Τροπολογία Σκρέκα για τα κόκκινα δάνεια


Η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία αποτελεί προϋπόθεση ώστε να ρυθμίσουν τις οφειλές τους προς τις τράπεζες οι επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με την τροπολογία για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, που κατέθεσε χθες ο υπουργός Ανάπτυξης Κ. Σκρέκας, ο όρος αυτός ισχύει τόσο στην περίπτωση της εξωδικαστικής ρύθμισης χρεών, η οποία αφορά επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. ευρώ, όσο και στη ρύθμιση που θα βασίζεται σε επικυρωμένη από το δικαστήριο συμφωνία.

Δυσκολότερη ωστόσο θα είναι η διαδικασία σε όσους έχουν οφειλές προς Δημόσιο ή ασφαλιστικά ταμεία άνω του 1 εκατ. ευρώ. Στην αρχική τροπολογία προβλεπόταν ότι αυτοί, προσκομίζοντας στο Δημόσιο ή στα ασφαλιστικά ταμεία τη συμφωνία που είχαν κάνει με την τράπεζα, μπορούσαν να αιτηθούν διαγραφή 40% των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων και να αποπληρώσουν το υπόλοιπο προς εφορία και Ταμεία σε 100 μηνιαίες δόσεις. Τώρα θα πρέπει αναγκαστικά να υπαχθούν πρώτα στην πάγια ρύθμιση (που προβλέπει αποπληρωμή σε 12 δόσεις), να κάνουν μετά συμφωνία με την τράπεζα και στη συνέχεια να αιτηθούν μείωση των προσαυξήσεων και προστίμων κατά 40%. Προϋπόθεση για τη ρύθμιση των οφειλών προς τις τράπεζες καθίσταται η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία, σύμφωνα με τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που κατέθεσε χθες ο υπουργός Ανάπτυξης Κ. Σκρέκας στην τροπολογία για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια. Ο όρος αυτός ισχύει τόσο στην περίπτωση της εξωδικαστικής ρύθμισης χρεών η οποία αφορά επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. ευρώ, όσο και στη ρύθμιση που θα βασίζεται σε επικυρωμένη από το δικαστήριο συμφωνία. Το προαπαιτούμενο αυτό καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολη τη ρύθμιση των χρεών των λεγόμενων μεγαλοοφειλετών, όσων έχουν οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία πάνω από 1 εκατ. ευρώ, και που είχαν υπολογισθεί σε 943 επιχειρήσεις.

Ειδικότερα, οι αλλαγές που επέρχονται με τις νομοτεχνικές βελτιώσεις είναι οι ακόλουθες:

• Προκειμένου ένας οφειλέτης να ρυθμίσει τα ληξιπρόθεσμα δάνειά του με την τράπεζα ή ακόμη και να γίνει διαγραφή μέρους της οφειλής του προς το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει, εφόσον έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και ασφαλιστικά Ταμεία, να τις ρυθμίσει υποχρεωτικά και αυτές. Η ρύθμιση των τελευταίων μπορεί να γίνει είτε βάσει του νόμου 4305/2014 (πρόκειται για τον νόμο που πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή και αφορά τη ρύθμιση των οφειλών προς ασφαλιστικά Ταμεία και εφορία έως 100 δόσεις) είτε βάσει της πάγιας ρύθμισης που ισχύει για τις οφειλές προς Δημόσιο και ασφαλιστικά Ταμεία.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι το μπόνους του 20%, δηλαδή η πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων, πέραν δηλαδή αυτής που προβλέπεται στη ρύθμιση των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας, διατηρείται για τους οφειλέτες που θα υπαχθούν στη ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης. Ο οφειλέτης σε αυτή την περίπτωση προσκομίζει στην εφορία και στο ασφαλιστικό Ταμείο βεβαίωση ότι έχει υπαχθεί σε ρύθμιση με την τράπεζα προκειμένου να λάβει το επιπλέον 20%, χωρίς αυτό να συνεπάγεται επιστροφή ήδη καταβληθέντων χρηματικών ποσών.

«Θολό», ωστόσο, είναι το τοπίο σε ό,τι αφορά όσους έχουν οφειλές προς Δημόσιο ή ασφαλιστικά Ταμεία άνω του 1 εκατ. ευρώ. Στην αρχική τροπολογία προβλεπόταν ότι αυτοί, προσκομίζοντας στο Δημόσιο ή στα ασφαλιστικά Ταμεία τη συμφωνία που είχαν κάνει με την τράπεζα, μπορούσαν να αιτηθούν διαγραφή 40% των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων και να αποπληρώσουν το υπόλοιπο προς εφορία και ταμεία σε 100 μηνιαίες δόσεις. Τώρα θα πρέπει αναγκαστικά να υπαχθούν πρώτα στην πάγια ρύθμιση (που προβλέπει αποπληρωμή σε 12 δόσεις), να κάνουν μετά συμφωνία με την τράπεζα και στη συνέχεια να αιτηθούν μείωση των προσαυξήσεων και προστίμων κατά 40%.

Στην τροπολογία η οποία είχε κατατεθεί στη Βουλή από τον τέως υπουργό Ανάπτυξης κ. Ν. Δένδια, αφενός προβλεπόταν η αντίστροφη πορεία και αφετέρου δεν υπήρχε το στοιχείο «ο χαρακτήρας της υποχρεωτικότητας». Συγκεκριμένα προέβλεπε ότι εάν ο οφειλέτης επιτύχει συμφωνία με την τράπεζα για τη ρύθμιση των δανείων του θα μπορούσε να ζητήσει ρύθμιση από το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία.

Με την αλλαγή αυτή εκτιμάται ότι επανέρχεται ο χαρακτήρας της ενιαίας αντιμετώπισης των ληξιπρόθεσμων χρεών των επιχειρήσεων, χαρακτήρας που υπήρχε στα αρχικά προσχέδια, αλλά εν πολλοίς χάθηκε από το κείμενο που κατατέθηκε στη Βουλή. Επιπλέον, θεωρείται ότι έτσι διασφαλίζονται καλύτερα τόσο τα συμφέροντα των τραπεζών όσο και του Δημοσίου.

• Επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που θα προβούν σε εξωδικαστική ρύθμιση χρεών θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση έως τις 31 Μαρτίου 2016 και όχι έως τις 31 Μαρτίου 2015 που προέβλεπε το αρχικό κείμενο.

• Το μέγιστο όριο διαγραφής οφειλών ανά τράπεζα προς τον οφειλέτη είναι 500.000 ευρώ. Στο αρχικό κείμενο δεν ήταν σαφές εάν το όριο αυτό αφορούσε συνολικά τις διαγραφές από περισσότερα του ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

• Η επιτροπή παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου, που προβλεπόταν και στην αρχική τροπολογία, αποκτά επίσης την αρμοδιότητα να υποβάλει έκθεση προς την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την ανταπόκριση των τραπεζών στις ρυθμίσεις και στις διαγραφές που προβλέπει ο νόμος.

H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ (Δήμητρα Μανιφάβα)

Προηγούμενο άρθρο Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία
Επόμενο άρθρο Κάλεσμα σε γονείς και παιδιά να συμμετέχουν στον αντιφυματικό εμβολιασμό