Οι περισσότερες διαταραχές λόγου-ομιλίας διαμορφώνονται ήδη στα 3-4 πρώτα χρόνια της ζωής. Η αναμενόμενη εξέλιξη του παιδιού είναι, για παράδειγμα, όταν είναι τριών ετών, να μπορεί να διηγηθεί μια μικρή ιστορία και να γίνεται κατανοητό σε τρίτους, μέχρι τεσσεράμισι-πέντε ετών να μιλάει με σωστή ροή, να έχει σωστή άρθρωση, να προφέρει όλα τα γράμματα σωστά.
Κάθε απόκλιση από την αναμενόμενη πορεία του παιδιού ως προς την ομιλία πρέπει να γίνεται αντιληπτή και να αναφέρεται όσο νωρίτερα γίνεται. Αυτό πρέπει να κάνουν τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί.
Το παιδί πρέπει να παραπέμπεται στο λογοπαθολόγο και να γίνεται διάγνωση όσο πιο νωρίς εντοπιστούν στοιχεία μη σωστής αρθρωτικής-ηχητικής παραγωγής των φθόγγων.
Η θεραπεία πρέπει να ξεκινάει οπωσδήποτε πριν το παιδί πάει σχολείο. Για να ξεκινήσει η θεραπεία νωρίς, η διάγνωση πρέπει να γίνει νωρίτερα,
Το ουσιαστικό πλεονέκτημα της έγκαιρης διάγνωσης είναι ότι επιτρέπει στο λογοπαθολόγο να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη διαταραχή προτού αυτή προλάβει να δημιουργήσει δευτερογενή προβλήματα. Είναι απαραίτητο να ξεκινήσει το παιδί λογοθεραπεία όταν θα έχι αρθρωτικές δυσκολίες από μικρή ηλικία, δηλαδή τριών ετών περίπου, γιατί αν η άρθρωσή του δεν διορθωθεί τότε ο εγκέφαλος του θα χρειαστεί να αποκωδικοποιήσει τον γραπτό λόγο θα έχει δυσκολία στην ταξινόμηση των στοιχείων διότι δεν θα έχει διαμορφώσει το κομμάτι της άρθρωσης. Ένα παιδί που μεγαλώνει με διαταραχές λόγου και ομιλίας, σταδιακά αποκτά και άλλα προβλήματα που επηρεάζουν αρνητικά την προσωπικότητα του. Ένα απλό πρόβλημα άρθρωσης αν δεν διορθωθεί έγκαιρα θα υπάρχουν επιπλέον δυσκολίες, όπως ψυχολογικά προβλήματα, σχολική άρνηση, απομόνωση, μαθησιακές δυσκολίες και άλλα πολλά.
Οπότε αν αφήσουμε ένα πρόβλημα για αρκετό καιρό τότε θα έχουμε περισσότερα να λύσουμε και θα είναι πιο χρονοβόρα η θεραπευτική παρέμβαση.
Σωστό είναι λοιπόν να απευθυνθείτε σε ειδικό όταν το παιδί σας είναι 3 με 3,5 ετών. Η διάγνωση μιας διαταραχής δεν σημαίνει ότι η θεραπεία θα ξεκινήσει αμέσως. Αφού αξιολογηθεί η δυσκολία που αντιμετωπίζει το παιδί σχεδιάζεται το λογοθεραπευτικό πρόγραμμα και ο ειδικός αποφασίζει την έναρξη του. Οι πρώτες λοιπόν συνεδρίες είναι πιθανό νε είναι προσαρμοστικές για το παιδί και όχι θεραπευτικές.
Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει καλή επαφή με τον ειδικό έτσι ώστε να όλη αυτή η διαδικασία να είναι μία θετική εμπειρία για το παιδί.