Ποιος; Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στη Σταύρωση; Μα, στη Σταύρωση δίπλα στον Εσταυρωμένο στεκόταν η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής. Πώς βρέθηκε ο Πρόδρομος δίπλα στον Εσταυρωμένο; Αυτό δεν συμβαδίζει με την ευαγγελική παράδοση και, ως εκ τούτου, με τη βυζαντινή εικονογραφία.
Κι όμως, υπάρχει ένας πίνακας, όπου ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής αντικαθίσταται από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, την αποτομή της αγίας κεφαλής του οποίου, τιμά η αγία μας Εκκλησία στις 29 Αυγούστου. Ο πίνακας αυτός, ανήκει στον αναγεννησιακό ζωγράφο Matthias Grünewald, έναν ανατρεπτικό ζωγράφο στο ύφος, που αγνόησε τον κλασικισμό της αναγέννησης. Ο Grünewald στον πίνακα του, αγνοεί τη βυζαντινή αγιογραφία και πάλι ανατρέπει τα δεδομένα. Η ανατροπή του, αυτό το παράδοξο του πίνακα του, έγκειται στο γεγονός ότι στη θέση του ευαγγελιστή Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Νυμφίου, τοποθετεί τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο οποίος υψώνει το δεξί του χέρι, με τεντωμένο τον δείκτη του χεριού προς τον Εσταυρωμένο.
Προφανώς, πίσω από την νοοτροπία του Grünewald, κρύβεται μία φανέρωση. Μία αποκάλυψη, η οποία αν και κρυφή, ενσαρκώνεται σε ένα πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και αυτή η αποκάλυψη εντοπίζεται στο πρόσωπο, που δείχνει ο Πρόδρομος με το δάκτυλο του. Αυτό το δάκτυλο του είναι η αρχή των σκέψεων, οι οποίες επιτρέπουν στον παρατηρητή του πίνακα, να στρέψει το νου του στον Εσταυρωμένο. Και θα έλεγα πως αυτό συντελείται από τον Grünewald με μοναδικό τρόπο, καθώς το βλέμμα στρέφεται αλλά, κι εδώ είναι το καταπληκτικό, μένει σταθερό στον Χριστό, βγάζοντας την ίδια στιγμή συναισθήματα «αποκλειστικότητας». Σαν να ζητάει ο Grünewald, με τον τρόπο αυτό, από τον καθένα που παρατηρεί τον πίνακα του, να σταθεροποιήσει το βλέμμα του στον Χριστό επάνω στον Σταυρό.
Όλη αυτή η διαδικασία, που γίνεται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, αυτόματα ερμηνεύει έννοιες που ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει μέσα από την όραση. Έννοιες αφηρημένες, ακαθόριστες, άσαρκες, φυσικά μέχρι τη στιγμή της σάρκωσης τους, οι οποίες όπως σημειώνει ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur βρίσκουν πολλές φορές καλύτερη επεξήγηση, όταν ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αφηγήσεις, όπως αυτή του πίνακα, που τις δίνει σάρκα και οστά.
Αυτό το πρόσωπο, το πρόσωπο του Ιωάννη του Προδρόμου δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Πέρα από το γεγονός ότι φέρνει την ανατροπή των δεδομένων στη βυζαντινή τέχνη της αγιογραφίας, είναι ένα πρόσωπο «πρόδρομος» εξελίξεων και γεγονότων, που σημαίνουν το σωτηριώδες ξεδίπλωμα του χρόνου μέσα σε κάθε καιρική θέση∙ παροντική και εσχατολογική. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος λοιπόν, είναι ο τελευταίος των προφητών που ανακεφαλαιώνει αλλά συνάμα και εισάγει. Ανακεφαλαιώνει το προφητικό κήρυγμα της Παλαιάς Διαθήκης, και από την άλλη, κι αυτό είναι και το ευχάριστο, υποδέχεται τον Σωτήρα της ανθρωπότητας. Επομένως, το πρόσωπο αυτό αποτελεί τη γέφυρα δύο κόσμων διαφορετικών, εντούτοις κόσμων που ο ένας εισχωρεί στον άλλον, με φύση πάντοτε εσχατολογική δια του παρελθόντος και παρόντος χρόνου. Επουδενί, υπέρ του ενός μόνο και εις βάρος του άλλου.
Αυτό το πρόσωπο, έρχεται τώρα και όχι απλά μετατοπίζει (κάτι τέτοιο εξάλλου θα αποτελούσε «άποψη» στην τέχνη), αλλά βγάζει (κάποιοι ίσως να το χαρακτήριζαν ως ύβρη απέναντι στη βυζαντινή παράδοση του απεικονισμού της Σταύρωσης) από την Σταύρωση τον Ιωάννη τον Θεολόγο. Η θέση όμως δεν αφήνεται κενή. Ενδεχομένως, εάν αφηνόταν κενή, εκεί ακριβώς να εντοπιζόταν ένα θεολογικό κενό. Ένα κενό που δεν έχει να κάνει τόσο με την απουσία ενός σημαίνοντος για τη ζωή του Χριστού και της Εκκλησίας προσώπου, αλλά με ένα βαθύτερο νόημα για το θείο Πάθος, πολύ δε περισσότερο θα έλεγα για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Grünewald βάζει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Βλέποντας λοιπόν την εικόνα αυτή, έχεις την αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτε πέρα από τον Εσταυρωμένο. Στην ουσία, μία άλλη θεώρηση της εικόνας, «φανταστική» ας μου επιτραπεί η έκφραση, δείχνει μόνο τον Εσταυρωμένο και κανέναν άλλον. Ούτε δίπλα Του, ούτε πίσω από τον Σταυρό, ούτε μπροστά. Αυτή την εικόνα προφανώς θέλει να περάσει στον παρατηρητή, ο Grünewald. Τα μάτια μας να μένουν μόνο στον Εσταυρωμένο. Και σ’ αυτό, ως πρώτη ανάγνωση, εξυπηρετεί το υψωμένο δάκτυλο του Ιωάννη του Προδρόμου.
Ο προτεστάντης θεολόγος Karl Barth, στο γραφείο του, κρατούσε ένα αντίγραφο του πίνακα του Grünewald. Ο λόγος, ήταν να του υπενθυμίζει, πως ο θεολόγος οφείλει να κατευθύνει συνεχώς τη ματιά του στον Εσταυρωμένο και μακριά από τον εαυτό του. Επί τούτου, ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Καθολικό Κολλέγιο Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, π. Παντελεήμων Μανουσάκης, σημειώνει: «Δεν πρέπει να έχουμε την προσδοκία, πόσο μάλλον την απαίτηση, από τους αναγνώστες μας να συναντήσουν στο έργο μας εμάς τους ίδιους, αλλά Εκείνον τον οποίο κάθε λόγος μας οφείλει να καταδεικνύει».
Αυτό, πράγματι, αποτελεί μία άριστη υπενθύμιση για όσους ασχολούνται με την τέχνη της αγιογραφίας, της συγγραφής, εν τέλει την τέχνη της εκφραστικότητας του λόγου. Θέλω να πω με άλλα λόγια, πως για παράδειγμα το να καθίσω και να αγιογραφήσω την Μεταμόρφωση του Χριστού, είναι απαράδεκτο να σημαίνει την προσπάθεια μου να περάσω την προσωπική μου άποψη, το δικό μου «θέλω», την δική μου «πινελιά» στο έργο αυτό. Είναι άλλο το να χρησιμοποιήσω το ύφος της Μακεδονικής ή της Κρητικής Σχολής και άλλο να αγιογραφήσω για να γίνω ο ίδιος το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και του θαυμασμού μέσα από τη διακονία αυτή. Όπως επίσης, είναι άλλο να γράψω για το θέμα της νηστείας σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, στηλιτεύοντας την υποκρισία που συναντάται κι εκεί, και άλλο να γράψω ένα άρθρο καταθέτοντας τις προσωπικές μου απόψεις, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν και δεν πρέπει να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη.
Ο Grünewald τελικά, έχω την αίσθηση, πως μας υποψιάζει. Αυτό που δεν καταφέρνει ο εν μέρει σύγχρονος κηρυκτικός λόγος του βερμπαλισμού, της ωραιοπάθειας, της προσωπικής κατανάλωσης και των ατελέσφορων συγκρούσεων με το απωθημένο ενός περιπλανημένου εαυτού που ακόμη δεν γνωρίζει γιατί κηρύττει, το καταφέρνει με ικανοποιητικό τρόπο ο πίνακας της Σταύρωσης του Grünewald. Ένας πίνακας που ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, δείχνει σε όλους, πως δεν είναι εκείνος το πρόσωπο, στο οποίο θα στρέψουμε την ύπαρξη μας. Το βάθος όλων των ανεκπλήρωτων, κάθε απορίας και απόγνωσης, κάθε ερωτήματος και άρνησης, το στρέφει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος αποκλειστικά στον Χριστό. Εκείνος η αρχή, Εκείνος και το τέλος. Το «κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων» κατά Νικόλαο Καβάσιλα. Άρα, και ο λόγος, κάθε σκέψη, από τη σύλληψη της έως την έκφραση της, δεν μπορεί παρά να έχει αρχή και τέλος τον Χριστό.
Αυτό θέλει να δείξει ο Grünewald στον πίνακα του. Πως, δηλαδή, η αναφορά του νου και κάθε τι άλλο, βρίσκεται στον Εσταυρωμένο. Βέβαια, εδώ δημιουργείται ένας άλλος στοχασμός και μία απορία, που μπορεί να αποβεί είτε μοιραία, είτε δημιουργική. Κατά πόσο ένας ταπεινωμένος Εσταυρωμένος, αποτελεί πρότυπο ζωής; Αφού η ομορφιά της χριστιανικής ζωής έρχεται από τον Σταυρό και «δεν υπάρχει αναπαυτικός τρόπος να καθίσεις στον Σταυρό του Χριστού» όπως πρόσφατα μου τόνισε ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, ποιος ο λόγος να κοιτάζεις τον Εσταυρωμένο; Η απάντηση έρχεται στη συνέχεια των πραγμάτων, καθώς μετά τον πίνακα του Grünewald, ο Χριστός θάφτηκε και αναστήθηκε!
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος