Η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Σούλα Μερεντίτη μιλώντας στην ολομέλεια της Βουλής στις 12 Μαΐου 2010, , για το πόθεν έσχες και τη διαφάνεια, δήλωσε ότι σήμερα είναι η ώρα οι πολίτικοί να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να σταθούν απέναντι σε όσους τους λοιδορούν και να αποδείξουν ότι στέκονται στο ύψος της αποστολής που τους ανέθεσε ο ελληνικός λαός.
Τόνισε δε, ότι οι πολίτες επιτέλους δικαιούνται να μάθουν την αλήθεια, ποιος και τι έφταιξε και για ποιους λόγους καλούνται να κάνουν αυτές τις δυσβάσταχτες θυσίες για να σωθεί η χώρα, επισημαίνοντας ότι
όταν επιτρέπουμε, όπως λέει και ο λαός μας, να καίγονται τα χλωρά μαζί με τα ξερά, αυτό που μένει είναι στάχτη. Και η Δημοκρατία μας κινδυνεύει από τη στάχτη. Εμείς πρέπει βέβαια να καθαρίσουμε το δάσος, αλλά πρέπει επίσης και να το συντηρήσουμε.
Θέλω εδώ, επειδή πολλά γράφονται, πολλά λέγονται και εμείς ίσως έχουμε ένα μερίδιο ευθύνης που δεν έχουμε μια ενιαία φωνή, να δείχνουμε τι και πού χρειάζεται, αν χρειάζεται, να γίνουν περικοπές, και όχι να απαξιώνουμε, δεχόμενοι όλα όσα γράφονται και λέγονται, το ρόλο μας.
Διότι εγώ προσωπικά -και νομίζω ότι εκφράζω τους συναδέλφους μου εδώ μέσα- δεν μπορώ να ηρεμήσω ακόμα και σήμερα και δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να ξεχάσω τις φωνές από τους συγκεντρωμένους: «Έξω οι κλέφτες». Μπήκα και μπήκαμε όλοι εδώ με όνειρα για να προσφέρουμε. Δεν επιτρέπω, δεν θέλω και θα αγωνιστώ να μην ξανακουστεί αυτή η φράση. Εδώ υπηρετούμε τη Δημοκρατία, προασπίζουμε τη Δημοκρατία, αλλά προασπίζουμε και τους εαυτούς μας και το κύρος μας.
ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΚΑΛΙΝΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΟΥ ΕΧΕΙ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ :
Οι πολίτες που με μεγάλη καρτερία δέχονται να βάλουν πλάτη για να σωθεί ο τόπος, ζητούν, αλλά και δικαιούνται μία εξήγηση, αξιώνουν την αλήθεια, ζητούν να καταλογιστούν επιτέλους κάποιες ευθύνες κάπου, γιατί ο λαός κουράστηκε να μας ακούει να μιλάμε γενικώς και αορίστως για διόγκωση του χρέους και των ελλειμμάτων. Ο λαός θέλει να μάθει ποιος και πού έφταιξε.
Δυστυχώς, εμείς οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Κοινοβουλίου δεν διαθέτουμε πλέον την έξωθεν καλή μαρτυρία. Εμείς που βρισκόμαστε εδώ για να νομοθετούμε, που βρισκόμαστε εδώ για τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, εμείς που έχουμε επιφορτιστεί με το χρέος του ελέγχου της Εκτελεστικής Εξουσίας, είμαστε πλέον έκθετοι, ενώπιον του ελληνικού λαού, ο οποίος μας αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό, για να μην πω με καχυποψία. Ενώπιον της κοινής γνώμης είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, γιατί κατά την εκτίμηση της πλειοψηφίας ανεχθήκαμε όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα που έφεραν τη χώρα σ’ αυτό το σημείο.
Δεν θα πω κάτι καινούργιο. Κανείς δεν διαφωνεί ότι η διαφθορά έχει παρεισφρήσει σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου και δυστυχώς κατέστη, εν μέρει ή απολύτως, συνδιαμορφωτής των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων ετών.
Σήμερα, όμως, πρέπει, επιβάλλεται, να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα. Και γι’ αυτό, όσοι νόμοι και αν γίνουν, αν όλοι εμείς δεν αποφασίσουμε ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα, για να ανασχέσουμε τον τυφώνα της διαφθοράς που μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση, όσο αυστηρός και εάν προβλέπεται ο νόμος, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν θα έχουμε.
Είναι αναμφίβολα σωστή η λογική του νέου νόμου και πρέπει να υπερψηφιστεί απ’ όλες τις πλευρές του Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων. Όμως, είναι σημαντικές και ιδιαίτερα χρήσιμες οι διατάξεις που προβλέπουν την ειδική και αυξημένη ευθύνη και τη διαφορετική ποινική μεταχείριση σε πρόσωπα που στελεχώνουν καίριες θέσεις του δημόσιου τομέα.
Πολύ χρήσιμο επίσης, είναι το ότι εισάγεται υποχρεωτική δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, όπως και η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων.
Όμως, κύριε Υπουργέ, επιτρέψτε μου να πω, ότι ο βασικός λόγος που μέχρι σήμερα χάνονταν οι μάχες για την αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν ήταν το έλλειμμα των νόμων.
Ήταν, ότι ενώ και κατά το παρελθόν ασκούνταν διώξεις, απαγγέλλονταν κατηγορίες, στη συνέχεια όσοι κατηγορήθηκαν είτε δεν τιμωρήθηκαν είτε έπεφταν στα «μαλακά», για να χρησιμοποιήσω μία λαϊκή έκφραση. Την γλίτωναν φτηνά όσοι και εάν κατηγορήθηκαν, αυτή είναι η αλήθεια όσοι, όποτε κι αν κατηγορηθήκαν. Και αυτό βαραίνει στην κοινή γνώμη, βαραίνει όλους εμάς.
Ο προηγούμενος νόμος περί πόθεν έσχες ίσχυσε τόσα χρόνια και δεν έχει κατηγορηθεί κανείς. Σημαίνει αυτό κατ’ ανάγκη ότι ο νόμος είχε προβλήματα; Όχι βέβαια. Σαφώς είχε μειονεκτήματα, σαφώς άφηνε παραθυράκια, που θεραπεύονται σήμερα με την καινοτόμο πρωτοβουλία της Κυβέρνησης μας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος, που δεν τιμωρούνταν κανείς. Απλά δεν υπήρξε ποτέ η βούληση να εφαρμοσθεί απόλυτα.
Ποτέ δεν ίσχυσε το πόθεν έσχες. Καταθέσαμε τα χαρτιά μας και ειπώθηκε σήμερα εδώ από συνάδελφο ότι πληρώνουμε και κόστος για να ελεγχθούν -υποτίθεται- τα πόθεν έσχες. Ταλαιπωρούμαστε και ταλαιπωρούμε και τις υπηρεσίες για λεπτομέρειες συμβολαίων χωρίς να μπαίνουμε στην ουσία του θέματος. Γι’ αυτό ο ευτελισμός του θεσμού είναι τόσο μεγάλος, που όποτε εμείς οι πολιτικοί τον επικαλούμαστε δημόσια -εγώ το έχω ζήσει, φαντάζομαι όλοι μας- οι πολίτες αισθάνονται ότι τους εμπαίζουμε και εν μέρει έχουν δίκιο.
Το ζήτημα, λοιπόν, σήμερα δεν πρέπει να εξαντληθεί στο να προσθέσουμε άλλα δύο κακουργήματα στον ποινικό κώδικα, που ορθώς προστίθενται, αλλά να πάρουμε μία απόφαση όλοι μαζί, εδώ και τώρα και να την τηρήσουμε. Να πάρουμε την απόφαση ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξεφεύγει κανείς, όσες άκρες και εάν έχει στο σύστημα όποιος και εάν είναι. Έτσι μόνον θα σημειώσουμε πρόοδο στο ζήτημα της αντιμετώπισης της διαφθοράς. Έτσι θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε στην εκτίμηση του λαού. Έτσι θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε το ρόλο, για τον οποίο είμαστε εδώ μέσα και όχι να φθάνουμε στα φαινόμενα που είχαμε φθάσει την προηγούμενη Τετάρτη που εμένα, το είπα και πριν, με ακολουθούν ακόμη και με τρομάζουν. Είναι ο εφιάλτης μου τα συνθήματα που ακούστηκαν την προηγούμενη Τετάρτη.
Χρειαζόμαστε δημόσια διοίκηση με ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου, που θα ελέγχουν το πόθεν έσχες και θα διαπιστώνουν εν τη γενέσει τους τα νοσηρά περιστατικά. Χρειαζόμαστε διαδικασίες που θα τα αποτρέπουν γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για την πολιτική και το πολιτικό σύστημα. Κι έτσι πρέπει να σκεφθούμε, να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε.
Θέλω να κλείσω με μία παράκληση προς όλους μας. Σήμερα, που η Ελλάδα δοκιμάζεται, εμείς οι πολιτικοί έχουμε μία ευκαιρία και ταυτόχρονα υποχρέωση. Την ευκαιρία να αποδείξουμε στην ελληνική κοινωνία ότι είμαστε άξιοι να την εκπροσωπούμε. Αν το αποδείξουμε αυτό οι φωνές για τη μείωση ή όχι του αριθμού των Βουλευτών δεν θα έχουν καμία απήχηση.
Έχουμε μία και μόνο ευκαιρία να αποκαταστήσουμε το κύρος του Κοινοβουλίου, το κύρος του πολιτικού συστήματος, επιλέγοντας να μην αφήσουμε κανέναν να θέτει σε κίνδυνο το μέλλον των παιδιών μας. Γιατί αυτό κάνουμε όταν κλείνουμε τα μάτια μας ή όταν δεν ακούμε αυτά που πρέπει. Πρέπει να τιμωρήσουμε άμεσα και δίκαια, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να στεκόμαστε όλοι στο ύψος των περιστάσεων.
Θέλω κλείνοντας, κύριοι συνάδελφοι, να κάνω μία τελευταία επισήμανση. Παρακολουθώ και με θλίβει, υπάρχει μία εκπομπή η οποία έχει σαν τίτλο μέρες τώρα: «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Και αναρωτιέμαι πώς υπάρχουν συνάδελφοι που επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι συνομιλητές με αυτή την εκπομπή; Όποιος συνάδελφος το κάνει για εμένα έπρεπε πρώτα και κύρια να αποδεικνύει πού είναι τα κλεμμένα ή να τρέχει να φέρουμε πίσω τα κλεμμένα. Όταν ανεχόμαστε κάτι τέτοιο, έχει δίκιο ο λαός να μας φωνάζει ότι φώναζε την προηγούμενη Τετάρτη και έχει δίκιο ως εκ τούτου, να τίθεται το μεγάλο ερώτημα εάν παίρνουμε πολλά, γιατί παίρνουμε, πώς ζούμε και πώς δεν ζούμε. Πρέπει πρώτα εμείς εδώ να τιμούμε αυτό που ήλθαμε να κάνουμε και μετά να ζητάμε από τους πολίτες να τιμούν το έργο μας.