«Εάν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθήσει. Διότι όποιος θέλει να σώσει την ζωή του, αυτός θα την χάσει, εκείνος δε που θα χάσει την ζωή του εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώσει». (Μαρκ. 8, 34 – 36).
Διαβάζοντας κάποιος τα παραπάνω λόγια, του δημιουργείται ένα αίσθημα απαισιοδοξίας και απογοήτευσης. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως πλησιάζουν στη σκέψη του Σοπενχάουερ, αφού δείχνουν να κυριαρχεί η δυστυχία και οι συμφορές της ζωής. Από την άλλη, κάποιος άλλος σ’ αυτό το «αν κάποιος χάσει τη ζωή του, αυτός θα την κερδίσει», θα σκεφτόταν ενδεχομένως τον Πλωτίνο και γενικά τους νεοπλατωνικούς, αφού για τον άνθρωπο δεν έχει σημασία αυτή η ζωή, καθώς ο επίγειος κόσμος βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του σχήματος (υποστάσεις κατά νεοπλατωνισμό) «Εν – Νους – Ψυχή». Ο Πλωτίνος μάλιστα θα αγωνιούσε να απαλλαχτεί από τις επίγειες δυσκολίες και ιδίως από το σώμα του.
Τίποτε όμως από τα παραπάνω δεν προσεγγίζει την αλήθεια των πραγμάτων. Οι παραπάνω λόγοι, μπορεί να ελκύουν την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για τίναγμα της υπαρξιακής του ολότητας σε κάτι πιο ουσιώδες, κάτι μεταφυσικό, άρα και θεολογικό (αφού ο όρος «θεολογία» συναντάται για πρώτη φορά στα «Μεταφυσικά» του Αριστοτέλη). Ένα τίναγμα σ’ εκείνη την πραγματικότητα, που λαχταρά να ζήσει αλλά δεν ζει στην επίγεια ζωή. Από την άλλη, ο τρόπος που προτείνεται μέσα από τους παραπάνω λόγους, για τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχεται μέσα από μία παράδοξη ενέργεια. Ομολογώ, πως εν πρώτοις, αυτή η ενέργεια δείχνει να επιβαρύνει τον άνθρωπο, επουδενί όμως να μην τον ανακουφίζει. Πώς γίνεται, αφενός μεν να διαβεί κάποιος ένα δρόμο σηκώνοντας ένα βαρύ φορτίο, ένα σταυρό ανένταχτων πόνων και ατελεύτητων δυσκολιών και να απαρνηθεί αυτό που είναι, αφετέρου δε για να κερδίσει τη ζωή του, να πρέπει να την χάσει; Πρόκειται λοιπόν για λόγους παράδοξους, αδιέξοδους, περισσότερο όμως, κι αυτό έχει την καθοριστική του σημασία για την κατανόηση τους, για αινιγματικούς λόγους.
Οι λόγοι αυτοί θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα φιλόσοφο, αφού μέσα λίγες γραμμές, και με αινιγματικό τρόπο, θίγουν θέματα μεταφυσικής, θέτοντας τον άνθρωπο στο κέντρο του προβληματισμού, τον οποίο οι λόγοι αυτοί θέτουν. Δεν ανήκουν όμως σε ένα φιλόσοφο. Κι έχω την αίσθηση, η οποία πέρα από ισχυρή είναι και βέβαια, πως το επέκεινα των λόγων αυτών δεν θα είχε συνέχεια. Αυτό βέβαια, επειδή η συνέχεια των λόγων ανήκει στον Χριστό, στον Οποίο και ανήκουν οι λόγοι αυτοί. Πρόκειται λοιπόν, για τους λόγους του ευαγγελικού αναγνώσματος της Κυριακής, που θα διαβαστεί στους ιερούς ναούς. Παράδοξοι πάντως. Ποιος θα περίμενε ο Θεάνθρωπος να θέλει να σώσει τον άνθρωπο φορτώνοντας του κι άλλα, και μάλιστα περισσότερα από αυτά, τα οποία μπορεί να αντέξει; Δεν ήρθε για να σώσει τον άνθρωπο από την εξουσία του διαβόλου και το κράτος του θανάτου; Υιοθετώντας έναν οικείο στον άνθρωπο τρόπο, ένα τρόπο «σύμμορφο», όπως γράφει σε ευχή της Θ. Λειτουργίας ο Μ. Βασίλειος, έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε για τον άνθρωπο, αλλά από την άλλη ζητάει από τον ίδιο να σηκώσει τον σταυρό του, εάν θέλει, και να χάσει τη ζωή του, για να την κερδίσει.
Οι παραπάνω λόγοι του Χριστού, που θίγουν το θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου, επουδενί δεν εξαντλούνται σε λίγες γραμμές. Αυτό δεν εξοβελίζει το γεγονός ότι δείχνουν να είναι παράδοξοι. Αν ήταν να σωθεί ο άνθρωπος μέσα από τα θεία πάθη, αν για τους προτεστάντες έπρεπε να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη (σκέψη του Άνσελμου Καντερβουρίας), τότε ποιο θα ήταν το αντάλλαγμα; Η σταύρωση του ανθρώπου; Το σήκωμα του σταυρού του; Με άλλα λόγια, έπρεπε κι ο άνθρωπος να «ξεπληρώσει» τις αστοχίες των πρωτοπλάστων για να σώσει την ψυχή του; Και γιατί σε μία τέτοια περίπτωση, έπρεπε να πάθει κι ο ίδιος; Αυτό μοιάζει με ενέργεια αντίδοσης, όπου σταυρώνεται μεν ο Χριστός, αλλά πρέπει να σταυρωθεί και ο άνθρωπος. Κι εν τέλει γιατί πρέπει ο άνθρωπος να κουβαλάει μέχρι την τελική κρίση, τις αστοχίες των πρωτοπλάστων για τις οποίες δεν ευθύνεται, καθώς το δυσβάσταχτο των δυσκολιών και αγωνιών; Είναι φιλάνθρωπος ο Θεός, αφήνοντας τον άνθρωπο ελεύθερο αλλά προσβαλλόμενο εύκολα στον μισάνθρωπο διάβολο; Τόσο βάθος είχε αυτή η παρακοή, ώστε να έπρεπε να πληρώσει για όλη του τη ζωή; Ποια είναι η αγάπη του Θεού; Και ποια η φιλανθρωπία Του;
Οι παραπάνω σκέψεις δεν εξορίζουν τον Θεό. Αποτελούν την ισχυρή θέληση του ανθρώπου να σωθεί. Δεν αμφιβάλλουν για τον Θεό και φυσικά δεν αρνούνται τον Θεό. Αναζητούν τον Θεό! Αναζητούν τα αμέτρητα «πώς» και τα «γιατί», ώστε η κάθε φαινομενική αμφιβολία να έχει κι αυτή, την αναφορά της στον Χριστό. Όλοι οι άνθρωποι, όλων των εποχών και όλων των κοινωνιών, διατύπωσαν και διατυπώνουν τις παραπάνω σκέψεις. Ορισμένες από αυτές, τολμώ να πω, πως μας φέρνουν σε σύγκρουση με τον Χριστό. Αυτή η σύγκρουση αλλά και κάθε διαχείριση του ζητήματος περί αντίληψης του Θεού από τον άνθρωπο, που αποβαίνει ελλειπτική (έως και αρνητική), αποτελεί μία άσαρκη συνάντηση με τον Θεό. Και τα ανεξήγητα θέματα, τα θέματα της μεταφυσικής, έρχονται στο σημείο αυτό να τα προσεγγίσουν οι Πατέρες της εκκλησίας μέσα από τα έργα τους, τα οποία έχουν απίστευτη ομορφιά και με φιλοσοφημένο αγιοπνευματικό τρόπο, απαντούν πραγματικά σε όλες τις απορίες του ανθρώπου, ακόμη κι αν για κάποια θέματα, φαίνεται να μην υπάρχει λύση. Αυτός είναι ο τρόπος του Θεού.
Πριν καιρό, ένας καθηγητής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, προκάλεσε κάποιες σκέψεις μου, λέγοντας μου «δεν υπάρχει άνετη θέση πάνω στον σταυρό του Χριστού». Αυτή η σκέψη, αποτελεί την ευκαιρία για ένα ξεδίπλωμα της ζωής και για ένα τίναγμα της στο επέκεινα του θείου πάθους, στην Ανάσταση. Εν τέλει, αν ο Χριστός γίνει το κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων κατά Νικόλαο Καβάσιλα, αν γίνει εραστός κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή, τότε δεν γίνεται τα πάντα για τον άνθρωπο; Σκεφτείτε τον ερωτευμένο. Η καρδιά του ελκύεται από την γυναίκα που αγαπάει. Και κάνει τα πάντα για να ζει αυτή την αγάπη. Και υπομένει και τις δυσκολίες, αν έχει τον πόθο της συνάντησης μαζί της. Και τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από εκείνη. Πώς λοιπόν, ο άνθρωπος να θέλει να χωριστεί από τον Χριστό, τον κατεξοχήν έρωτα της ζωής του; Και πώς να αρνείται τις δυσκολίες που προκύπτουν, από τη σχέση κοινωνίας μαζί Του;
Φυσικά ο δρόμος του Χριστού είναι δύσκολος. Μόνο εάν ο άνθρωπος εμβαπτίσει κάθε μεταφυσική του ανησυχία στην οντολογική εμβάθυνση του δραματικού θείου γεγονότος που δεν αφήνει τον Χριστό στον Σταυρό αλλά Τον ανασταίνει χαρίζοντας αιώνια ζωή, θα έχει τη δυνατότητα να θεωρήσει τις δυσκολίες της ζωής ως σκαλοπάτι για τη συνάντηση με τον Χριστό. Οι λόγοι του Χριστού, της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής, δείχνουν όντως παράδοξοι. Παράδοξη είναι και η ζωή. Παράλογη όμως γίνεται χωρίς Χριστό.
Και μετά; Η αιωνιότητα. Εκεί όπου η Βασιλεία του Θεού έχει προετοιμαστεί για ανθρώπους τσαλακωμένους, ανθρώπους των αστοχιών, όπου το άπειρο έλεος του Θεού δίνεται ως δωρεά, σκανδαλίζοντας την ανθρώπινη αντίληψη περί του πλησίον. Αλλά και η ένσαρκη ζωή δεν αποτελεί αμαρτία για τον χριστιανό. Το τέλος όμως, «γίνεται για τους νεκρούς αρχή της θεϊκής ζωής∙ αφήνει σκιές, συναντά την αλήθεια» κατά τον μεγάλο Γρηγόριο Νύσσης. Λόγος που θυμίζει το τρίπτυχο «σκιά-εικόνα-αλήθεια» του Μαξίμου Ομολογητού. Λόγος που θυμίζει πως οι σκιές και οι εικόνες της επίγειας ζωής ως κτιστές περατότητες μιας νοητικής χωροχρονικής ανάλωσης, χάνονται στην αλήθεια της Βασιλείας των Ουρανών.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
(iraklisf@theo.auth.gr)