Υπήρχε μια εποχή στον τόπο μας, όχι και τόσο μακρινή, που την πολιτική χαρακτήριζαν σαφείς και ευδιάκριτες διαχωριστικές ιδεολογικές γραμμές. Αυτές περιχαρακώνανε τους σχηματισμούς και τους εκπροσώπους τους, δημιουργώντας μεταξύ τους είτε αγεφύρωτα χάσματα είτε, συχνά, κοινούς τόπους σύγκλισης απόψεων. Τουλάχιστον έτσι ήτανε σε θεωρητικό επίπεδο διότι η εμπειρία των ασκημένων πολιτικών και των εξ αυτών εκπορευόμενων αποτελεσμάτων κατέδειξε πως οι όποιες διαφορές περιοριζόντουσαν κατά κανόνα -και βέβαια σαφώς στους κυβερνητικούς σχηματισμούς- σε επίπεδο λεκτικών και μόνο εντυπώσεων. Ήταν δηλαδή μονάχα οι λέξεις και οι φράσεις που αυτές δημιουργούσαν ,στοιχιζόμενες κατάλληλα από χείλη επαγγελματιών πλανευτών, αυτές που ορίζανε τις διαφορές και όχι οι πράξεις και τα αποτελέσματά τους. Παρ’ όλα αυτά και πάλι αρκούσαν για να θέτουν κάποια ελάχιστα όρια πολιτικού ήθους, ηθικής και αξιοπρέπειας ή έστω μια ψευδαίσθηση της ύπαρξής τους. Το γκρέμισμα των διαχωρισμών του παρελθόντος και η ανάδειξη νέων (μνημονιακοί- αντιμνημονιακοί, πατριώτες-μειοδότες) δεν γέννησε απλά το παράδοξο της σύγκλισης μεταξύ θεωρητικά αταίριαστων ιδεολογικά σχηματισμών αλλά επέτρεψε και την όξυνση του φαινομένου του πολιτικού αριβισμού, της πολιτικής πιρουέτας. Από εκεί λοιπόν που κάποτε εθεωρείτο κοινωνικά κατακριτέα ακόμη και αυτή η ευκαιριακή αλλαγή εκλογικών προτιμήσεων των απλών ψηφοφόρων, φτάσαμε στο σημείο η καθημερινή μεταπήδηση στελεχών, ακόμη και των λεγόμενων πρώτης γραμμής, από κόμμα σε κόμμα, να μην είναι κάτι παραπάνω από ένα συμπληρωματικό των καθημερινών ειδήσεων θέμα. Φτάσαμε στο σημείο η αλλαγή απόψεων, θέσεων και γραμμής πλεύσης να αποτελεί μια δεδομένη κατάσταση της καθημερινότητας, ανάξια περαιτέρω και σε βάθος σχολιασμού. Είναι όμως έτσι; Αν όλο αυτό δεν είναι ενδεικτικό της βαθύτατης αξιακής κρίσης που βιώνουμε ως κοινωνία τότε τι είναι άραγε; Το θέμα δεν περιορίζεται απλώς στο ότι μια μετεκλογική μεταπήδηση ενός εκλεγμένου εκπροσώπου από τον ένα σχηματισμό στον άλλο αλλοιώνει τη βούληση του εκλογικού σώματος, που άλλα ψηφίζει και αλλού βλέπει εν τέλει να καταλήγει η ψήφος του. Δεν είναι καν ότι ξεγυμνώνει τις τυχοδιωκτικές λογικές και τις πρακτικές πολιτευτών και κομμάτων, που δε διστάζουν για λόγους ψηφοθηρίας και πολιτικής επιβίωσης να αλλάζουν θέσεις και διαθέσεις πιο συχνά και από εσώρουχα. Είναι πως παρ ‘όλα αυτά το εκλογικό σώμα, οι ψηφοφόροι, ο περιούσιος κυρίαρχος λαός επιμένει να εθελοτυφλεί και να κωφεύει επιλεκτικά και υποκύπτοντας σε φαιδρές δικαιολογίες και σε κούφιες και σταθερά επαναλαμβανόμενες –και μη υλοποιήσιμες-υποσχέσεις, να ενισχύει με την ψήφο του τους εκφραστές της φαυλότητας. Δεν είναι περισσότερο αστείο, γελοίο ή κατακριτέο το φαινόμενο του πολιτευτή που σήμερα υβρίζει αυτόν που χθες αποθέωνε, από την επιβράβευσή του με μια επανεκλογή. Διότι αν για το πρώτο ευθύνεται ο ίδιος και οι περιορισμένοι ατομικοί ηθικοί φραγμοί του, για το δεύτερο σίγουρα ευθύνονται κάποιοι άλλοι. Όλοι εμείς. Και βέβαια το να ζητάς ή να αναμένεις μια γενικευμένη εκλογική φώτιση είναι τόσο ρομαντικό, τόσο ουτοπικό ώστε να υφίσταται μονάχα στην υπέροχη φαντασία ξεχωριστών συγγραφέων. Το να αναμένεις όμως την άμεση, οριστική και αμετάκλητη πολιτική ταφή των φαύλων και των τυχοδιωκτών είναι απλή λογική κοινωνικής επιβίωσης. Για να μην πω απλή επιβεβαίωσης της ύπαρξης και λειτουργίας στοιχειωδών ανθρώπινων αντανακλαστικών.
Κων/νος Ντουρτούνης
Χειρουργός Οδοντίατρος