Ο Αριστοτέλης έγραφε στα «Πολιτικά» του ότι «θα έπρεπε να κυβερνά ο νόμος». Πάνω σε αυτή τη λογική του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου χτίστηκε η έννοια του Κράτους Δικαίου, δύο αιώνες πριν.
Το Κράτος Δικαίου καθιερώθηκε από τα σύγχρονα Έθνη ως ένας μηχανισμός με μοναδικό σκοπό να εφαρμόζει τον νόμο, ο οποίος θα βρίσκεται πάντοτε πάνω από τον άνθρωπο. Έπρεπε να είναι καθολικό, να ισχύουν δηλαδή οι νόμοι σε κάθε περίπτωση, σε ζητήματα μικρά ή μεγάλα, και να μην κάνει διακρίσεις. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και κανείς υπεράνω αυτού.
Όπως συνέβη σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Ελλάδα επέλεξε να αγνοήσει τα πλεονεκτήματα της ανακάλυψης αυτής και να παραμείνει πεισματικά στη σκιά των μοντέρνων Εθνών, ακολουθώντας το δικό της, σκοταδιστικό, μονοπάτι. Ας μην ξεχνάμε πως κάθε φορά που της ανοιγόταν μια μοντέρνα προοπτική στη νεότερη ιστορία της, η χώρα μας τρόμαζε μπροστά στο ενδεχόμενο της αλλαγής και έβρισκε τρόπο να την αποφεύγει με ελιγμούς ή να εξαλείφει την… απειλή (βλ. δολοφονία Καποδίστρια).
Διαμορφώσαμε ένα κράτος που διαπράττει το υψηλότερο αδίκημα: αδρανεί μπροστά στην παρανομία, αυτοκαταργώντας τον νόμο. Ένα κράτος που αποδίδει δικαιοσύνη επεμβαίνοντας κατά περίπτωση, όταν καταφέρνει να βγει από τη ραθυμία του και αφού πρώτα λάβει υπόψιν μια σειρά μεταβλητών, συμφερόντων και όλων των συμπαρομαρτούντων. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να αποδώσει δικαιοσύνη χωρίς διακρίσεις, φέρει τεράστια ευθύνη για τη σημερινή κρίση αξιών που ταλανίζει στην κοινωνία. Η νοοτροπία που συντήρησε την παραπάνω κατάσταση, μαζί με τη διαφθορά, τα κάθε είδους «παραθυράκια» και τις… διαφορετικές ερμηνείες του νόμου, κατάντησαν τη Δικαιοσύνη ανέκδοτο και παρά τις άοκνες και φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων δικαστών, οδήγησαν στην υποτίμηση του νόμου τόσο από τους πολίτες όσο και από τους μετέχοντες της κρατικής εξουσίας.
Αποτέλεσμα του νοσηρού αυτού μορφώματος, που κατ’ ευφημισμόν ονομάζουμε «ελληνικό Κράτος Δικαίου» και της συνειδητής διαιώνισής του, ήταν να ευδοκιμήσουν γκρουπούσκουλα στυλ “Ρουβίκωνα”, που εκμεταλλευόμενα την απουσία ενός σαφούς, δυναμικού και απαρέγκλιτου μηχανισμού επιβολής του νόμου, ορίζουν την αυτοδικία ως πυρήνα της δράσης τους. Κάθε λογής αυτόκλητες ομάδες χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, που στο όνομα των πολιτών, χωρίς να διαθέτουν το αντίστοιχο κοινωνικό έρεισμα, αναλαμβάνουν τον ρόλο του εκδικητή και προστάτη και επιχειρούν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται, με τις πράξεις τους δεν υπερασπίζονται τους νόμους του κράτους, αλλά αυτούς της αριστερής ιδεολογίας της εκδικητικότητας, της ισοπέδωσης και του χάους. Το χάος όμως δεν αποτελεί κοινωνικό αίτημα και φυσικά δεν συνεπάγεται δικαιοσύνη. Το μόνο που πετυχαίνουν οι αυτοαποκαλούμενες «αναρχικές» οργανώσεις είναι να κερδίζουν τα 15 λεπτά της δημοσιότητας που τους αναλογούν.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται συμμορίες με μαφιόζικες καταβολές και τερατογενέσεις με «πολιτικό» ένδυμα, που η κρατική παρανομία εξέθρεψε και συνεχίζει να εκτρέφει. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, μια ισορροπία του τρόμου που πηγάζει από την αίσθηση ότι η έλλειψη νόμου καθολικής εφαρμογής δύναται να αντικασταθεί από ένα χιμαιρικό του υποκατάστατο.
Οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σε αυτό το κράτος (ή καλύτερα στην απουσία του) όχι γιατί το ανέχτηκαν, αλλά γιατί έγιναν κομμάτι του, σάρκα από τη σάρκα του, συνένοχοι στη διαμόρφωση και παγίωσή του. Όλοι είναι νόμος κι όλοι είναι κράτος κι αυτό θεωρείται κανονικότητα, ρουτίνα και τρόπος ζωής.
Του Κωνσταντίνου Γ. Νούσιου, Δικηγόρου, Περιφερειακού Συμβούλου Θεσσαλίας