Δραματική μείωση καταγράφει η αγροτική παραγωγή το 2010 γεγονός που επιβεβαιώνει την ανάγκη για μία νέα γεωργία η οποία θα είναι πιο παραγωγική, αλλά και πιο ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα με τα αποκαλυπτικά στοιχεία της ΠΑΣΕΓΕΣ, η παραγωγή μιας σειράς βασικών αγροτικών προϊόντων κατέγραψε σημαντικές απώλειες μέσα στο 2010. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα σακχαρότευτλα, όπου η κάμψη της παραγωγής έφτασε βάσει των εκτιμήσεων της ΠΑΣΕΓΕΣ το 35,1%.
Ακολουθούν με βάση το ποσοστό μείωσης, το αιγοπρόβειο κρέας (31,3%), το μαλακό σιτάρι (29,2%), το βαμβάκι λόγω και των ζημιών από την πράσινη κάμπια (25%), η βιομηχανική ντομάτα (23,5%) και το σκληρό στάρι (19,8%).
Το βαμβάκι και το σιτάρι αποτελούν δύο από τα βασικότερα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα και του Νομού Τρικάλων γεγονός που αποδεικνύει τη δυσχερή θέση στην οποία έχουν περιέλθει και οι Τρικαλινοί αγρότες. Υπενθυμίζεται ότι από την πράσινη κάμπια (σκουλήκι) έχουν πληγεί ιδιαίτερα οι καλλιέργειες των Τρικαλινών παραγωγών γεγονός που οδήγησε σε κάθετη πτώση της απόδοσης των βαμβακοφυτειών. Η μείωση σε σχέση με πέρυσι υπολογίζεται άνω του 40% με 50% και η οποία δεν αντισταθμίζεται από την αύξηση της εμπορικής τιμής του προϊόντος.
Η πτώση, όμως δεν χαρακτήρισε μόνον την παραγωγή, αλλά ως φυσικό επακόλουθο «χτύπησε» και το εισόδημα των ελλήνων παραγωγών, κάτι που επιβεβαίωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο η Eurostat. Αρκεί μόνον να υπολογίσει κανείς ότι η πώληση των προϊόντων φέρνει στους παραγωγούς το 65% των συνολικών προσόδων τους (το υπόλοιπο 35% διαμορφώνουν οι επιδοτήσεις».
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία, μείωση κατά 4,3% εμφάνισε το πραγματικό αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα το 2010, σύμφωνα με τα πρώτα ευρήματά της.
Την ίδια ώρα, το αγροτικό εισόδημα στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 12,3% στην ίδια περίοδο. Η αύξηση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση του πραγματικού αγροτικού εισοδηματος (+9,9%) αλλά και στην πτώση του κόστους της αγροτικής εργασίας (-2,2%).
Η μεγαλύτερη πτώση του αγροτικού εισοδήματος εντοπίζεται στη Ρουμανία και τη Βρετανία (από 8,2%), στην Ελλάδα (4,3%) και στην Ιταλία (3,3%).