Η μαγεία πηγαίνει τόσο βαθιά μέσα στο χρόνο, από τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να «ερμηνεύει» τον κόσμο γύρω του. Και δεν έχει πάψει να υπάρχει ακόμη και μέχρι σήμερα, στην εποχή του ορθολογισμού. Η μαγεία έχει να κάνει με το φόβο του Άλλου, του ανερμήνευτου, του υπερφυσικού και εκφράζεται από ένα σύνολο πρακτικών που βρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες της ευρύτερης κοινωνίας, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Η φύση και το βάθος της αντίθεσης αυτής ποικίλει κατά τόπους και εποχές.
Το θέμα της μαγείας επομένως, προσφέρεται για μια διαχρονική διαπραγμάτευση, από την αρχαιότητα μέχρι τα μεταβυζαντινά χρόνια και μπορεί να φωτιστεί από πολλές πλευρές: μαγεία και μύθος, μαγεία και θρησκεία, μαγεία και επιστήμη, μαγεία και φιλοσοφία, η μαγεία στην καθημερινή ζωή, η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο, η μαγεία ως χαρτογράφηση του υπερφυσικού κόσμου, όπως τον αντιλαμβάνεται κάθε εποχή, αλχημεία, μάγοι και μάγισσες, αντικείμενα που σχετίζονται με τη μαγεία, κ.ά.
Πιο αναλυτικά, υποθεματικές που προκύπτουν από την προσέγγιση του θέματος μπορεί μεταξύ άλλων να είναι:
· Η ιστορία της μαγείας: Τι είναι μαγεία. Πώς ορίζεται το περιεχόμενό της. Εξωτερική και εσωτερική ερμηνεία της. Πώς ορίζει τη μαγεία η πολιτεία/ το κοσμικό κράτος και πώς το ιερατείο/ η Εκκλησία. Η μαγεία στην αρχαιότητα. Η μαγεία στο Βυζάντιο: συνέχεια, επιβίωση ή αναγέννηση; Σκοπός, μορφές, λειτουργία της μαγείας. Γοητεία-φαρμακεία-μαγγανεία-μαγεία. Η εξ ανατολών μαγεία. Ελλάδα και Ρώμη, Αίγυπτος. Συγκρητισμός. Θεσσαλία και Θράκη.
· Μαγεία και μυθολογία: Η μαγεία αντανακλάται στη μυθολογία, εάν αυτή θεωρηθεί σαν μια μορφή της φυσικής φιλοσοφίας. Η ομηρική μάγισσα Κίρκη, η Μήδεια, η Άρτεμις (Πότνια θηρών), η Εκάτη, Κένταυροι, Κένταυρος Χείρων. Εικονογραφία αγγείων, παραστάσεις σφραγιδόλιθων-φυλακτών. Σύμβολα και συμβολισμοί.
· Μαγεία και θρησκεία: Η μαγεία στο περιθώριο της επίσημης θρησκευτικής ζωής. Νυχτερινές ιδιωτικές τελετές. Διαχωρισμός και ερμηνεία των υπερφυσικών φαινομένων σε «άγια» και «δαιμονικά». Θαύματα και μαγικά κόλπα. Μαγεία και φιλοσοφία (Πλάτωνας, Γοργίας, Αριστοτέλης, Πυθαγόρειοι, Θεόφραστος, Μιχαήλ Ψελλός, Μιχαήλ Ιταλικός, κ.ά.). Μαγεία και αιρέσεις.
· Μαγεία και επιστήμες: Φιλοσοφία, Αστρολογία, Αλχημεία, Ιατρική, η μαγεία και το Δίκαιο (κοσμικό και εκκλησιαστικό).
· Η μαγεία και κοινωνία: Η μαγεία σε σχέση με την ιδεολογία και τους συμβολισμούς που παράγει κάθε κοινωνία. Πάροχοι και καταναλωτές της μαγείας (θέμα προσφοράς και ζήτησης). Τα κοινωνικά συμφραζόμενα: νόμοι, λογοτεχνία, βίοι αγίων, στοιχεία υλικού πολιτισμού. Λευκή και μαύρη μαγεία. Εγχώρια και εισαγόμενη. Κυριότερα θέματα της μαγείας, η υγεία και ο έρωτας. Κείμενα και αντικείμενα. Πρακτικές και πεποιθήσεις. Κομμάτι της καθημερινής ζωής ή μια απλή «υποσημείωση»; Κρατική και εκκλησιαστική ποινικοποίηση της μαγείας, περιθωριοποίηση. Εικονογραφία, αποδεκτά και μη αποδεκτά θέματα εικονογράφησης. Λογοκρισία.
· Μάγοι και μάγισσες: Ποιοι εξασκούσαν τη μαγεία; Άνδρες και γυναίκες. Η θέση τους στην κοινωνία. Οι μάγισσες της Θεσσαλίας, Θράκες, Εβραίοι. Μάγοι, μάντες, αστρολόγοι, ονειροκρίτες: σύγχυση, ομοιότητες, διαφορές. Σίμων ο Μάγος, Συμεών ο Σαλός, οσ. Ανδρέας ο Σαλός.
· Η μαγεία ως χαρτογράφηση του υπερφυσικού κόσμου: Οι ψυχές των νεκρών και οι περιπλανήσεις τους στον κόσμο. Θεοί και δαίμονες. Άγιοι και δαίμονες. Ονόματα και κατηγοριοποίηση των δαιμόνων. Χριστιανική εικονογραφία. Σύμβολα και συμβολισμοί.
· Μαγεία και υλικός πολιτισμός: Τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα της μαγείας. Φυλακτά, σφραγιδόλιθοι, μαγικοί πάπυροι, αποτροπαϊκές πινακίδες, κατάδεσμοι, ομοιώματα, λείψανα αγίων. Η μαγική βιβλιοθήκη των Θηβών. Μαγικά κείμενα σε επιγραφές, παπύρους, βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα, ιατροσοφικούς κώδικες και ευχολόγια. Εικονογραφία. Σύμβολα.
Ήρθε μια εποχή στην εξέλιξη του αρχαίου κόσμου που οι παλιές πεποιθήσεις παρήκμασαν και καινούριες θρησκείες και ηθικές ξεπήδησαν, σε κάθε περιοχή, απ’ τα ερειπωμένα κατάλοιπα των παλιών θρησκειών. Η Ασία είχε περάσει από μια παρόμοια φάση εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα κατά την οποία ο Βούδας και ο Κομφούκιος κατέδειξαν την αληθινή, κατά τη γνώμη τους ηθική: την απόρριψη όλων των θρησκειών. Υπήρχαν φιλόσοφοι στην Ευρώπη οι οποίοι κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, αφού η Αρχαία Ελλάδα είχε, ήδη, παράξει αρκετές σχολές σκεπτικών φιλοσόφων. Όμως ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος ήταν τόσο γεμάτος με «προκαταλήψεις» και ριζωμένες παραδοσιακές αντιλήψεις ώστε η «πρόοδος», γενικά, πήρε τη μορφή μιας καινούργιας θρησκείας. Εκατοντάδες θρησκείες πρόσφεραν τους μύθους τους και επεδείκνυαν τα τελετουργικά τους στις κοσμοπολίτικες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκατοντάδες μεταρρυθμιστές, απ’ την Περσία ως την Ισπανία, δυσανασχετούσαν και βρυχώνταν κατά της αμαρτίας και της προκατάληψης, σχηματίζοντας μικρές «σέκτες» σ’ αυτή την εποχή της πορφύρας και του χρυσού, για να καλλιεργήσουν στα όριά τους τη σκληραγωγία και την αυστηρή αρετή της εγκράτειας.
· Ο Ιησούς ήταν ένας απ’ αυτούς. Και μάλιστα ένας απ’ τους πιο αινιγματικούς και «σκοτεινούς» μεταρρυθμιστές. Καμιά αυθεντική φιλολογική μαρτυρία δεν τον αναφέρει παρά μόνο εκατό χρόνια μετά το θάνατό του. Μόλις και μετά βίας μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητά του απ’ τις μοναδικές φιλολογικές μαρτυρίες που μπορούμε να εμπιστευτούμε. Ξέρουμε πως το άτεγκτο πλαίσιο του Ιουδαϊσμού είχε, όπως άλλωστε κι όλων των άλλων θρησκειών, υποχωρήσει στις «λύσεις» της νέας σκέψης: υπήρχαν ακόμη Φαρισαίοι ή Φονταμενταλιστές. Αλλά υπήρχαν επίσης Σαδδουκαίοι, φιλελεύθεροι και ανθρωπιστές Ραββίνοι, όπως ο Χιλλέλ, εκλεκτικοί φιλόσοφοι όπως ο Φίλων και ασκητικοί επαναστάτες και «Καθαροί» όπως οι Εσσαίοι και οι «Θεραπευτές». Απ’ την τελευταία κατηγορία ξεπηδά, πολύ αινιγματικά, η μορφή του προφήτη της Ναζαρέτ που διδάσκει και μεταδίδει ένα και μόνο διακριτό μήνυμα: την έλευση του τέλους του κόσμου, το οποίο οι οπαδοί του είναι πρόθυμοι να διαδώσουν όταν πλέον πληρώνει το τίμημα της επανάστασής του(σταυρικός θάνατος).
· Ο Ιησούς με το θάνατό του βυθίστηκε στην αφάνεια και τη σκοτεινιά του ταπεινού λαού της Γαλιλαίας. Οι πιο ένθερμοι οπαδοί του, σύμφωνα και με τα Ευαγγέλια, επέστρεψαν στις εστίες τους. Δέκα χρόνια αργότερα μικρές ομάδες ασήμων ανδρών και γυναικών τελούσαν δείπνο στ’ όνομά του σ’ έναν αριθμό ελληνικών και ρωμαϊκών πόλεων. Η καινούργια «αίρεση» που αναφαίνεται είναι απ’ τις λιγότερο επιτυχείς, τις λιγότερο αξιοσέβαστες σ’ αυτό το διασπασμένο θρησκευτικά κόσμο. Βέβαια, αργότερα τα πράγματα άλλαξαν για τους χριστιανούς. Γιατί ο χριστιανισμός, όπως και ο Ιησούς, γεννήθηκε σε στάβλο αλλά μέσα σε λίγους αιώνες άρχισε να «ζει» στα παλάτια των αυτοκρατόρων της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Ο Χριστιανισμός, αρχικά, αρνήθηκε να συγχρονιστεί και να συγχωνευτεί με την πιο ισχυρή αυτοκρατορία του τότε γνωστού κόσμου όμως μέσα σε τρεις, τέσσερις αιώνες «κυρίευσε» αυτή την αυτοκρατορία και ύψωσε στους βωμούς της τον ταπεινό λαό-δούλους, γυναίκες, νεαρά εκλεπτυσμένα κορίτσια και αγόρια- ο οποίος αψήφησε τα βασανιστήρια των διωγμών και «αρωμάτισε» τον παρηκμασμένο κόσμο της αρχαιότητας με την ευωδία της εκούσιας θυσίας.
· Αυτό το θρίαμβο του Χριστιανισμού μέσω των πρώτων Μαρτύρων και Αγίων του θα προσπαθήσω να προσεγγίσω με ανοιχτό μυαλό, εξετάζοντας το «σώμα»-corpus των αγιολογικών κειμένων, τα οποία προσέδωσαν μοναδική δόξα και ακατανίκητη δύναμη στην Αρχαία Εκκλησία.
· Από τον δεύτερο ή απ’ το τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ. και μετά, η νέα θρησκεία άρχισε ομολογουμένως να θρέφεται με αμφίβολης ποιότητας και αμφίβολης συνοχής φιλολογικά κατασκευάσματα(απόκρυφα ευαγγέλια, θρύλους για την παιδική και εφηβική ηλικία του Ιησού κ.τ.λ.). Στην αρχή των διωγμών άνοιξε έτσι στους «παραχαράκτες» ένα καινούργιο και μεγαλειώδες πεδίο: αυτό της κατασκευής και συγγραφής θρυλικών, ελκυστικών ιστοριών. Πολύ σωστά και φυσικά οι πρώτοι χριστιανοί αποθησαύρισαν τη μνήμη και τα κατάλοιπα των λίγων ιερέων τους και των απλών παρθένων και ματρώνων που προτίμησαν να πεθάνουν παρά να προδώσουν τη χριστιανική τους πίστη. Με τον τρόπο αυτό, οι κατά τόπους Εκκλησίες, όπως ήταν φυσικό, απόκτησαν περηφάνια για τον αριθμό των μαρτύρων τους, για την ομορφιά της θεάρεστης ζωής τους, για τα θαύματά τους, ακόμη και για την ευγενή τους καταγωγή ή την υψηλή κοινωνική τους θέση.
· Αυτή η φιλολογία που υπήρχε, ήδη, τον 4ο αιώνα μ.Χ. είναι ασήμαντη, ως προς τον όγκο της, σε σχέση με την αγιολογική παραγωγή του Πρώιμου Μεσαίωνα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Πάπας Δαμάσιος σε τοπική Σύνοδο που συγκάλεσε στη Ρώμη ανάμεσα στο 370 και στο 380 μ.Χ. περιλαμβάνει στον πρώτο κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων που εξέδωσε η Ρώμη, την περίφημη πλαστή επιστολή του βασιλιά Αύγαρου προς τον Ιησού και την αντίστοιχη απαντητική του Ιησού προς τον Αύγαρο της Έδεσσας στη Συρία. Οι επιστολές αυτές όπως κι άλλα παρόμοια γραπτά κείμενα καταδικάστηκαν ως ψευδείς, ως πλαστογραφίες. Όμως, φυσικά, οι πιστοί συνέχισαν να τις διαβάζουν εφόσον δεν θεσπίστηκαν τιμωρίες για την απαγόρευση της ανάγνωσής τους.
· Μεγάλο μέρος αυτής της φιλολογικής παραγωγής ήταν τόσο γκροτέσκο(χονδροειδές και υπερβολικό) όσο οι μύθοι και οι θρύλοι που κυκλοφορούσαν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.
· Μια σειρά από καθολικούς λογίους και ταυτόχρονα εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, η οποία αρχίζει το 17ο αιώνα και φτάνει ως τις μέρες μας, έχει να επιδείξει σταθερή ενασχόληση με το πρόβλημα της «εκκαθάρισης» των Μαρτυρολογίων και των Βίων από ψεύδη, ιστορικές παραχαράξεις και υπερβολές. Απ’ αυτούς τους λόγιους που με κριτικό πνεύμα προσέγγισαν τα Αγιολογικά κείμενα της Αρχαίας Εκκλησίας, αναφέρω ενδεικτικά τους παρακάτω:
· 1. Καρδινάλιος Baronius, Βιβλιοθηκάριος της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, που το 1600 εξέδωσε την Εκκλησιαστική του Ιστορία με τίτλο «Annales Ecclesiastici».
· 2. Πατήρ Pagi, μορφωμένος Φραγκισκανός Μοναχός που αναθεώρησε την Εκκλησιαστική Ιστορία του Baronius.
· 3. Μ.Le Nain de Tillemont, Γάλλος ιερέας του β΄ μισού του 17ου αιώνα, ο οποίος έγραψε το μνημειώδες έργο «Αναμνήσεις για την ανασύνθεση και υποστήριξη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των έξι πρώτων αιώνων». Το έργο αυτό εμφανίστηκε μετά τον θάνατό του το 1698 και φτάνει μόλις στην εποχή των Μαρτύρων (τόμος V), πράγμα που σημαίνει ότι το φιλόδοξο έργο του M.Le Nain de Tillemont έμεινε ανολοκλήρωτο.
· 4. Ορθολογιστές κριτικοί όπως οι : Robertson, Drews, Smith, Couchoud κ.ά.
· 5. Ο λόγιος Πάπας Βενέδικτος XIV κατά κόσμον Prosper Lambertini, φίλος του Βολταίρου, που αναθεώρησε και αναμόρφωσε το Μαρτυρολόγιο.
· 6. Ο Ιησουΐτης και Βολλανδιστής πατέρας Hippolyte Delehaye. Οι Βολλανδιστές γενικά είναι οι Ιησουΐτες «σύντροφοι» και διάδοχοι του Bollandus ο οποίος το 17ο αιώνα συνέστησε μια πολύτομη συλλογή των «Πράξεων των Αγίων».
· Η σπουδή των βίων των μαρτύρων και των αγίων και η εξιχνίαση της διαδικασίας κατασκευής τους αποκαλείται σήμερα Επιστήμη της Αγιογραφίας ή Αγιολογίας. Εμπεριέχει τις εργασίες εκατοντάδων σημαντικών λογίων των τελευταίων εκατό χρόνων, εκ των οποίων μόνο μια μικρή μειοψηφία υπήρξαν ρασιοναλιστές. Κορυφαίοι Καθολικοί λόγιοι όπως ο Μgr. Duchesne, σπουδαίοι προτεστάντες λόγιοι, όπως ο Harnack και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί αλλά όχι λιγότερο αφοσιωμένοι ερευνητές, συνεργάστηκαν στην έρευνα των μαρτυρίων και των βίων των αγίων των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
· Το αποτέλεσμα είναι φανερό στο έργο του Dr. Albert Ehrhard: “Die altchristliche Literature”. O Ehrhard είναι καθολικός, όμως συνοψίζει, συμπυκνώνει και τελικά επικυρώνει το έργο των προηγούμενων κριτικών. Μας παραδίδει τους συγγραφείς και τους τίτλους περισσότερων των χιλίων βιβλίων και δοκιμίων που πραγματεύονται κριτικά το ζήτημα της εγκυρότητας των μαρτυρολογίων. Ο Neumann, για παράδειγμα, μας πληροφορεί πως έχει κάνει μια ειδική μελέτη όλων των θρύλων και των μύθων των μαρτύρων επί Κομμόδου αυτοκράτορος και διαπίστωσε ότι σχεδόν όλοι τους, εκτός από δύο ή τρεις, είναι φαλκιδευμένοι. Περαιτέρω, μελέτησε εξονυχιστικά την ιστορία της Αγίας Felicitas και των επτά υιών της και κατέδειξε ότι, στην περίπτωση αυτή, δύο τελείως διαφορετικές εκδοχές του θρύλου έχουν συγχωνευτεί, έτσι ώστε η Αγία να αποκτά πραγματικά τους επτά υιούς της κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Ο Delehaye, ένας Ιησουΐτης μελετητής προέβη σε μια ειδική μελέτη των μαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και διαπίστωσε ότι όλες οι «Πράξεις» τους – συμπεριλαμβανομένων και των πολύτιμων αφηγήσεων για την Αγία Αγνή και την Αγία Καικιλία- είναι μεταγενέστερα συμπιλήματα τα οποία δεν μαρτυρούν αναφορές σε προγενέστερες πηγές.
· Ο Duchesne μελέτησε ιδιαίτερα τα Μαρτυρολόγια που αναφέρονται σε γαλλικής καταγωγής αγίους. Ο Εhrhard μελέτησε τους Έλληνες μάρτυρες και ο καθηγητής von Gebhardt ξόδεψε σχεδόν μια ζωή στη μελέτη των «Πράξεων του Παύλου και της Θέκλας» και όπως παρατηρεί ο πατέρας Delehaye, «το αποτέλεσμα μας δείχνει τη μοιραία πορεία μέσα στο χρόνο των αγιογραφικών κειμένων, τα οποία παλιότερα είχαν υπερτιμηθεί ως θρησκευτικές και ιστορικές πηγές. Ο καθηγητής Usener και άλλοι λόγιοι κατέδειξαν ότι παγανιστικές θεότητες μεταμορφώθηκαν, μετασχηματιζόμενες στα βασικά τους στοιχεία σε χριστιανούς μάρτυρες. Άλλοι μελετητές ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την κατηγορία των αγιοποιημένων ηθοποιών που, ως ειδωλολάτρες, αρνήθηκαν να παρωδήσουν τους χριστιανούς στη σκηνή, εξαγοράζοντας έτσι την προηγούμενη άτακτη και αμαρτωλή ζωή τους με το μαρτύριο. Σ’ αυτή την κατηγορία, η τυπολογία της οποίας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημοφιλής, αποτελώντας τη βάση για πολλούς βίους μαρτύρων, εντάσσονται τα μαρτύρια των Αγίων: Γενεσίου, Γελασίνου, Αρδαλίωνος, Πορφυρίου, Φιλήμωνος και άλλων.
· Πρέπει ν’ αναφερθεί πως στο χώρο των Ιησουϊτών λογίων ο μορφωμένος ταυτίζεται με το Βολλανδιστή. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι μέλος της μόνιμης επιτροπής ή της Εταιρείας-Κοινωνίας των Βολλανδιστών μελετητών, που απ’ το 17ο αιώνα, υπό την εποπτεία, επιστασία και καθοδήγηση του πατρός Βοlland, συγκέντρωσε αγιολογικά κείμενα, δημιουργώντας την πιο μνημειώδη συλλογή Μαρτυρολογίων και βίων Αγίων που υπήρξε ποτέ. Έως την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης οι Βολλανδιστές είχαν εκδόσει 53 τεράστιους τόμους που περιείχαν τους βίους 25.000 Αγίων και μαρτύρων. Για τον τρόπο κατασκευής και δημιουργίας των πρώιμων αγιολογικών κειμένων οι Ιησουΐτες μελετητές διαπίστωσαν πως ισχύουν οι συνήθεις διαδικασίες, οι οποίες, στο πέρασμα του χρόνου, καταλήγουν στη σύνθετη παραγωγή τέτοιων κειμένων. Η αρχική συγγραφική εκδοχή ενός βίου-αγιολογικού κειμένου τροποποιείται μέσα στους αιώνες γιατί οι αντιγραφείς του είναι συνήθως απρόσεκτοι ή καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους στο περιθώριο του κειμένου ή αντίθετα αισθάνονται ότι αυτό είναι ένα έργο τέτοιας ευσέβειας και ιερότητας που είναι αδύνατον ν’ αγγίξουν, έστω και λίγο, τροποποιώντας την, την αρχική του αφήγηση. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κείμενα των βίων σώζονται σε αρκετά διαφορετικές εκδοχές σ’ Ανατολή και Δύση και οι μεγάλοι συγγραφείς βίων και μαρτυρολογίων του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές τις διαφορετικές εκδοχές και να εισαγάγουν στο τελικό τους κείμενο και την παραμικρή λεπτομέρεια που τυχόν έβρισκαν ν’ αναφέρεται στις πηγές τους.