Από πού είσαι;», με ρωτά με το που με βλέπει. Συνήθως στις συνεντεύξεις τις ερωτήσεις τις κάνει ο δημοσιογράφος, όχι όμως όταν συνομιλητής σου είναι ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Δεν προλαβαίνεις να του δώσεις απάντηση και αρχίζει το ταξίδι στη χώρα των αναμνήσεων: «Τι μου θύμισες τώρα… Το 1983 το ξέσκισα το “Palais”… και αρχίζει να μου τραγουδά το «Μα πλέω…». «Και στη “Νεράιδα”, όμως, σκίσαμε με το Τζενάκι μου (σ.σ.: την Τζένη Βάνου), αλλά και στη “Λεωφόρο” με τη Ρίτα», συνεχίζει τον απολαυστικό μονόλογο του παίζοντας το μπεγλέρι του.
«Κοίτα, εγώ είμαι της τρικαλινής σχολής, στα 13 είχα μείνει στην ίδια τάξη. Ανάποδο, άτακτο, φευγάτο παιδί, δεν με κρατούσε το σπίτι, λέει κλείνοντάς μου το μάτι και συνεχίζει: «Έξι παιδιά έκανε ο πατέρας μου, πέντε δηλαδή, ο ένας χάθηκε από πείνα. Τέσσερα αγόρια και δύο τσούπρες. Συνέχεια με έψαχνε ο κυρ Κώστας (σ.σ. ο πατέρας του). Βλέπεις το σαράκι μου για το τραγούδι δεν με άφηνε να κάτσω ήσυχος. Ο πατέρας μου έπαιζε φλογέρα. Εγώ από την άλλη, στα 7 μου τραγουδούσα καημούς που άκουγα στα γραμμόφωνα. Ξέρεις ότι σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης; Έφαγα ψωμάκι από τα τραγούδια του». Όχι, η συγκεκριμένη δεν είναι μια γραμμική εξιστόρηση. Τα γαλάζια μάτια του υγραίνονται.
«Ο πατέρας μου είχε έναν κοινό φίλο με τον Τσιτσάνη. Συναντηθήκαμε στο καφενείο των αδελφών του στα Τρίκαλα, του μπάρμπα Νίκου και του Χρήστου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν χαμηλών τόνων, μιλούσε και σιγά, αλλά έπαιζε ένα γλυκό μπουζούκι. Ήθελα μόνο να τον ακούω και να τον βλέπω να παίζει. Σιγά μην ήθελε ο πατέρας μου να γίνω τραγουδιστής. Τότε δεν μπορούσες όχι να φτιάξεις οικογένεια με αυτό το επάγγελμα, αλλά ούτε να ζήσεις τον εαυτό σου. θυμάμαι ότι ο πατέρας μου είχε απλά κάτι χωραφάκια. Λοιπόν, όπως έλεγα, μου υπέγραψε σύσταση ο Βασίλης Τσιτσάνης μόλις με άκουσε. Αν ντρεπόμουν; Έτρεμα από ντροπή. Ο ίδιος βέβαια δεν ήξερε γράμματα και μόλις μου είπε: “Ξέρεις γράμματα, να τη γράψεις κι όταν μεγαλώσεις έλα να με βρεις ” άλλαξε ο κόσμος μου. Δεν ήμουν ούτε καν 15 χρονών στον μπήκα στο τρένο και ήρθα, με το ένα δάχτυλο του ποδιού να βγαίνει έξω από το παπούτσι, στην Αθήνα. Το πρώτο μακρύ παντελόνι που φόρεσα μου το έσκισε ένας σκύλος. Ευτυχώς δεν με δάγκωσε. Έμενα σε ένα συγχωριανάκι μου στο Κορωπί. Δύο χρόνια έκανα τον εργάτη. Είχα τύχη όμως. Πήγα φαντάρος και μετά το στρατιωτικό, 24 χρονών άντρας πια, τραγουδώ στο “Ηλιοβασίλεμα”, με φίρμα τότε τον Οδυσσέα Μοσχονά. Άνοιγα το πρόγραμμα. Το κουστουμάκι μου το είχε ράψει ένας φίλος, ο Αγγελος Αρναούτης. Αυτός μεσολάβησε για την παντρειά με το μαγαζί. Με πίστευαν οι φίλοι μου. Μου δίνανε όλα τα λεφτά τους. Είχα μια κοπέλα, πέθανε η καημένη, που μου είχε δώσει όλες τις οικονομίες της σε χαρτοσακούλα. Ο Μοσχονάς, σοβαρός άνθρωπος, ερχόταν νωρίς και με παρακολουθούσε με προσοχή. Εγώ δεν ήμουν παρά ένα φοβισμένο και ντροπαλό παιδί. Μου είχε γράψει και τραγούδι. Μάλιστα δεν πήγαινε καθόλου τους γιεγιέδες, που τότε ήθελαν να μας φάνε τη δουλειά. Έκαναν ζημιά στα λαϊκό τραγούδι. Άκου στίχο: “…ένα στρέμμα φαβορίτα για χατίρι σου θ’ αφήσω και τα φτωχογιεγιεδάκια θα τα εξαφανίσω”. Δεν είναι δισκογραφημένο. Στη συνέχεια υπηρέτησα το λαϊκό τραγούδι σε μικρομάγαζα και ταβερνούλες. Δεν είχα τότε πάρε-δώσε με τα βαρβάτα μαγαζιά». Άραγε πήγε σε ωδείο; «Η το ‘χεις από τη μάνα σου ή δεν το ‘χεΐς καθόλου. Δεν σου φτιάχνουν φωνή τα ωδεία. Εγώ δεν ήθελα τα μικρόφωνα. Είμαι μερακλής τραγουδιστής. Τη μισή φωνή την τρώω, την καταπίνω, για να μην ενο¬χλήσω τον κόσμο. Πρώτη δισκογραφία έκανα το 1981. Τίτλος “Ακου τι θα πω”. “Ακου τι θα πω και να μου το θυμάσαι, δυο κουβέντες μόνο σταράτες κι απλές. Αν με χάσεις πάλι, εσύ θα λυπάσαι κι εσύ πικρά θα κλαις”. Είπα τότε έναν αμανέ, το “Σαν κι απόψε”, και με πήρε ο Μοσχονάς μετά από 15 χρόνια να μου πει “μπράβο”». Κάποιοι τον αποκαλούν «Έλληνα Τζόνι Κας». «Όχι, Μάργκαρετ με λένε, γιατί ζητούσα από την ορχήστρα ρυθμικά παιξίματος του εξωτερικού», μου απαντά. Παντρεύτηκε αργά; «Ναι, δεν ήμουν έτοιμος για οικογένεια. Είχα παντρευτεί το τραγούδι. Είμαι 22 χρόνια παντρεμένος τώρα». Ο λόγος. που έμπλεξε με τον τζόγο; «Εγώ έμπλεκα τότε που δεν είχα τι να χάσω, κάτι ψιλά μεροκάματα. Όταν έγινα γνωστός το σταμάτησα το παιχνίδι». Γιατί μπήκε στη ζωή του το ποτό; «Είναι κομμάτι της νύχτας. Δεν γλιτώνεις αν θέλεις να βγάλεις τη βραδιά. Κατέστρεψα το στομάχι μου». Και με τα βαριά τσιγάρα τι γίνεται; «Ναι, εγώ δεν κάπνιζα, έπινα, αλλά δεν χρωστούσε ο κόσμος τίποτα να μην ακούει καθαρό Μαργαρίτη. Σαράντα χρόνια κάπνιζα και το έκοψα μαχαίρι». Τώρα ζει πολυτελώς; «Εμείς ζήσαμε άσχημες εποχές. Όταν έβγαλα χρήματα, πήρα και ένα καλό αμάξι. Πενήντα χρόνια δουλεύω. Δεν τα έκλεψα». Ποιο τραγούδι αγαπάει; «Το “Ο τελευταίος πυρετός” του Άκη Πάνου. Ο στίχος “Μου λένε κοίτα και την πλάτη μου γυρνάω” είναι αριστούργημα». Ετοιμάζει νέο δίσκο με τους «εντεχνοσπουδαίους». «θα μου γράψουν κομμάτια οι της άλλης πλευράς, Μαχαιρίτσας και Σταρόβας, αλλά όταν τα λέω εγώ γίνονται “μαργαρίτικα”», λέει. Απωθημένα έχει; «Φυσικά, και πα-ράπονα. Είμαι, όμως, μια χαρά και δεν θα βγάλω κακίες. Δεν το έκανα μικρός και θα το κάνω τώρα; Δεν είναι καλά πράγματα αυτά να σας τα πω». Τι τον στενοχωρεί σήμερα; «Έχει κοπεί η καλημέρα. Αγρίεψε ο κόσμος». Τον τρόμαξε ποτέ η νύχτα; «Κλονίστηκα κάποιες φορές. Η νύχτα είναι παγερή και σιγο ψιχαλίζει κινδύνους. Μην την κάνεις τη μαγκιά». Όταν σχηματίζει το νούμερο του τηλεφώνου του, ακούς το «Από κάτω απ’ το ραδίκι», του Ζαμπέτα. «Ε, τι θα έβαζα, τον εαυτό μου να τραγουδάει; Τι είμαι, ψώνιο;».
Πρώτο Θέμα