Η φράση αυτή αποτελεί δάνειο από την επιστολή του αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου προς τους Σμυρναίους. Έχοντας ισχυρή την αίσθηση, πολύ δε περισσότερο την πίστη, ομολογώ πως αποτελεί τη βάση για το ξεδίπλωμα όμορφων αληθειών, οι οποίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Επισκόπου.
Φυσικά, αφορμή των λόγων αυτών αποτελεί μία ξεχωριστή ημέρα για την τοπική μας εκκλησία, την ιστορική Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών, κατά την οποία εορτάζει ο Μητροπολίτης μας κ.κ. Χρυσόστομος. Είχαμε για πολλά χρόνια την ευλογία να απολαύσουμε τις μυσταγωγικές αγωνίες του πνευματικού μας Πατέρα κ.κ. Αλεξίου και δοξολογώντας τον άγιο Θεό, διατηρούμε και σήμερα αυτή την ευλογία της συνάντησης με τη σοφία του, που ευεργετεί τα πρόσωπα μας, κατευθύνοντας με αγάπη, πολύ αγωνία και ελεύθερα τις σκέψεις μας.
Συνεχίζουμε να έχουμε ως άξιο και συνειδητό συνεχιστή του επισκοπικού αξιώματος, στην Ιερά μας Μητρόπολη, τον Επίσκοπο κ.κ. Χρυσόστομο. Και ομολογώ πως ο όρος «επίσκοπος» με συναρπάζει και τον προτιμώ, καθώς συναντάται στον Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Ιωάννη Χρυσόστομο, Ιγνάτιο Θεοφόρο και σε άλλους πατέρες. Βέβαια δεν είναι μόνο αυτό. Ο όρος αυτός είναι και γίνεται οικείος, σκεφτόμενος το πρόσωπο του Επισκόπου μας κ.κ. Χρυσοστόμου.
Θα αποφύγω την έκθεση όμορφων και ελκυστικών επιθετικών προσδιορισμών, οι οποίοι ταιριάζουν με το πρόσωπο του Επισκόπου μας κ.κ. Χρυσοστόμου. Θα σταθώ σε ένα σημείο, το οποίο αντικατοπτρίζει τον ψυχικό κόσμο του. Στην καθαρή του ματιά. Μία ματιά, που δείχνει έναν άνθρωπο με αγάπη προς την εκκλησία και τον Χριστό. Επεκτείνοντας τη σκέψη μου, και εμμένοντας σε κάτι τέτοιο, η ματιά αυτή αγαπά και τον συνάνθρωπο, για τον οποίο συχνά ο Επίσκοπος μας αναφέρεται, καθώς ρίχνει όλο το βάρος του σύγχρονου ρόλου του κληρικού στην απροϋπόθετη διακονία προς τον συνάνθρωπο με κληρικούς που κρατάνε τις εκκλησίες ανοιχτές και βγαίνοντας από τις μεγάλες πόρτες, ξεβολεύοντας με τον τρόπο αυτό την απροσδιοριστία των επιλογών και το αδιάφορο των στάσεων. Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο Επίσκοπος μας θέλει τον κληρικό να βγαίνει μπροστά και να φωτίζει Χριστό με την παρουσία του στον ναό, όπου ο κάθε άνθρωπος τον αναζητά.
Κι αν ο Descartes διαλαλούσε παντού πως «σκέφτεται, άρα υπάρχει», η σκέψη της ορθόδοξης ανθρωπολογίας υπερβαίνει σχήματα και όρους, καθώς ο Επίσκοπος μας «διακονεί, άρα αγαπά». Ρίχνοντας όλο το βάρος στη διακονία, μεταξύ άλλων επιτυγχάνει δύο αξιόλογα πράγματα. Αφενός μεν να φέρνει την εκκλησία στον κόσμο, στις αγορές και στις πλατείες, αφετέρου δε να γίνεται ο ίδιος καλός ακροατής του άλλου. Γνωρίζοντας δε παράλληλα πως η αρχή και η τελείωση των πάντων βρίσκεται στο ιερό θυσιαστήριο.
Θέλω να το φωνάξω δυνατά και σε πείσμα των υποκριτικών, εγωπαθών και ύποπτων φωνών, πως ο Επίσκοπος που φέρει την αποστολική διαδοχή, στέκεται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Την εποχή αυτή, κατά την οποία ένα ελάχιστο μέρος φωνών του κλήρου αποστασιοποιείται από τον Επίσκοπο του, την εποχή αυτή όπου φωνές θεολόγων σηκώνουν τείχος στο επισκοπικό αξίωμα αμφισβητώντας τον Επίσκοπο τους, την εποχή αυτή όπου μέρος κληρικών έχει οδηγηθεί αυθαίρετα και αντικανονικά στη μη μνημόνευση του Επισκόπου, ερμηνεύοντας με δική τους πρωτοβουλία κανόνες Συνόδων και χωρίς να εμπιστεύονται την εκκλησία και τη συνοδικότητα της, ο Επίσκοπος βρίσκεται στο κέντρο της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτές οι φωνές θέτουν τον εαυτό τους εκτός εκκλησίας. Αυτή είναι η αλήθεια.
Ας μου επιτραπεί μία σημασιολογική αναφορά προς τη σημασία του επισκοπικού θεσμού. Γράφει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, στο «Ευχαριστίας Εξεμπλάριον» για το θέμα αυτό: «Η Ορθόδοξος Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων παραμένει πιστή στην αρχή αυτή και δεν μπορεί να αποστεί από αυτήν, αν θέλει να παραμείνει ορθόδοξος. Καταστρατηγήσεις της αρχής αυτής από όσους τελούν τη Θεία Ευχαριστία χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου ή το φοβερότερο, χωρίς το μνημόσυνο του ονόματος του Επισκόπου, όπως συμβαίνει με μερικούς λεγόμενους ζηλωτές στο Άγιον Όρος, με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται εφόσον ο τοπικός Επίσκοπος δεν επάμφθη ή αντικατεστήθη από άλλον, πάντοτε και μόνον υπό Επισκοπικής Συνόδου, γι’ αυτό και κάτι τέτοιο αποτελεί εκτροπή σοβαρότατη από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεγίστη αίρεση ἐν τῇ πράξει έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας υπέρ της Ορθοδοξίας».
Σεβασμιώτατε κ.κ. Χρυσόστομε, μαζί με την εορτή σας η τοπική μας εκκλησία χαίρεται και αναφωνεί το άξιος και για τον νέο της κληρικό, τον π. Βασίλειο, άνθρωπο ήσυχο και ταπεινό, στο βλέμμα, στις κινήσεις, στο λόγο. Η χειροτονία του σε πρεσβύτερο και η τοποθέτηση του στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Τρικάλων, σήμανε στις καρδιές μας μεγάλη χαρά και ελπίδα, αφού ο π. Βασίλειος θα σταθεί με αγάπη, υπομονή και σεβασμό στους πιστούς. Επίσης δε, χαιρόμαστε και για τον νέο αρχιδιάκονο, π. Παναγιώτη, ο οποίος παρά το γεγονός των περαιτέρω αξιόλογων σπουδών του στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., με βλέμμα ταπεινό και ήρεμο, μαρτυρεί πως ο σύγχρονος κληρικός που αγαπά την μελέτη των θείων γραμμάτων, μπορεί να συνδυάσει την αγάπη για τον Θεό με την θεολογική κατάρτιση και την πνευματική μόρφωση.
Χρόνια πολλά, καλά χρόνια, με χαρές και λιγότερες λύπες. Ως επισφράγισμα των σκέψεων αυτών, ας κλείσει με τον βαρυσήμαντο του λόγο ο άγιος Ιγνάτιος Θεοφόρος, ο οποίος γράφει για τον Επίσκοπο στην προς Σμυρναίους Επιστολή: «Όλοι να ακολουθείτε τον επίσκοπο, όπως ο Ιησούς Χριστός τον Πατέρα, και τους πρεσβύτερους όπως τους αποστόλους, ενώ τους διακόνους να τους σέβεστε σαν εντολοδόχους του θεού. Κανένας να μην κάνει τίποτε χωρίς τον επίσκοπο από αυτά που ανήκουν στην Εκκλησία. Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίον έχει δώσει την άδεια αυτός. Όπου εμφανίζεται ο επίσκοπος, εκεί να βρίσκεται το πλήθος, όπως ακριβώς όπου βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός, εκεί βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία… Είναι λοιπόν εύλογο να ανανήψουμε και, όσο ακόμη έχουμε καιρό, να μετανοήσουμε στον Θεό. Είναι καλό να αναγνωρίζουμε τον Θεό και τον επίσκοπο. Αυτός που τιμά τον επίσκοπο, τιμάται από τον Θεό, κι αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος