«Προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται»=«Σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται κάθε στοιχείο του παρελθόντος μας» και το τελικό, παρόν «αποτέλεσμα» είμαστε εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, που καλούμαστε να φανούμε αντάξιοι του παρελθόντος μας.
Η Μνημοσύνη είναι προγεννήτορας όλων των τεχνών και των επιστημών, μεταξύ των οποίων και της ιστορίας· η Κλειώ ήταν μία από τις θυγατέρες της. Η επιστήμη της θύμησης, η μνημονική, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη τον Κείο, αποτέλεσε τη βάση της μαθησιακής διαδικασίας. Η μνήμη για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε, εξάλλου, προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης. Μνήμη Ελλήνων σημαίνει, πρωτίστως, συνέχεια και ενότητα.
Αυτοί που πορεύονται τη σκοτεινή νύχτα του κόσμου έχοντας το όραμα μιας άλλης ανθρωπότητας, δεν είναι άλλοι απ’ αυτούς που έχουν σαν αρχή τους να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Ακολουθώντας το δρόμο αυτόν φθάνουν να γνωρίσουν και τον πλησίον: Εδώ θα συναντήσει κανείς τη σύζευξη του μείζονος πολιτισμού.
Βέβαια, όταν αξιώνει κανείς το καλύτερο από τον εαυτό του, πιστεύει πως δύναται, άρα δεν υπάρχουν έσχατα όρια αντοχής, γιατί ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ μεγάλο και πολύ όμορφο αλλά τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει. Εξάλλου, το πρόβλημα της ουσίας της αισθητικής φιλοσοφίας απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Περιλαμβάνει ως κεντρική την έννοια του ωραίου, που αποτελεί την κυρίαρχη έννοια της αισθητικής φιλοσοφίας, όσο και η τέχνη, μέσω της οποίας αναπαρίσταται το ωραίο. Αυτά τα δυο αντιμετωπίστηκαν με διάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας, είχανε αρνητική άποψη απέναντι στην αισθητική της τέχνης, γιατί υποστηρίζανε πως υποβαθμίζει την αλήθεια και την αρετή.
Στα φιλοσοφικά έργα του Ξενοφώντα κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σωκράτης, του οποίου υπήρξε μαθητής και του οποίου τις διδασκαλίες θυμόταν ζωηρά. Στα «Απομνημονεύματα του Σωκράτους», ο Σωκράτης δεν εμφανίζεται ως φιλόσοφος, αλλά ως απλός δάσκαλος του λαού, που διδάσκει τους νέους περισσότερο με το παράδειγμά του παρά με τις συμβουλές του. Κηρύσσει ότι σπουδαιότερα καθήκοντα του ανθρώπου είναι η ευγνωμοσύνη στους γονείς, η αγάπη στους αδερφούς, η πίστη στους φίλους και βάση κάθε αρετής είναι η ευσέβεια προς τους Θεούς. Το έργο έχει διαλογική μορφή, όπως και τα άλλα έργα του Ξενοφώντα που αναφέρονται στο Σωκράτη. Το «Συμπόσιο», όπως και το ανάλογο του Πλάτωνα, αναφέρεται στο γήινο και στον ουράνιο έρωτα. Είναι το μόνο έργο όπου ο Ξενοφώντας αναπτύσσει τη θεωρητική πλευρά της διδασκαλίας του Σωκράτη, ενώ συνήθως επιμένει στην πρακτική και ηθική πλευρά της.
Από την άλλη μεριά, ο Ισοκράτης δημοσίευσε τον Πανηγυρικό του ύστερα από μακρόχρονη – δεκαετή, όπως αναφέρουν αρχαίες πηγές – επεξεργασία, το 380 π.Χ. Αν και ο λόγος δεν εκφωνήθηκε μάλλον ποτέ, απευθύνεται, όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, σε Έλληνες συγκεντρωμένους από όλες τις πόλεις για να γιορτάσουν κάποια πανελλήνια εορτή (ως τόπο ίσως θα πρέπει να φανταστούμε την Ολυμπία, όπου είχαν εκφωνήσει παρόμοιους λόγους ο Γοργίας και ο Λυσίας). Ο λόγος απαρτίζεται από δύο μέρη:
Ένα επιδεικτικό, το οποίο συνίσταται στον έπαινο της Αθήνας, και ένα συμβουλευτικό, όπου οι Έλληνες καλούνται να ομονοήσουν και να ξεκινήσουν πόλεμο εναντίον των βαρβάρων, στον οποίο θα ηγούνται από κοινού οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι. Το επιδεικτικό μέρος υπηρετεί το συμβουλευτικό, αφού με τις αναφορές στην προσφορά της Αθήνας κατά το παρελθόν επιδιώκεται να δικαιολογηθεί η επί ίσοις όροις συμμετοχή της στην ηγεσία του προτεινόμενου πολέμου, σε μια περίοδο κατά την οποία οι Σπαρτιάτες ήταν κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα. Οι πανελλήνιες ιδέες που εκφράζονται σ’ αυτόν τον λόγο ανακλούν την διάδοση παρόμοιων ιδεών μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου αλλά και το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την οδυνηρή για τους Έλληνες Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.).
Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, ο Πανηγυρικός αποτελεί και σημαντικό μνημείο λογοτεχνικού ύφους: Οι μακρές αλλά συμμετρικά δομημένες περίοδοι (περιοδικό ύφος), η ρυθμική επεξεργασία και η αποφυγή της χασμωδίας δίνουν για πρώτη φορά στον πεζό λόγο τη χάρη που διέθετε μέχρι εκείνη την εποχή μόνο η ποίηση.
Τις επιθέσεις εναντίον της παιδευτικής του προσπάθειας ο Ισοκράτης τις συνδέει στο λόγο του Περί αντιδόσεως με τις συκοφαντίες των ανταγωνιστών του στο χώρο της φιλοσοφίας αλλά και των δημαγωγών. Οι τελευταίοι παρωθούν τους νέους να ασχολούνται μόνο με άκοπα και ανώφελα έργα (συγκεντρώσεις, διασκεδάσεις κτλ.) και να παραμελούν την ουσιαστική τους μόρφωση. Η παιδεία (μέρος της οποίας είναι και η ρητορική) ήταν όμως αυτή που ανέδειξε την Αθήνα και συνέβαλε στο μεγαλείο της. Αυτός είναι και ο λόγος που η πόλη θαυμάζεται από τους ξένους.
Τώρα όμως που η Αθήνα έχει γεμίσει από συκοφάντες και δημαγωγούς η ανάπτυξη της πραγματικής παιδείας είναι αδύνατη. Οι Αθηναίοι ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνούν τη σημασία της για την πόλη. Η υπόμνηση αυτή του Ισοκράτη φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα επίκαιρη κατά τη χρονική αυτή περίοδο. «Η πολιτική υπεράσπιση της παιδείας πρέπει να ήταν στα χρόνια εκείνα ύστερα από την κατάρρευση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας μάλλον αναγκαία. Οι δημαγωγοί, που είχαν καταστεί από τον Ισοκράτη και τους ομόφρονές του υπεύθυνοι για τη συμφορά που συνέβη στην Αθήνα, πέρασαν στην αντεπίθεση. Η ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση της δημοκρατικής παράταξης έπαιρνε όλο και περισσότερο μια εχθρική προς την παιδεία στάση, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι ορατή στον καθένα η σύνδεση μόρφωσης και πολιτικής κριτικής» (W. Jaeger).
Ο Φίλιππος αποτελεί ένα είδος ανοιχτής επιστολής, που έχει ωστόσο τη μορφή ρητορικού λόγου. Απευθύνεται στο βασιλιά Φίλιππο τον Β΄ της Μακεδονίας και γράφτηκε την άνοιξη του 346 π.Χ. Λίγο πριν από τη συγγραφή του λόγου είχε προηγηθεί η ειρήνη που είχαν υπογράψει οι Αθηναίοι με τον Φίλιππο, με τον οποίο βρίσκονταν από χρόνια σε σύγκρουση. Ο τελευταίος είχε καταλάβει το 357 π.Χ. την αποικία των Αθηναίων Αμφίπολη, και το 347 π.Χ. είχε ολοκληρώσει την επικυριαρχία του στη Χαλκιδική με την κατάκτηση της Ολύνθου. Η ειρήνη ήταν αποτέλεσμα ανάγκης για τους Αθηναίους και αρκετοί, ανάμεσά τους και ο Δημοσθένης, τη θεωρούσαν επαίσχυντη. Ο Ισοκράτης ωστόσο θεώρησε ότι η ειρήνη αυτή θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη για ολόκληρη την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Στο πρόσωπο του Φιλίππου διέκρινε τον ηγέτη που θα μπορούσε να πραγματώσει το πρόγραμμα που ο ίδιος είχε διατυπώσει στον Πανηγυρικό: Την ένωση των Ελλήνων σε ένα πόλεμο κατά των βαρβάρων. Με το λόγο του ο Ισοκράτης καλεί τον Φίλιππο να «ευεργετήσει» τους Έλληνες ενώνοντάς τους υπό την ηγεσία του.
Προηγουμένως ο Ισοκράτης έχει εκθέσει στο Φίλιππο τις ωφέλειες που μπορούν να προκύψουν από την ειρήνη και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι εκείνος είναι ο μόνος που έχει τη δύναμη να επιφέρει ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων. Έχει αναφέρει επίσης τις επιπλήξεις των φίλων του για το θράσος του να θέλει να παραινέσει τον Φίλιππο, αλλά και την ντροπή των ίδιων, όταν διάβασαν τον λόγο. Ο Ισοκράτης εξηγεί γιατί ανέφερε όλα τα προηγούμενα και προχωρεί σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις για την αδυναμία του αναγιγνωσκόμενου λόγου να πείσει τόσο, όσο πείθει ο εκφωνούμενος από το ρήτορα.
Ο Ισοκράτης επαναλαμβάνει με αυτές του τις σκέψεις, εμμέσως πλήν σαφώς, ότι όσο υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι κι ανθρώπινες πολιτείες δεν παλιώνουν οι αξίες: Αθάνατες αξίες, λόγοι, αξίες «νόμοι υψίποδες, ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες, ων Όλυμπος πατήρ μόνος», αξίες «που δεν τις εγέννησε ή θνατά φύσις ανέρων, κι ούτε ποτέ τις κοιμίσει η λήθη… Δεν τις συλλαμβάνεις λογικά τις αξίες αυτές, τις νιώθεις, με τη σοφία της ζωικής πείρας, που κυλά απαλά, βουβά κι απλώνεται σα μεγάλο ποτάμι…», θα μας έλεγε ο Φ. Πολίτης, αξίες που μόνον όταν ο άνθρωπος φτάσει στην κορυφαία έκφρασή του θα κάνουν να φουντώσει μέσα του «ο άπειρος ηθικός κόσμος», η πραγματικά νέα θρησκεία, το «καινόν δαιμόνιον».
Πολλοί, άλλωστε, Έλληνες και ξένοι μελετητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, θα μπορούσαν, στον αιώνα της θεάς τεχνολογίας, να ακούσουν μέσα από την αρχαία γραμματεία τη φωνή των παραμελημένων μας αξιών, η οποία υψώνει για λογαριασμό όλων των αιώνων και όλων των Ελλήνων που πέρασαν και που θα έρθουν, το λόγο της δημοκρατίας και του αγαθού: Του δικαίου, του νόμου, της ισοδικίας, της ισονομίας, της ισοπολιτείας, της ισοκρατίας, της ισηγορίας, της παρρησίας, της αμεσότητας, της ευθύτητας, της ελευθερίας, του μέτρου – αγαθά που για λογαριασμό όλου του κόσμου κατέκτησαν οι Έλληνες, και που σήμερα δυστυχώς υποχωρούν μπροστά σ’ έναν υφέρποντα αμοραλισμό και άκριτο καταναλωτισμό πολιτικό, θρησκευτικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, συνδικαλιστικό, εκπαιδευτικό. Ας ανανήψουμε λοιπόν κι ας αντισταθούμε δημιουργικά.
Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Διευθύντρια του 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.