Απόφαση για τη συνταγματικότητα επιλογής των Διευθυντών των σχολικών μονάδων εξέδωσε τον περασμένο Μάρτιο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκανε δεκτή την απόφαση του Γ’ τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου, μετά την προσφυγή της Πανελλήνιας Ένωσης Διευθυντών Εκπαίδευσης και 57 Διευθυντών Σχολείων, στο ζήτημα της συνταγματικότητας και την νομιμότητας της κανονιστική πράξης που αφορά τις επιλογές στελεχών σύμφωνα με το Νόμο 4327/2015 των «Μπαλτά-Κουράκη»..Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ομόφωνα: Την ΑΚΥΡΩΣΗ της απόφασης του 2015 του τότε Αναπληρωτή υπουργού Παιδείας Τάσου Κουράκη που καθόριζε τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων και επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων.
Έπρεπε να ευγνωμονούμε το ΣτΕ για την απόφασή του γιατί η απόφαση, κατά την άποψή μου, εννοούσε συγκρότηση συμβουλίων επιλογής ανεξάρτητα και αξιοκρατικά. Επομένως έπρεπε να αδράξουν οι αρμόδιοι υπουργοί και κυβερνητικοί παράγοντες την ευκαιρία και να προχωρήσουν, βάσει της απόφασης, σε σύσταση μη κομματικών και διορισμένων από τους Περιφερειακούς Διευθυντές Συμβουλίων επιλογής. Συμβουλίων που τα μέλη τους θα τοποθετούνταν βάσει διαφανών διαδικασιών, με αξιοκρατία, προσόντα και εμπειρία, με ανοιχτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και σαφείς προϋποθέσεις. Επομένως, το ΣτΕ έδωσε μια ευκαιρία για αξιοκρατικά συμβούλια την οποία το Υπουργείο Παιδείας δεν αξιοποίησε, δεν εκμεταλλεύτηκε και αγνόησε προσχωρώντας στις παλιές γνώριμες τακτικές εδραιωμένες εδώ και πολλά, πολλά χρόνια. Μήπως, όμως, αυτό βόλευε και το ίδιο; Άρα το ΣτΕ όχι μόνο δεν φταίει αλλά άνοιξε τον δρόμο για την αξιοκρατία και μη κομματοκρατία που αγνοήθηκε πανηγυρικά. Θα μπορούσε εξ άλλου το Υπουργείο να προκηρύξει και εξετάσεις μέσω ΑΣΕΠ σαν κορωνίδα της διαφάνειας που κόπτεται πως υπηρετεί. Ή θα μπορούσε για μεγαλύτερη διαφάνεια να προσλάβει αξιολογητές εκτός δημοσίου. Θα μπορούσε να κάνει πολλά αλλά δεν έκανε . Όλοι, εξάλλου, ήξεραν την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ένα χρόνο πριν την δημοσιοποίησή της.
Το Υπουργείο είχε το χρόνο να επεξεργαστεί πολλά αξιοκρατικά συστήματα επιλογής, επομένως πολλές διαφανείς εναλλακτικές λύσεις. Αδιαφόρησε πλήρως, όπως και για τις επιλογές των σχολικών συμβούλων που είναι στο τρίτο έτος παράτασης της τετραετούς θητείας τους, και δεν ενήργησε και σε αυτή την περίπτωση καταλλήλως, δηλαδή με την ψήφιση ενός αξιοκρατικού νόμου. Άρα δεν αναγκάστηκε να πράξει όπως έπραξε. Απλά αδιαφόρησε ή το επιδίωξε να γίνει έτσι. Σε μορφωμένους ανθρώπους απευθύνεται και δεν χρειάζεται να υποτιμά την νοημοσύνη μας. Αυτό μας προσβάλλει.
Από την άλλη μεριά, είναι άραγε αντικειμενική η βαθμολόγηση από ολιγομελές Συμβούλιο Επιλογής που αποτελείται από μέλη χωρίς ιδιαίτερα τυπικά και συναφή προσόντα ; Προφανώς όχι. Είναι επίσης νομικά ορθό σε μία Διεύθυνση Εκπαίδευσης η μοριοδότηση των Συμβουλίων Επιλογής να ξεκινά από το 7 και να φτάνει στο 8 (άπαντες άριστοι) και σε άλλη περίπτωση να ξεκινά από το 1 και να φτάνει στο 8;
Μήπως ήρθε ο καιρός να μελετήσει το ΣτΕ τα προβληματικά σημεία της συνέντευξης ενώπιον Συμβουλίου επιλογής και να αντιληφθεί το γνωστό τοις πάσι πρόβλημα των κομματικών και άλλων διαπροσωπικών δεσμεύσεων και των μελών των Συμβουλίων επιλογής που τα οδηγούν σε κάθε άλλο παρά αντικειμενική κρίση ώστε να είναι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν διασφαλίζονται οι αρχές της ισοτιμίας, της αξιοκρατίας κλπ;
Δεν είναι τουλάχιστον ύποπτο για τη δημοκρατική μας πολιτεία και «ανοιχτή» μας κοινωνία ταυτόχρονα και πολύ υποβαθμιστικό για τον χώρο της Εκπαίδευσης-Παιδείας να συζητούμε, ενδεχομένως εσκεμμένα, μόνο ανάμεσα σε συμπληγάδες; Δηλαδή κινούμενοι ανάμεσα στη συνέντευξη και στην αντισυνταγματική άρα αντιδημοκρατική μέθοδο της ψηφοφορίας των συλλόγων ( δεν είμαι αντίθετη στην έκφραση γνώμης από το σύλλογο διδασκόντων, όμως αυτή θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη και επώνυμη. Πόσοι σύλλογοι όμως θα έμπαιναν σε μια τέτοια διαδικασία;) Νομίζω ότι αν θέλουμε πράγματι αντικειμενικές κρίσεις θα πρέπει να ανατεθεί η όλη διαδικασία στο ΑΣΕΠ και να πραγματοποιείται, πρωτίστως, με έγκυρες εξετάσεις, σε γνωστικό, διοικητικό, παιδαγωγικό-ψυχολογικό επίπεδο.
Όλα τα άλλα είναι ανακυκλούμενα, φθαρμένα «υλικά» εκ του πονηρού και παρατείνοντας τα από παλιά κληρονομημένα αδιέξοδα οδηγούν προς ανήκεστο βλάβη, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, την χώρα.
Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (ΠΕ02)