Ειδήσεις

25/8/1900: Έφυγε ο Nietzsche που εξήγγειλε το θάνατο του Θεού – Του Ηρακλή Φίλιου


Υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι ο Nietzsche, που εξήγγειλε τον θάνατο του Θεού, υπήρξε άθεος. Ομολογώ, πως αυτή η άποψη γίνεται εντονότερη στον εκκλησιαστικό χώρο. Δεν είναι όμως το μοναδικό, που αγνοεί ο χώρος αυτός και ειδικά το ιερατείο. Και φυσικά, η ενασχόληση με το φιλοσοφικό του έργο, όλη αυτή η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του και των σκέψεων του, εντοπίζεται στη φράση «για αυτήν την καινούρια μουσική χρειάζονται και καινούρια αυτιά», η οποία κοσμεί το έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» (1891). Επομένως, οι λόγοι αυτοί δεν είναι για όλους. Κι έχω την αίσθηση, αθεράπευτα αμετανόητη δυστυχώς, πως ένα μέρος του εκκλησιαστικού χώρου, οι πλέον ανυποψίαστοι, θα εξορκίζουν για πολλά χρόνια τους λόγους του Nietzsche.

Ο Nietzsche, στη «Χαρούμενη Γνώση» (1882) βάζει τον τρελό που κατεβαίνει στην πλατεία εμ το φανάρι, ως άλλος Διογένης, να ομολογήσει με κυνικό τρόπο, τον θάνατο του Θεού. Γράφει χαρακτηριστικά: «Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!… ‘’Που είναι ο Θεός;’’ φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! Το σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… Ο Θεός είναι νεκρός!». (Βιβλίο III, 125). Εδώ συντελείται μία θεοκτονία. Ο τρελός όμως, δεν μένει μόνο στη διαπίστωση περί θανάτου του Θεού, αλλά προχωράει παραπέρα. Δείχνει τους υπαίτιους. Βέβαια, η φράση «Ο Θεός είναι νεκρός», φράση γνωστή σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες, δεν ανήκει στον Nietzsche. Αν και συναντάται και στην αρχαία Ελλάδα, αναζητώντας τις ρίζες της, τη συναντάμε σ’ έναν λουθηρανικό ύμνο του 1644, και τον οποίο μας παραθέτει ο Hegel. Αργότερα, ο Sartre θα επαναλάβει το ίδιο κήρυγμα, όπου μιλώντας στη Γενεύη κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα πει: «Κύριοι, ο Θεός πέθανε. Σας αναγγέλλω, κύριοι, τον θάνατο του Θεού».

Ο Nietzsche (1844 – 1900) γεννήθηκε στην πόλη Ραίκεν. Ο πατέρας του ήταν πάστορας, κι έτσι ο Nietzsche μεγάλωσε σε ένα σπίτι με έντονη τη λουθηρανική παράδοση. Αυτά υπήρξαν αρχικά τα βιώματα του. Στο σχολείο δε, σύμφωνα με το απολυτήριο του, ο ίδιος έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διδασκαλία του χριστιανισμού. Γι’ αυτό και σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο της Βόννης, με σκοπό να γίνει πάστορας, όπως ο πατέρας του. Όμως μία Κυριακή του Πάσχα 1865, δεν ακολούθησε την οικογένεια του στην εκκλησία. Έτσι, άφησε τη θεολογία και στράφηκε στην κλασική φιλολογία.

Ο Nietzsche ύστερα από όλα αυτά, δείχνει να εγκαταλείπει τη θρησκεία. Όλη αυτή του η αντίδραση, μετά από 20 χρόνια είχε ως αποκορύφωμα το έργο του, «Αντίχριστος» (1895), στο οποίο ο ίδιος «χτυπάει» τον χριστιανισμό, τους θεολόγους, την υποκρισία του κλήρου, τον ηθικισμό, εν τέλει το πνεύμα της δυτικής εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο επίτιτλος του βιβλίου, στον οποίο ο Nietzsche έγραψε «ανάθεμα κατά του χριστιανισμού». Δεν «χτυπάει» όμως τον Χριστό. Τον Χριστό, Τον υπερασπίζεται. Καταγγέλλει λοιπόν, στον «Αντίχριστο», τους «ηθικολόγους κρετίνους», τους οποίους επέβαλλε η ηθική του χριστιανισμού. Εκ πρώτης όψεως, ο λόγος του δείχνει έναν άνθρωπο άθεο. Όμως, ποιον χριστιανισμό καταγγέλλει ο Nietzsche, δεδομένου ότι μεγάλωσε σε ένα αυστηρό προτεσταντικό κλίμα;

Γράφει για την πολεμική του Nietzsche κατά του χριστιανισμού, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής π. Βασίλειος Γεωργόπουλος: «Η κριτική του εναντίον του Χριστιανισμού διακρίθηκε για την απολυτότητά της και την ακρότητα, πλην όμως και για την πλήρη αδυναμία της να γνωρίσει σε βάθος τη χριστιανική διδασκαλία. Θεμέλιο της κριτικής του υπήρξε η λανθασμένη αντίληψη περί Χριστιανισμού, που είχε μορφώσει, στην οποία συνέβαλε, συν τοις άλλοις, η αιματηρή ιστορία της Ευρώπης, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία των θρησκευτικών πολέμων, η απόμακρη και σκληρή εικόνα περί Θεού, που είχε δομήσει η Δυτική θεολογία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική». Εξάλλου, πως είναι δυνατόν να ισχύει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που η Δύση προσέγγισε ορθολογιστικά τον Θεό, εμ την αμιγώς χρήση της φιλοσοφίας;

Ο Nietzsche είχε πολλούς λόγους να εναντιωθεί στον χριστιανισμό, τον οποίο γνώρισε, αλλά και μελέτησε μέσα από τις θεολογικές του σπουδές στη Βόννη. Οι ασυδοσίες, η διαφθορά, οι τάσεις αυθεντίας, η κοσμική εξουσία της δυτικής εκκλησίας, η οποία παραμέριζε την έρευνα και τη σημασία της επιστήμης, η θεώρηση του Θεού ως ιδέα, το αυστηρό ηθικιστικό προτεσταντικό πνεύμα, η απολυτότητα του προτεσταντισμού, όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Nietzsche να εναντιωθεί σε αυτό που από μικρός έμαθε να πιστεύει. Δεν τα έβαλε όμως με τον Θεό. Τα έβαλε με όσους μετατρέπουν τον Θεό σε ιδέα. Και φυσικά, επουδενί δεν ήθελε να συμμετέχει σε μία τέτοια περί Θεού αντίληψη. Χαρακτηριστικά, ένας άλλος υπαρξιστής φιλόσοφος, ο Kierkegaard, όταν θέλησαν να τον κάνουν Επίσκοπο, ο ίδιος αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν θέλει να συμμετάσχει στη μεταχείριση του Θεού ως παλαβού.

Αυτό κατάφερνε η Δύση και αυτό βίωσε ο Nietzsche∙ έναν Θεό, που η δυτική εκλογίκευση των πάντων και η φιλοσοφική κατανόηση του Θεού, τον αντιμετώπιζε ως παλαβό. Έναν Θεό τιμωρό και μία δυτική εκκλησία που κάνει λόγο περισσότερο για αμαρτία και πάθη, παρά για αγάπη και γίνεται κατεστημένο για τον λαό. Δηλαδή, ο Nietzsche γνώρισε έναν χριστιανισμό απαισιόδοξο, όπου βρίσκει παντού αμαρτία, αφού όπως θα πει ο ίδιος «η εμμονή του χριστιανισμού να βρίσκει τον κόσμο άσχημο και κακό έχει κάνει τον κόσμο άσχημο και κακό».

Ο θάνατος του Θεού για τον Nietzsche, δεν είναι ένας θρίαμβος, μήτε μία χαρμόσυνη εξαγγελία. Έχει τραγικότητα. Και δείχνει μέσα από τα λόγια του τρελού στη «Χαρούμενη Γνώση» τους υπαίτιους αυτής της θεοκτονίας. Παράλληλα επισημαίνει πώς κατάφεραν να οδηγηθούν σε ένα τέτοιο έγκλημα, όσοι σκότωσαν τον Θεό. Και αυτή η θεοκτονία τι αφορά; Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση, στην οποία προβαίνει ο καθηγητής Θεολογίας του Καθολικού Κολλεγίου Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, π. Παντελεήμων Μανουσάκης, ο οποίος για τη φράση του Nietzsche «ο Θεός είναι νεκρός», εύστοχα σημειώνει: «Ακούγεται τόσο συχνά η φράση αυτή και μάλιστα από δύο ειδών κληρικούς: από εκείνους που θέλουν να σοκάρουν και οικειοποιούνται την φράση του Nietzsche δίχως να καταλαβαίνουν τί ήθελε να πει, και από εκείνους που απλώς θέλουν να κριτικάρουν τον Nietzsche ως ένα παρανοϊκό άθεο. Λυπάμαι, αλλά είναι και οι δύο αυτές απόψεις λανθασμένες… Όταν, λοιπόν, ο τρελός του Nietzsche κατηγορεί πως «εμείς» σκοτώσαμε τον Θεό, η κατηγορία του αφορά κυρίως τους φιλοσόφους η οποίοι διά της φιλοσοφίας, διά της ιδέας του Θεού, δημιούργησαν ένα είδωλο του θεού (η λέξη είδωλο επίσης συγγενεύει με την ιδέα και το ἰδεῖν)—αλλά τί παραπάνω είναι το είδωλο του θεού παρά ένας νεκρός θεός;».

Ο Nietzsche, και θέλω να το φωνάξω δυνατά σε πείσμα όσων ακροβατούν στα όρια της υπαρξιακής τους τοποθέτησης μεταξύ αμφιβολιών και βεβαιοτήτων, δεν ήταν άθεος. Απρόσμενα είναι τα λόγια ενός κληρικού και δη καθηγητή θεολογίας και φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Winchester και του Cambridge, του π. Νικόλαου Λουδοβίκου, ο οποίος ταράσσει την εκκλησιαστική καθεστηκυία αντίληψη, γράφοντας για το πρόσωπο του μεγάλου φιλοσόφου του 19ου αιώνα: «Αυτός ο άνθρωπος είχε αναλαμπές μεγαλοφυΐας. Αν του είχε εξηγήσει κανείς το χριστιανισμό πως είναι, θα ήταν πατήρ της εκκλησίας. Από τη στιγμή, που γνώρισε το χριστιανισμό, τον χτύπησε έως θανάτου. Με λυσσαλέο τρόπο. Κι εγώ αν ήμουν στη θέση του, ειλικρινά σας λέω, θα τον χτύπαγα όσο μπορούσα».

 

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Προηγούμενο άρθρο Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη στα Τρίκαλα
Επόμενο άρθρο Ασκληπιός και Ιπποκράτης συναντώνται στα Τρίκαλα