Επιπλέον, τα πάθη, όπως ο έρωτας, δεν είναι αρνητικά. Μην τρομάζετε μ’ αυτό που διαβάζετε. Ναι, για τους Πατέρες δεν είναι αρνητικά τα πάθη, αλλά φυσικά, φυσικές δυνάμεις της ψυχής[1]. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν μιλούν για ξερίζωμα των παθών, αλλά για μεταστροφή τους στο αγαθό (σε άλλη περίπτωση θα ακολουθούσαν τον Επίκουρο). Τα πάθη είναι ουδέτερα, είναι κινήσεις της ψυχής (Αριστοτέλης και εδώ), η χρήση τους είναι εκείνη που τα καθιστά καλά ή κακά. Απάθεια δεν είναι η νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής (εδώ συναντούμε τον Πλάτωνα), αλλά η αγαθοποίησή του. Γράφει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς: «ἀλλ’ ἡμεῖς οὐ τοῦτον εἶναι ἀπάθειαν ἐδιδάχθημεν, ὦ φιλόσοφε, τήν τοῦ παθητικοῦ νέκρωσιν, ἀλλά τήν ἀπό τῶν χειρόνων ἐπί τά κρείττω μετάθεσιν αὐτοῦ καί τήν ἐπί τά θεῖα καθ’ ἕξιν ἐνέργειαν, ὁλικῶς ἀπεστραμμένου τά πονηρά καί ἐπεστραμμένου πρός τά καλά»[2]. Ενώ ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει: «Ταῦτα δέ ἔστιν ὅσα ἐν ἡμῖν γινόμενα πάθη λέγεται, ἃ οὐχί πάντως ἐπί κακῷ τινι τῇ ἀνθρωπίνῃ συνεκληρώθη ζωῇ… ἀλλά τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ κακίας ὄργανα τά τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται»[3]. Τι μας λέει ο Νύσσης; Τα πάθη δεν δόθηκαν για κακό στην ανθρώπινη φύση. Η προαίρεση είναι εκείνη που τα κάνει όργανα της κακίας ή της αρετής. Οπότε μη φοβάστε τη χρήση της λέξης «έρωτας», όπως δεν την φοβήθηκαν οι Πατέρες.
Γράφετε στην επιστολή σας: «Λίγο παρακάτω γράφεις πως ο Θεός από έρωτα δημιούργησε τα πάντα. Αυτά τα δύο πράγματα δεν έχουν καμμιά σχέση διότι ο Θεός έπλασε τον κόσμο από ανιδιοτελή αγάπη». Ξέρετε, ο νεοπλατωνισμός έλεγε πως ο Θεός δεν έχει έρωτα προς τον άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο Θεός – ως τέλειο ον – δεν θα μπορούσε επουδενί να σχετίζεται με τον «έρωτα» – όρο που δηλώνει για τους νεοπλατωνικούς, έλλειψη -. Άρα, για εκείνους, πώς λοιπόν ο Θεός έχει αυτή την έλλειψη και μάλιστα την εκφράζει προς τον άνθρωπο;
Στη θεολογία της ορθόδοξης όμως Ανατολής, τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως εσείς υποστηρίζετε. Σας παραθέτω λοιπόν, και επί τούτου του θέματος, τα όσα λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ὁ γάρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησε το θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν»[4]. Ο αγαθοεργός έρως! Αυτός λοιπόν ο έρωτας του Θεού για τον άνθρωπο, είναι που τον οδηγεί να γίνεται ακόμη και «ζηλωτής». Ναι, ζηλωτής! Ο ίδιος ο Χριστός! Μας λέει λοιπόν, ο μέγας μυστικός της Ανατολής Διονύσιος Αρεοπαγίτης: «∆ιό καί ζηλωτήν αὐτόν οἱ τά θεῖα δεινοί προσαγορεύουσιν ὡς πολύν τόν εἰς τά ὄντα ἀγαθόν ἔρωτα καί ὡς πρός ζῆλον ἐγερτικόν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς καί ὡς ζηλωτήν αὐτόν ἀποδεικνύντα, ᾧ καί τά ἐφιέμενα ζηλωτά καί ὡς τῶν προνοουμένων ὄντων αὐτῷ ζηλωτῶν»[5].
Επιτρέψτε μου επομένως, να παραθέτω τις απόψεις των Πατέρων και να μένω πιστός σε αυτούς και όχι σε όσα εσείς λέτε. Οι Πατέρες ωστόσο, προχωρούν ακόμη πιο πέρα. Ακόμη και ο φυσικός έρωτας είναι «συγκρατικήν δύναμιν» κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη: «Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινά καί συγκρατικήν δύναμιν ἐννοήσωμεν»[6]. Ο έρωτας, ακόμη και αυτός ο φυσικός έρωτας, συγκροτεί την κτίση ολόκληρη σε κοινωνική αλληλουχία με αναφορά στο Θεό. Προς τούτο συνηγορεί ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέγοντας μας πως «ἐκ γάρ τῆς ἐρωτικῆς ταύτης δυνάμεως και πτηνά ἀγεληδόν ἵπτανται, και κύκνοι καί χῆνες και γερανοί και κόρακες… κατά οὖν την φυσικήν κίνησην και αὐτά ἐπέστραπται πρός τόν Θεόν»[7].
Λίγο παρακάτω γράφετε: «Είναι άλλο αυτό που νιώθει ένας κληρικός ή ένας χριστιανός στην κρεβατοκάμαρά του και άλλο στη Θεία Λειτουργία ενώπιον του Σώματος και του Αίματος του Χριστού». Για άλλη μία φορά, και πραγματικά εκπλήσσομαι που επιμένετε να ρίχνετε λάσπη στον ανεμιστήρα, τα λόγια σας είναι άκρως παραπλανητικά. Έτσι, δημιουργείτε εντυπώσεις στους αναγνώστες, ότι ο ίδιος ταύτισα την ερωτικότητα της κρεβατοκάμαρας (σεξουαλικότητα), με το βίωμα στη Θεία Λειτουργία (αυτό το συμπέρασμα βγαίνει, αν διαβάσει κάποιος και τους παραπάνω λόγους σας). Ποτέ μου δεν έγραψα αυτό, που ισχυρίζεστε. Εξακολουθείτε να αφήνετε υπονοούμενα (αναφερόμενος στην κρεβατοκάμαρα) για τη σεξουαλικότητα. Εσείς μιλήσατε για κρεβατοκάμαρα. Όχι εγώ. Κι εν τέλει, γιατί καταπιάνεστε τόσο με τη σεξουαλικότητα, εφόσον στο άρθρου μου «Ναι, ερωτικότητα σε όλα!», δεν αναφέρομαι σ’ αυτή; Κατανοώ όμως την προσέγγιση σας. Όποιος δεν στηρίζει ένα κείμενο του σε επιχειρήματα, παραπλανά∙ πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα και φυγομαχώντας.
Αν κάπου έσφαλα, αυτό έχει να κάνει με το ότι θεώρησα δεδομένα για έναν θεολόγο και δη κληρικό τις παραπάνω διακρίσεις που κάνουν οι Πατέρες και ότι δεν θα δημιουργούσαν προβλήματα στην ανάγνωση του κειμένου. Φαίνεται ότι δεν είναι έτσι, δυστυχώς. Τα υπόλοιπα που αναφέρατε στην επιστολή σας περί Νικολαϊτών, τα θεωρώ ανάξια λόγου σε ό,τι αφορά στο πρόσωπό μου. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι η φράση του Κυρίου μας, «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε· ἐν ᾧ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν»[8].
Εν κατακλείδι.
Ελπίζω να κατανοήσατε το άτοπο των παρατηρήσεών σας και να μην εντάσσεστε στην κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που δεν πείθονται ακόμη κι αν τους πείσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την επίθεση σας και την εμπάθεια, με απαντήσεις. Αναρωτηθείτε, αν η δημοσιοποίηση της επιστολής σας αποσκοπούσε στη διόρθωση μου και στο πνευματικό μου όφελος. Προσωπικά αμφιβάλλω, αθεράπευτα.
Γι’ αυτό, αντί να απαντήσω περαιτέρω, θα παραθέσω τα λόγια του Γέροντος Μητροπολίτη Περγάμου και ακαδημαϊκού κ.κ. Ιωάννη Ζηζιούλα: «Ένα από τα μεγάλα διδάγματα που επέτρεψεν ο Κύριος να μάθω στην ζωή μου, όχι χωρίς δυσκολία και κόστος προσωπικό, είναι ότι το έργο του καθενός μας δεν καταξιώνεται ούτε απαξιώνεται από την κρίση των ανθρώπων, αλλά από εκείνην του Θεού. Και η κρίση του Θεού δεν εκφράζεται μέσα από την εφήμερη δημοσιότητα, αλλά χρειάζεται χρόνο για να εκδηλωθεί – χρόνο ιστορικό και, τελικά, εσχατολογικό… Ας προσεγγίζουμε με φόβο Θεού τόσο την δική μας προσφορά όσο και την προσφορά των άλλων. Αν αυτό που καταθέτουμε είναι αληθινό, όση λάσπη και αν πέσει επάνω του, ο Θεός θα το αναδείξει, αν δε είναι ψεύτικο και κίβδηλο, θα αφανιστεί. Με γνώμονα το δίδαγμα αυτό απέφυγα στην ζωή μου, όσο μπορούσα, την θεολογική αντιδικία. Προτίμησα τον ούτως ή άλλως συνεσταλμένο χρόνο της ζωής μου να τον αναλώσω θετικά, καταθέτοντας, όχι αναιρώντας, και μάλιστα όταν αυτό που θα έπρεπε να αναιρέσω είχε να κάνει είτε με την εμπαθή κριτική είτε με την προσωπική προβολή και υστεροφημία»[9].
Υ.Γ.: Αδυνατώντας πλήρως να παρακολουθήσω τη σκέψη σας, τον εμπαθή σας λόγο, καθώς και την αμηχανία του, δεν επανέρχομαι επί του συγκεκριμένου.
(τέλος)
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
[1] Ιωάννης Δαμασκηνός, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, 9, KotterI: «Πάθος ἐστί φυσικόν κίνησις φύσεως παθητική τοῦ πάσχοντος. Ἥτις τῆς μέν φύσεώς ἐστιν ἐνέργεια, πάθος δέ τοῦ, περί ὃ ἡ ἐνέργεια, οἷον γένεσις, χαρά, λύπη, ἀγωνία, ἀδημονία, φόβος, ὄκνος, κόπος, ὕπνος, ἡδονή, πόνος, θυμός, ἐπιθυμία, τομή, ῥεῦσις καὶ φθορὰ καὶ τὰ τοιαῦτα. Ταῦτα καί τά τοιαῦτα πάθη φυσικά εἰσι καί ἀδιάβλητα οὐκ ἐφ’ ἡμῖν ὄντα».
[2] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Κυρομάνος, σειρά: Συγγράμματα Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Τόμος Α’, 19882, (19621), σ. 526.24-28.
[3] Γρηγόριος Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, P.G. 46, 61AB.
[4] Μάξιμος ο Ομολογητής, Σχόλια εις το Περί θείων ονομάτων, P.G. 4, 261AB.
[5] Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων, P.G. 3, 712 B.
[6] Βλ. όπ., Περί θείων ονομάτων, P.G. 3, 713AB.
[7] Μάξιμος ο Ομολογητής, Σχόλια εις το Περί θείων ονομάτων, P.G. 4, 268D-269A.
[8] Ματθ. 7, 1-3.
[9] Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), Η Ορθόδοξη θεολογία και οι προκλήσεις του 21ου αιώνα, Πρόσωπο, Ευχαριστία, και Βασιλεία του Θεού σε ορθόδοξη και οικουμενική προοπτική, Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2016.