Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου
Μέλους Δ.Σ. του «ΠΡΑΤΤΩ»
Site: https://www.gpapasimos.gr/
Twitter: @PapasimosG / Έναν αιώνα και πλέον από την εξέγερση των αγροτών στο Κιλελέρ, για την κατάργηση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αυτό παραμένει διαχρονικά ο «φωτεινός φάρος» της αγροτιάς. «Φάρος», που φωτίζει τους αγώνες, τις επιτυχίες, και κυρίως τους αδικαίωτους στόχους του αγροτικού Κινήματος, αφού δυστυχώς βρισκόμαστε σήμερα στο ίδιο μέρος της έναρξης αυτού του κύκλου, αυτό, δηλαδή, μιας ιδιότυπης «νεοκολληγοποίησης», που οξύνθηκε ιδιαίτερα κατά την προηγούμενη περίοδο του μνημονιακού «οδοστρωτήρα».
Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες «ανοιξιάτικες λιακάδες» στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του 1980, το «αγροτικό ζήτημα» καταδεικνύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τις έντονες στρεβλώσεις του Ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής ανάπτυξης, σε όλη την περίοδο από την σύσταση του Ελληνικού Κράτους και την απουσία ενός σοβαρού Κράτους με τις αντίστοιχες δομές, μέσω του οποίου θα καλύπτονταν τουλάχιστον οι διατροφικές ανάγκες του Ελληνικού Λαού. Έτσι, δεν θα είχαμε το λεγόμενο «Ελληνικό αγροτικό παράδοξο», όπου μια κατεξοχήν αγροτική Χώρα, όπως η Ελλάδα (ακόμα και σήμερα, έχει την μεγαλύτερη αγροτική σε πληθυσμό τάξη στην Ευρώπη, αγγίζοντας το 18% του ενεργού δυναμικού της), να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει τα 3 δις ευρώ.
Μία από τις βασικότερες αιτίες της χρεοκοπίας της Ελλάδος είναι οι εγκληματικές πολιτικές της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε την Χώρα διαχρονικά, έναντι της αγροτικής τάξης και της ανάπτυξης του πρωτογενούς οικονομικού τομέα, σε συνδυασμό με την απαραίτητη σύνδεση αυτού με τον δευτερογενή διατροφικό τομέα. Ο χώρος αυτός, ενώ αποτέλεσε το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό στήριγμα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της Χώρας, υπήρξε ο πλέον παραμελημένος τομέας, με ελάχιστες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Το «έγκλημα» αυτό ξεκίνησε από τον εσφαλμένο προσανατολισμό και κατεύθυνση της αγροτικής ανάπτυξης, με την διόγκωση της φυτικής παραγωγής έναντι της κτηνοτροφίας και της αλιείας, την αποδοχή των βασικών κατευθυντήριων γραμμών της ΚΑΠ, που έχει ως συνέπεια, το 80% των πόρων να κατευθύνεται στον πλούσιο Βορρά, έναντι των Χωρών του Νότου, την αποδοχή των καταστρεπτικών Κανονισμών με την ατζέντα 2000 – 2006, για τα λεγόμενα «εθνικά προϊόντα» (βαμβάκι, καπνός, λάδι κ.λπ.), την απεμπόληση των μεγάλων ευκαιριών, λόγω του παγκόσμιου διατροφικού «Τσερνομπίλ», αφού, αν υπήρχε εθνικός σχεδιασμός και πολιτική βούληση, θα μπορούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε πρότυπη αγροτική Χώρα, με βιολογικά και επώνυμα προϊόντα και ολοκληρώθηκε κατά την σημερινή περίοδο της μνημονιακής «λαίλαπας».
Η ευθύνη, μάλιστα, των μνημονιακών κυβερνήσεων και του «συστήματος παρακμής», που κυβερνούσαν μέχρι πριν λίγους μήνες την Χώρα, είναι τεράστια, συνιστώντας, ειδικότερα στο θέμα της αγροτικής παραγωγής, «εθνικό έγκλημα», αφού δεν έκαναν, έστω και σ’ αυτή την ιστορικά καταστροφική φάση για την Ελλάδα, το αυτονόητο εθνικό καθήκον για την Ελληνική οικονομία και την Σωτηρία του Λαού: Να ενισχύσουν, δηλαδή, στοχευμένα τον πρωτογενή αγροτικό τομέα, δημιουργώντας συνθήκες καταπολέμησης της τρομακτικής ανεργίας του 30%, με ανάπτυξη μικρομεσαίων ανταγωνιστικών βιομηχανιών διατροφικών προϊόντων, με πρώτο στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του Ελληνικού Λαού και την μείωση του αγροτικού ελλείμματος.
Αυτό το καθήκον οφείλει να θέσει, σε πρώτη προτεραιότητα και να υλοποιήσει η νέα Κυβέρνηση Σωτηρίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., εφαρμόζοντας ένα συνεκτικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα, με σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, την σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών συνεταιρισμών και άλλων μορφών συλλογικής δράσης, για την μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και την αποτροπή της «νεοκολληγοποίησης», μέσω της συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις και δάση, ερημοποιημένα τμήματα).