Όταν από την συνοικία που μένω κατεβαίνω στην όμορφη πόλη των Τρικάλων παρκάρω το αυτοκίνητό μου κοντά σε μια πλατεία. Εκεί συναντώ σχεδόν κάθε μέρα δύο από τους υπαλλήλους του Δήμου που με πολύ αγάπη φροντίζουν το γρασίδι της πλατείας και τα λουλούδια της, έναν άνδρα και μια γυναίκα.. Κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι ήταν ζευγάρι.”Την ευλογία σας πάτερ!” μου λέγουν κάθε φορά που τους συναντώ με πολλή χαρά. Κάποια στιγμή με είδαν να δίνω σε ένα παιδάκι που μου φίλησε το χέρι μια εικονίτσα. Τότε με πολλή απλότητα μου λέει ο σύζυγος, ”Μπορείτε πάτερ να μας δώσετε και μας μια εικονίτσα;” Τους έδωσα και αυτούς από μια εικονίτσα την φίλησαν με πολύ ευλάβεια και με ευχαρίστησαν. Τους έχω συναντήσει μέσα στον καύσωνα αλλά και μέσα στο κρύο να δουλεύουν, πάντοτε είναι ”έξω καρδιά” με το χαμόγελο στα χείλη.
Πριν λίγο καιρό έγινε στην ενορία μου η κηδεία του κ. Θανάση του τσαγκάρη. Πολύς κόσμος στην Εκκλησία. Άνθρωποι απλοί, καθηγητές, γιατροί, οι γείτονές του, οι πελάτες του όλοι ήρθαν να πουν το τελευταίο αντίο στον φίλο τους. Ο κυρ Θανάσης είχε ένα χάρισμα, να σου φτιάχνει την διάθεση. Η λέξη γκρίνια και μιζέρια ήταν άγνωστη γι’ αυτόν. Είχε μόνιμα το χαμόγελο στα χείλη. Ήμουν και εγώ πελάτης του. Ήταν αδιανόητο για μένα, όπως κάμω συνήθως σε άλλες περιπτώσεις, να περάσω βιαστικά από το μαγαζί του. Έπρεπε να με καλημερίσει, να με ρωτήσει τι κάνω εγώ και η οικογένειά μου και αν έχω χρόνο να μου πει και καμιά ιστορία από τα παλιά. Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν την καρδιά του κυρ Θανάση και την καλή του διάθεση νομίζω πως οι ψυχίατροι δεν θα είχαν δουλειά.
Στην παλιά μου γειτονιά συχνά πηγαίνω και επισκέπτομαι μια χήρα γυναίκα, γύρω στα εβδομήντα, φίλη της μητέρας μου. Μου άρεσε από μικρός να πηγαίνω γιατί είχε μια ξυλόσομπα και μου έψηνε πάνω της καψάλες. Πολλή μικρή στα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο του σαράντα έμεινε χήρα με δύο παιδιά. Τα μεγάλωσε με πολύ κόπο δουλεύοντας στα χωράφια και σε θερμοκήπια. Πουλούσε στην γειτονιά κότες και κουνέλια. Το σπίτι που της άφησε ο άνδρας της καταφέρνει πάντοτε να το έχει φρεσκοβαμμένο, τα δε λουλούδια στον κήπο της είναι τα ομορφότερα στην γειτονιά. Ποτέ δεν την είδα με τα μούτρα κάτω ή να κλαίει την μοίρα της αν και γνωρίζω καλά πως οικονομικά δύσκολα τα βγάζει πέρα. Είναι μόνιμα με το ”δόξα το Θεό” στο στόμα.
Πριν λίγα χρόνια ένας φίλος μου λέγει να πάμε να επισκεφτούμε έναν ιερέα σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Αργιθέας. Εκεί αυτός υπηρετεί για πάνω από σαράντα χρόνια. Με έναν μισθό και τριάντα προβατάκια κατάφερε να σπουδάσει εννέα παιδιά. Πήγαμε νωρίς το απόγευμα, κάναμε τον εσπερινό και αυτός έψελνε σαν μικρό παιδί λες και έκαμε πρώτη φορά εσπερινό, ένοιωθε την κάθε λέξη των τροπαρίων. Στο τέλος μας κέρασε έναν καφέ και μας ξεπροβόδησε λέγοντας: ”Ο Θεός, πατέρα Αθανάσιε, όπως φρόντισε για τα δικά μου παιδιά θα φροντίσει και για τα δικά σου, εμείς οι χριστιανοί δουλεύουμε στο καλύτερο αφεντικό αρκεί να προσπαθούμε να μην το λυπούμε. Μην έχεις άγχος για τίποτε, φρόντισε μόνον να έχεις ταπεινή διακονία στο Άγιο Θυσιαστήριο”.
Αγαπητοί φίλοι, εμείς πότε θα ”φρενάρουμε” από το τρέξιμο της καθημερινότητας; Πότε θα ασχοληθούμε με την ηρεμία και την καλλιέργεια της ψυχής μας; πότε θα ασχοληθούμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα; Μήπως η ζωή μας είναι σύντομη και θα την σπαταλήσουμε σε ανούσια πράγματα; Μήπως η ευτυχία κρύβεται σε πράγματα που ούτε καν περνούν από το μυαλό μας; Μήπως πάμε στην άλλη ζωή χωρίς να έχουμε ζήσει την επίγεια ζωή που είναι δώρο του Θεού; Η ευτυχία βρίσκεται στο χρήμα και την αμαρτία ή στην ανιδιοτελή έμπρακτη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο; Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε τον τρόπο που θα ζήσουμε αρκεί να σκεφτόμαστε και της συνέπειές του σ’ αυτή αλλά και την άλλη ζωή.