Τηλεοπτικά αφιερώματα


Επισήμανε σε δημοσίευμά της στην ιστοσελίδα σας η κ. Μαρούλα Κλιάφα, ένα ιστορικό λάθος στο τηλεοπτικό αφιέρωμα του ΣΚΑΙ για τον Βασίλη Τσιτσάνη κι έχει ασφαλώς δίκιο.

Ο Τσιτσάνης έφυγε για την Αθήνα τον Νοέμβριο του 1935 κι όχι τον Σεπτέμβριο του 1936. Τέτοια λάθη γίνονται σχεδόν κάθε φορά στα αφιερώματα για τον Τσιτσάνη και τα περισσότερα οφείλονται στην μυθολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από την ιστορία του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού αφενός και στην απροσεξία των δημοσιογράφων-σεναριογράφων αφετέρου.

Νομίζω όμως πως με μια προσεκτικότερη ματιά θα είχε κι άλλα να σημειώσει η κ. Κλιάφα, όπως για παράδειγμα την αναφορά πως το 5ο Σύνταγμα Πεζικού ήταν μονάδα για παράνομους και χασικλήδες (άλλος ένας μύθος, δεν στηρίζεται το αξιόμαχο μιας σπουδαίας στρατιωτικής μονάδας σε τέτοιο έμψυχο υλικό), ή τον χορό του κουστουμαρισμένου χορευτή που παρίστανε τον χασικλή με τη συνοδεία μάλιστα κι ενός καλοβαλμένου στρατιωτικού.

Ιστορικού χαρακτήρα λάθη υπάρχουν κι άλλα στο σενάριο αυτού του αφιερώματος κι έχει ασφαλώς δίκιο η κ. Κλιάφα για τον ρόλο του «Κέντρου Έρευνας-Μουσείου Τσιτσάνη». Δεν θα πρέπει να δέχεται να βοηθήσει τις τηλεοπτικές παραγωγές, αν προηγουμένως δεν ελέγχει σχολαστικά το σενάριό τους, ώστε να αποφεύγονται τόσο τα ιστορικά λάθη, όσο και κάποιες «αναπαραστάσεις», που όσο καλή θέληση κι αν έχουν αυτοί που τις σχεδιάζουν, είναι αδύνατο να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό του πρόχειρου και του φτηνού.

Αν διαφωνώ σε κάτι με την κ. Κλιάφα είναι η τελική της αξιολόγηση για το αφιέρωμα. Νομίζω, δηλαδή, πως τελικά δεν ξέφυγε κι αυτό από την καθιερωμένη δημοσιογραφική μανιέρα, που την έχουμε δει και ξαναδεί πολλές φορές μέχρι τώρα· και πως ένας νέος 15 έως 25 ετών θα έμενε στο τέλος του αφιερώματος με την απορία: γιατί είναι τελικά σημαντικό δημιούργημα πολιτισμού το λαϊκό τραγούδι και γιατί ήταν μεγάλος λαϊκός καλλιτέχνης ο Τσιτσάνης;

Δεν είδα στο αφιέρωμα αυτό να γίνεται καμία ειδική αναφορά στο λαϊκό τραγούδι ως τμήμα του λαϊκού πολιτισμού, ούτε πάλι, και γιατί όχι, εξαντλητική αναφορά στο μουσικό και ποιητικό έργο του Τσιτσάνη. Από την άποψη αυτή δεν προβλήθηκε κάτι που είναι ζωντανό και που αξίζει να του δώσουμε όλη την προσοχή μας καθώς το βλέπουμε, αλλά ένα κομμάτι της Ιστορίας. Κάτι δηλαδή που είναι μακρινό σε σχέση με την εποχή μας, άγνωστο και γι’ αυτό κατάλληλο για τους γέροντες και τα μουσεία.

Αν θέλουμε, όμως, όπως έγραψε και ο κ. Λάζαρος Μάμαλης στην «Έρευνα», να γίνουν τα Τρίκαλα πόλος έλξης για Έλληνες και ξένους δώδεκα μήνες τον χρόνο με αφορμή το έργο του Τσιτσάνη και των άλλων σπουδαίων Τρικαλινών λαϊκών δημιουργών, αυτό ασφαλώς δεν πρόκειται να γίνει επειδή απλά έτυχε να γεννηθεί εδώ κάποιος ονόματι Τσιτσάνης, ή Καλδάρας, ή Βίρβος, ή επειδή έχουμε ωραία γέφυρα στο ποτάμι. Θα πρέπει να μπορούμε να τους δείξουμε ΕΜΠΡΑΚΤΑ τη σημασία του λαϊκού μας πολιτισμού αφενός, του μοναδικού «εθνικού» πολιτισμού που διαθέτουμε και που η αρχή του χάνεται στα βάθη των αιώνων, και αφετέρου τον ρόλο που έπαιξαν ο Τσιτσάνης και οι υπόλοιποι Τρικαλινοί δημιουργοί στα πλαίσια αυτού του πολιτισμού. Είναι ανάγκη, δηλαδή, εμείς οι Τρικαλινοί να σηκώσουμε πολύ ψηλά τον πήχυ.

Να σταματήσουμε καταρχήν την επαρχιώτικη γκρίνια του τύπου: γιατί να αφιερώσουμε ολόκληρη λεωφόρο για τον Τσιτσάνη, τα τραγούδια δεν τα έγραψε αυτός αλλά ο αδελφός του ο Χρήστος, ο Τσιτσάνης δεν έκανε τίποτα για τα Τρίκαλα, αν ήθελε να του κάνουμε μουσείο έπρεπε να είχε κάνει μια δωρεά για την πόλη και άλλα πολλά και φαιδρά που ακούγονται κατά καιρούς. Και να προσπαθήσουμε το «Κέντρο Έρευνας-Μουσείο Τσιτσάνη», που αγωνίζεται να ζήσει χωρίς επάνδρωση, χωρίς δικό του χώρο, με ελάχιστα χρήματα και που καταφέρνει παρ’ όλα αυτά να φαίνεται και να ακούγεται χάρη στο κουράγιο και την υπομονή των λίγων ανθρώπων που το στηρίζουν με αυταπάρνηση, αυτό το «Κέντρο Έρευνας-Μουσείο Τσιτσάνη» να το αναδείξουμε σε αληθινό κέντρο της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Σημαντικές πόλεις αναδεικνύονται εκείνες που γέννησαν σημαντικούς ανθρώπους και τους τιμούν με σημαντικά έργα αναγνωρίζοντας τον μόχθο τους και την προσφορά τους. Κι αν έχουν την τύχη μερικές να έχουν πράγματι γεννήσει σημαντικούς ανθρώπους, είναι λάθος να το παραβλέπουν οι ίδιες, να το υποβαθμίζουν ή να το γελοιοποιούν. Τα επίχειρα αυτής της νοοτροπίας τα πληρώνουμε σήμερα, που λόγω της οικονομικής κρίσης θυμηθήκαμε πως θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε και τον πολιτισμό για να βοηθηθούμε. «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα / δεν θα ‘χα τώρα καταντήσει ναυαγός / να μη μ’ ανοίγουν καμία πόρτα / κι όλοι να λεν πως είμαι άσωτος υιός», όπως έλεγε κι ο Τσιτσάνης σ’ ένα τραγούδι του.

Βάλαμε όμως μυαλό; Μακάρι ο χρόνος που θα κυλήσει από δω και πέρα να το δείξει. Έχουμε μπροστά μας να εκμεταλλευτούμε δυο μεγάλες επετείους: τα τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Τσιτσάνη του χρόνου (2014), και τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του του παραχρόνου (2015). Θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι; Ίδωμεν…

 

Θεόφιλος Π. Αναστασίου

 

Προηγούμενο άρθρο Γ. Παπασίμος: Τρομοκρατία – «τρομολαγνεία»: Οι δυο όψεις ενός κίβδηλου νομίσματος
Επόμενο άρθρο Ψήφισμα του Δ.Σ. της Ε.Α.Σ. Τρικάλων για τις αγροτικές κινητοποιήσεις