Γνωρίζω πως ο παραπάνω λόγος δείχνει κυνικός. Είναι ένας λόγος που ομολογεί τον θάνατο του Θεού. Σκοτώνεται ο Θεός; Αυτό είναι ύβρις, θα πει κάποιος. Τί κρύβει η ομολογία αυτή που εξαγγέλλει τον θάνατο του Θεού; Και ποιοι είναι εκείνοι που σκότωσαν τον Θεό; Αυτό το «εμείς» με βάζει σε υποψίες. Προφανώς, ο θάνατος του Θεού, αποτελεί ένα έγκλημα, τους υπεύθυνους του οποίου γνωρίζει αυτός που κάνει την εξαγγελία, και ίσως κι αυτός να αποτελεί, μέρος της πιο ανίερης δολοφονίας που συντελέστηκε ή που συντελείται ακόμη στην ιστορία.
Τον θάνατο του Θεού τον εξήγγειλε ο Nietzsche, νωρίτερα ο Hegel και μετά από τον Nietzsche, ο Sartre. Μας είναι πιο γνωστός ο θάνατος του Θεού στον Nietzsche. Αξίζει, όμως, να δούμε πως περιγράφει τη θεοκτονία αυτή, ο τελευταίος, στη «Χαρούμενη Γνώση»: «Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα: ‘’Γυρεύω τον Θεό! Γυρεύω τον Θεό!’’- Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μήπως μας φοβάται;… Τέτοια έλεγαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. ‘’Πού είναι ο Θεός;» φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε ! Πως να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ότι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος – ποιός θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας πλύνει; Ποιούς εξιλασμούς, ποιά ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε;’’».
Ο θάνατος του Θεού στον Nietzsche και στον Hegel, έχει ένα κοινό. Ο Nietzsche αναφέρεται στη δυτική θεολογία και στη δυτική εκκλησία, η οποία προσπάθησε να ερμηνεύσει τον Θεό με τη λογική, απέτυχε στην προσπάθεια της αυτή, κι έτσι ο Θεός κατάντησε ιδέα. Ο π. Παντελεήμων Μανουσάκης, σε συνέντευξη μας στην Πεμπτουσία, είχε πει σχετικά: «Τον θεό τον οποίο ο Νίτσε καταδεικνύει ως πεθαμένο, δεν είναι ο Θεός του Αβραάμ, και του Ισαάκ, και του Ιακώβ, ‘’οὐκ ἔστιν ὁ Θεός Θεός νεκρῶν, ἀλλά ζώντων’’ (Μθ. 22:32), αλλά ο Θεός των φιλοσόφων, ένα εννοιολογικό είδωλο, εξ’ υπαρχής άψυχο». Η λέξη – κλειδί είναι η λέξη «ιδέα». Από τη στιγμή που ο Θεός γίνεται ιδέα, δεν είναι Θεός. Από την άλλη, ο Hegel θα πει πως ο Θεός της σχολαστικής Δογματικής είναι οριστικά νεκρός.
Τί συμβαίνει, λοιπόν, με τη Δύση; Η δυτική σκέψη, τόσο η φιλοσοφική, όσο και η θεολογική, ξεκίνησε από διαφορετικές αφετηρίες, προκειμένου να προσεγγίσουν το μυστήριο του Θεού, τον Ίδιο τον Θεό. Οι προϋποθέσεις τους ήταν αμιγώς φιλοσοφικές, βασισμένες πάνω σε στοχασμούς και σχήματα φιλοσοφικά, που προέρχονταν από την ελληνική φιλοσοφία. Είτε λοιπόν, διαβάσει κάποιος το οντολογικό επιχείρημα του Άνσελμου, είτε διαβάσει το τρίτο επιχείρημα (οντολογικό) του Descartes, θα διαπιστώσει πως ο Θεός προσεγγίζεται με τρόπο μη αποφατικό, δηλαδή με τρόπο, ο οποίος θεμελιώνεται στη λογική (ντετερμινισμός). Σύμφωνα με τον Descartes, είμαστε ατελείς αλλά μέσα μας υπάρχει η ιδέα ενός τέλειου όντος (Θεός). Η ιδέα αυτή, δεν μπορεί να προέρχεται, όμως, από την ατέλεια μας που δεν μπορεί να συλλάβει το ύψιστο, άρα μας την έχει εμφυσήσει ο Θεός. Επομένως, ο Θεός υπάρχει. Αν και η Θεολογική Σχολή του Παρισίου είδε με καχυποψία το έργο του «Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας», εντούτοις η ίδια η θεολογία της Δύσης είναι εκείνη που μετέτρεψε τον Θεό σε ιδέα.
Η δυτική αντίληψη είναι η αποθέωση της λογικής. Αυτό, το πολέμησαν με σθένος ο Nietzsche και ο Kant. Γι’ αυτό ο Nietzsche έλεγε «δική μου δουλειά είναι κυρίως το γκρέμισμα των ειδώλων». Και γι’ αυτό μίλησε για τον θάνατο του Θεού. Στα έργα του, χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα κατά του χριστιανισμού. Όμως, ο χριστιανισμός του Nietzsche δεν είναι ο χριστιανισμός των Πατέρων της εκκλησίας, του Γρηγορίου Νύσσης, Μαξίμου Ομολογητού, Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Είναι ο χριστιανισμός του προτεσταντισμού, όπου ο Θεός δημιουργεί ενοχές στον άνθρωπο, τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την παρακοή, διδάσκει την αναγκαστικό θάνατο του Χριστού ως μέρος απόδοσης της δικαιοσύνης, η οποία εξαντλείται στη νομική της εκδοχή κ.ο.κ.
Αυτόν τον χριστιανισμό γνώρισε ο Nietzsche. Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε, με πατέρα πάστορα και παππού πάστορα. Όμως δεν ήθελε μία τέτοια θεολογία ο Nietzsche. Για τον ίδιο ο Θεός δεν ήταν ιδέα, κάτι που μπορούσε να ερμηνευτεί με τη χρήση της λογικής, που μπορούσε να ειδωλοποιηθεί. Προφανώς, ο Nietzsche αναζητούσε τον Θεό των Πατέρων της εκκλησίας της ορθόδοξης Ανατολής. Γι’ αυτό και έλεγε για τους ναούς των Δυτικών: «Τί άλλο λοιπόν είναι αυτές οι εκκλησίες, παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;». Φοβερός λόγος, λόγος γεμάτος αγωνία και πάθος για την αποκάλυψη του αληθινού Θεού, Τον οποίο η Δύση σκότωσε.
Η Δύση, γίνεται πλέον εμφανές, πως απείχε από την αποφατική προσέγγιση του Θεού. Κάτι τέτοιο, πραγματώθηκε επιτυχώς στην πατερική γραμματεία, κυρίως, των μυστικών Πατέρων, οι οποίοι έδωσαν στον Θεό το «ὑπέρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2, 9). Η αποφατική οδός απέφυγε να δώσει στον Θεό ανθρωπομορφικές εκφράσεις και να τον καταστήσει είδωλο. Ο Μάξιμος Ομολογητής θα αποδώσει στον Θεό το «μη είναι» και όχι το «είναι». Ο Ιωάννης Δαμασκηνός θα μιλήσει για αφαιρετικό λόγο (όπως και ο Μάξιμος) και θα σημειώσει πως «ἐπί Θεοῦ, τί ἐστίν, εἰπεῖν ἀδύνατον κατ᾿ οὐσίαν∙ οἰκειότερον δέ μᾶλλον ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως ποιεῖσθαι τόν λόγον».
Κάποτε, ο Heidegger αναφέρθηκε στο τελευταίο και σκληρότερο χτύπημα του Θεού, προφανώς έχοντας στο νου του τη Δύση. Έχω, όμως, την αίσθηση πως τον ίδιο λόγο θα απεύθυνε σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές συναντώνται μέσα στην εκκλησία της ορθόδοξης Ανατολής. «Το σκληρότερο χτύπημα εναντίον του Θεού… ήταν το γεγονός ότι ο υποχρεωτικά υπαρκτός Θεός υψώθηκε σε ανώτατη Αξία. Και το χτύπημα αυτό δεν προέρχεται από τους εκτός, αυτούς που δεν πιστεύουν στον Θεό, αλλά από τους πιστούς και τους θεολόγους των».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος