του ευρώ και σε μερικούς μήνες θα είναι μεγαλύτερο αυτό το ποσοστό. Σχεδόν οι μισοί Έλληνες μισούν αυτή την Ευρώπη. Αυτό ισχύει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα. Και αυτό είναι ευθύνη των πολιτικών. Γιατί δεν είναι η Ευρώπη που επιβάλει αυτή την πολιτική… Είναι αυτοί οι ίδιοι. Όλοι μαζί. Και γι’ αυτό είναι δική τους ευθύνη, διότι δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών σφαιρών, του εθνικού και του ευρωπαϊκού. Έρχονται οι κυβερνήσεις και λένε στον κόσμο «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, η Ευρώπη το επιβάλλει», ο κόσμος τους πιστεύει, και το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιγράφεται πιο πάνω.
Αν όμως φτάσουμε σε ένα σημείο οι Ευρωπαίοι να μισούν την ΕΕ, αργά ή γρήγορα είναι πιθανόν να καταρρεύσει αυτό το οικοδόμημα. Κατά βάση βέβαια, δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει. Όπως πριν από χρόνια κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η κατάσταση σήμερα θα ήταν έτσι όπως είναι, έτσι και σήμερα κανένας ίσως δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές για το τι διακυβεύεται για τους λαούς τους και για τις συνθήκες της ζωής τους. Αυτό θα πρέπει να είναι και το ζητούμενο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ευρωπαίων ηγετών. Είναι η προσωπική μου αίσθηση ότι η ανάλυση και η καλύτερη κατανόηση του όρου «ευρωκρατία» μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα.