Την 25/7, επόμενη της επετείου αποκατάστασης της Δημοκρατίας για τον επίσημο πολιτικό κόσμο, επέλεξε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να παρουσιάσει τις προτάσεις του για τη συνταγματική αναθεώρηση, τις οποίες ο ίδιος ενέταξε σ’ ένα πλαίσιο μιας νέας μεταπολίτευσης και συνέχειας της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Οι προτάσεις του πρωθυπουργού για την αναθεώρηση του Συντάγματος έχουν κέντρο βάρους και αυτό δεν είναι άλλο από την εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, την ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού και τη συγκέντρωση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης στην προώθηση της αντεργατικής λαίλαπας. Γι’ αυτό η πρόταση για συνταγματοποίηση της λεγόμενης «απλής αναλογικής» με το αντιδημοκρατικό όριο 3% για την είσοδο στη Βουλή, πάει χέρι – χέρι με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας, ώστε πρόταση δυσπιστίας για να γίνεται δεκτή να απαιτείται εκτός του να μην παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης μια κυβέρνηση να υποδεικνύεται ταυτόχρονα άλλος πρωθυπουργός από την υφιστάμενη Βουλή, ο οποίος να συγκεντρώνει τη δεδηλωμένη. Οι δυσχέρειες που μπορεί να σμίκρυναν μια κοινοβουλευτική περίοδο πρέπει να τελειώσουν και ο λαός να μην κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να ψηφίζει, μια φορά στα τέσσερα χρόνια και βλέπουμε.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και η λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και η δυνατότητα εκλογής του απευθείας από το λαό. Δεν πρόκειται περί αύξησης του ρόλου του λαϊκού παράγοντα (αφού ο λαός θα ψηφίζει μόνο αν αποτυγχάνει η Βουλή να εκλέξει πρόεδρο,επιλέγοντας κάποιον από τους δύο επικρατέστερους υποψήφιους στην κοινοβουλευτική διαδικασία) αλλά περί θωράκισης του πολιτικού συστήματος από «κακοτοπιές» πρόωρων εκλογών, διακοπής της διαδικασίας προώθησης των αλλεπάλληλων μνημονίων, περί τόνωσης του εγγυητικού και σταθεροποιητικού ρόλου του ΠτΔ για την μεγαλύτερη συναίνεση στην αστική επίθεση.
Ιδιαίτερα αντιδραστική τομή είναι η προώθηση συνταγματικού δικαστηρίου με το προκάλυμμα της θεσμοθέτησης ειδικού γνωμοδοτικού οργάνου που θα κρίνει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, καταργώντας επί της ουσίας την δυνατότητα κάθε δικαστηρίου να ελέγχει τη συνταγματικότητα ενός νόμου.
Προτείνεται η δυνατότητα δημοψηφισμάτων, που δεν θα θίγουν τη δημοσιονομική πορεία της χώρας βέβαια, και φυσικά δεν θα θίγουν τα ήδη κεκτημένα των αντιδραστικών τομών – αλλαγών στο σύνολο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Το τραγελαφικό είναι ότι προτείνεται η επικύρωση με δημοψήφισμα κάθε συνθήκης που θα μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες, ενώ η κυβέρνηση δεν μπορεί να συντάξει και να ψηφίσει κανένα νόμο, αν δεν τύχει της έγκρισης των δανειστών και της Ε.Ε.
Το ίδιο ισχύει και με την πρόταση συνταγματικής κατοχύρωσης του δημόσιου ελέγχου σε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. Με την ισχύουσα και εφαρμοζόμενη νομοθεσία αθρόων ιδιωτικοποιήσεων, για την ανατροπή της οποίας ούτε λόγος δε γίνεται αντίθετα προωθείται παντί τρόπω, η πρόταση αυτή μοιάζει με πουκάμισο αδειανό. Τα ίδια ισχύουν και για την πρόταση για συνταγματική πρόβλεψη περί κατοχύρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του μισθού, σ’ ένα πλαίσιο όπου ο βασικός μισθός έχει κατακρημνιστεί, κυριαρχεί η εργοδοτική δεσποτεία ενώ η άμεση βασική κοινωνική ανάγκη είναι η γενναία αύξηση του μισθού με ταυτόχρονη μείωση του χρόνου εργασίας.
Τέλος, μόνο τη σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει η πρόταση κατοχύρωσης της θρησκευτικής ουδερότητας του κράτους με ταυτόχρονη αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως κρατούσας θρησκείας.
Ο σχετικός διάλογος που θα ανοίξει έχει μια σαφή επιδίωξη: την αντιδραστική αναθεώρηση των θεσμών, της πολιτικής δραστηριότητας, των νόμων και της πολιτισμικής – ιδεολογικής λειτουργίας του κράτους στο έδαφος της σύγχρονης κοινωνικής βαρβαρότητας της συνολικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις στην αντίθετη κατεύθυνση, για μια άνοιξη των εργατικών αγώνων, για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό διαφωτισμό ουσιαστικής δημοκρατίας κι εργατικής απελευθέρωσης.
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. ΤΡΙΚΑΛΩΝ