Υπερβολή ή παρανόηση; Το θέμα με την προσκύνηση του κάστανου του οσίου Παϊσίου υπήρξε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έγινε μεγάλη φασαρία για ένα θέμα, που δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Το 2015 στην Κύπρο είχαν τεθεί σε προσκύνημα οι παντόφλες του οσίου και το 2016 (εν αγνοία του Μητροπολίτη Αργολίδος) τα γυαλιά του οσίου.
Και δεν είναι τα μοναδικά περιστατικά, κατά τα οποία η τιμή και η ευλάβεια ως απόρροια της πίστης, παρανοούνται. Η παρανόηση γίνεται κάποιες φορές και με άλλα μέσα και όλες τις υπερβολές, αφού έχω την αίσθηση πως μερικές φορές αγνοείται το πρόσωπο του Χριστού. Σαν να είναι ο Ίδιος Απών απ’ όλα. Και ο Χριστός που είναι; Σε ποια δημόσια πλατεία λιτανεύει; Μήπως έχασε το δρόμο; Τελικά είχε δίκιο ο τρελός του Νίτσε στη χαρούμενη γνώση, όταν φώναζε στην πλατεία ότι «εμείς σκοτώσαμε τον Θεό».
Ο κόσμος έγινε μαγικός. Η εκκλησία μερικές φορές ενθαρρύνει και χειροκροτεί το μαγικό στοιχείο. Θέλω να πω, πως επουδενί η εκκλησία δεν σχετίζεται με τη μαγεία αλλά οι άνθρωποι, οι χαρισματικοί της φορείς εν τέλει, οδηγούν και οδηγούνται μερικές φορές σε μία άλλη θεώρηση του μυστηρίου όπως εκδηλώνεται μέσα στην εκκλησία, απομακρυσμένη από το στοιχείο της μυσταγωγίας, η οποία έχει θεία προέλευση. Άραγε πόσο απέχει η τιμή ενός κάστανου από την αθεΐα ή ακόμη και την ειδωλολατρία; Τουλάχιστον ο άθεος (αν και ο όρος αυτός κατά Μπερντιάεφ είναι αδόκιμος) είναι ένας εν δυνάμει θεϊστής. Ένας που προσκυνάει ένα κάστανο που κάποτε είχε αγγίξει ο όσιος Παΐσιος, και προσηκώνει το υπαρξιακό του βίωμα στο κάστανο αυτό, που άγγιξε ένας όσιος δεν τείνει να γίνει ειδωλολάτρης;
Κι αν κάποιοι θεωρήσουν ότι αυτή η σκέψη είναι υπερβολή, ας σκεφτούν αν όλοι οι πιστοί και όλων των ηλικιών, διατηρούν ικανά ανεπτυγμένο εκεί το αισθητήριο, που τους επιτρέπει την ασφαλή αντίληψη των γεγονότων, και των σημαινομένων μέσα στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Σαφώς και όχι. Δηλαδή, με άλλα λόγια, πιστοί με αγνές προθέσεις και με πίστη, αλλά χωρίς να φιλτράρουν κάθε κίνηση, όπως αυτή με το κάστανο, είναι εύκολο να πέσουν στην παγίδα της νενομισμένης τιμής. Στην απομάγευση αυτή του κόσμου, σ’ αυτό το ξεθώριασμα της παγανιστικής δεισιδαιμονίας, μεταξύ των άλλων συνέβαλε και ο λόγος «Κατά Ελλήνων» του Μ. Αθανασίου.
Όταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο λόγο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας» παρουσίαζε συστηματικά το θέμα της τιμής των εικόνων και κήρυττε πως «η τιμή της εικόνας πηγαίνει στο πρωτότυπο», δεν αγωνιούσε να εξασφαλίσει τη λατρεία του Θεού ή την τιμή των αγίων, που εικονίζονται στις ιερές εικόνες, αλλά να προφυλάξει τους χριστιανούς από τη σχέση του εκφραστικού τους βιώματος με την ύλη που απαρτίζει την εικόνα (π.χ. το ξύλο). Αυτό βέβαια είχε ένα παραπάνω λόγο να το αναφέρει, αφού οι εικονομάχοι κατηγορούσαν τους χριστιανούς ότι τιμούν και λατρεύουν την, ύλη. Η λατρεία όμως ανήκει μόνο στον Θεό, κάτι που επισημαίνει πάλι ο Ιωάννης στους παρακάτω λόγους του, γράφοντας πως «κανένα δεν πρέπει να προσκυνάμε ως Θεό παρά μόνο τον κατά φύση Θεό, αποδίδοντας σ’ όλους ό,τι οφείλουμε, όπως διέταξε ο Κύριος».
Αυτό είναι το βασικό∙ ότι στην εκκλησία λατρεύουμε τον Θεό, αλλά τιμάμε την Θεοτόκο και τους αγίους. Το άλλο είναι ότι όταν ασπαζόμαστε την εικόνα ή το ιερό λείψανο, δεν προσκυνάμε την ύλη, το ξύλο από το οποίο κατασκευάστηκε, αλλά αποδίδουμε τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Στην περίπτωση με το κάστανο, το εκκλησίασμα αποπροσανατολίζεται. Κάθε τι που σχετίζεται με τον όσιο Παΐσιο δεν μπορεί με άνεση να προσφέρεται προς προσκύνηση. Με την ίδια λογική ας τιμήσουμε την πέτρα που καθόταν ο όσιος, τα κομποσκοίνια που άγγιζε, το ποτήρι που έπινε νερό.
Οι μέρες κατά τις οποίες ζούμε, όσον αφορά την πνευματική ζωή, έχω την αίσθηση ότι αναζητούν την εύκολη και ανώδυνη λύση. Δεν είναι όλα ιερά και άγια και δεν είναι όλα εικόνες και λείψανα. Σαν να πρέπει κάποιες φορές μέσα στην εκκλησία όλα να γίνουν προσιτά, άλλοτε κατανοητά (απεμπολισμός του μυστηρίου), μαγικά στον τρόπο κάποιες φορές. Δεν είναι όμως σακραμενταλιστικό το στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, όπως το βίωσαν οι ασκητές της ερήμου και οι Πατέρες της εκκλησίας μέσα από τη νήψη και την προσευχή. Είναι μυστηριακό, μυσταγωγικό. Φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αλλά δεν αφήνει να νοηθεί, πόσο δε μάλλον να κατανοηθεί το μυστήριο της τριαδικής Του παρουσίας∙ εν τέλει κάθε έκφρασης των ενεργειών Του (όπως η ευωδία ενός ιερού λειψάνου). Είναι αυτό που λέει κάπου ο Kierkegaard, ότι ο Θεός γυρίζει incognito, ή ως «deus secretus» και «deus publicus» όπως θα συμπλήρωνε ο ιερός Αυγουστίνος.
Στην ορθοδοξία μερικές φορές δεν μας φτάνει ο Θεός. Μας είναι απρόσιτος. Δεν μας γεμίζει ικανοποιητικά η θεία Ενανθρώπιση, η Ανάσταση. Αναζητούμε κάτι χειροπιαστό για να κρατήσουμε ζωντανή τη βούληση μας να πιστέψουμε, γιατί θέλουμε να πιστέψουμε. Έτσι το απρόσιτο δείχνει να μην χωράει. Είναι πιο εύκολο εξάλλου να ψηλαφήσεις ένα κάστανο που άγγιξε ένας όσιος παρά να βιώσεις εμπειρικά την παρουσία του Θεού. Η παρουσία του κάστανου είναι οφθαλμοφανής, ενώ του Θεού θέλει πνευματικό κόπο για να σιγουρευτείς.
Την ίδια ώρα μάθαμε να φιλάμε ένα κάστανο, ενώ δεν έχουμε ναό προς τιμή του προφήτη Προδρόμου. Γνωρίζουμε απ’ έξω τις προφητείες των γερόντων, ενώ αγνοούμε παντελώς πώς να συμπεριφερθούμε στον ιερό ναό. Συνεχώς ακούμε να λένε «το είπε ο γέροντας», ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου. Γνωρίζουμε απ’ έξω όλες της νηστίσιμες συνταγές, αλλά η νηστεία της γλώσσας κοσμεί τις σελίδες των βιβλίων. Μοιάζουμε να ζούμε για το τι θα γίνει στα έσχατα, χωρίς να βιώνουμε το ιστορικό παρόν. Ακούμε πομπώδη κηρύγματα, ενώ αγνοούμε προκλητικά πως οι εκκλησίες δεν γεμίζουν. Δεν είναι έτσι.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος