Είναι της μόδας πλέον, απ’ ότι φαίνεται, να γράφονται επιστολές με ευκολία και με την ίδια ευκολία να στέλνονται. Και δεν είναι μόνο αυτό, καθώς το περιεχόμενο των επιστολών περιέχει εμπάθεια και στοχοποιεί ανθρώπους.
Οι επιστολές αυτές δεν γράφονται από τυχαίους και αδιάφορους ανθρώπους, αλλά από κληρικούς και κυρίως Ιεράρχες (όπως συμβαίνει τελευταία). Θα ήταν όμορφο, το περιεχόμενο των επιστολών να ωφελούσε τις αναζητήσεις των ανθρώπων, οι οποίες ολοένα και βρίσκονται σε αδιέξοδα, καθώς ελάχιστοι πλέον είναι εκείνοι οι κληρικοί, που μπορούν εμπνεύσουν με το λόγο τους. Κι εδώ, έχω την αίσθηση, αυξανομένη διαρκώς, ότι ο προσανατολισμός και η διακονία κάποιες στιγμές χάνεται, αφού αναλώνεται σε κάθε τι, που δεν ικανοποιεί την ανάπαυση των ψυχών από το βαρύ φορτίο των δυσκολιών της ζωής.
Είναι εύκολο να πιάσεις την πένα και να γράψεις. Άλλο τόσο εύκολο είναι να κατηγορήσεις, να κατακρίνεις, να στοχοποιήσεις. Είναι ανώδυνο a priori να προβλέψεις με ακρίβεια τις αντιδράσεις αλλά και το μέγεθος τους. Εκείνο, που είναι δύσκολο και απαιτεί τη σωφροσύνη και τον έλεγχο του θυμικού, είναι να γράψεις χωρίς να προσβάλλεις τον άλλον. Και δεν είναι το θέμα ότι τον «δείχνεις» στους αναγνώστες. Οι αναγνώστες, εν τέλει έχουν αναπτυγμένο το αισθητήριο της αντίληψης, που τους επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Το θέμα είναι ότι οι επιστολές που ξεκινάει κάποιος να στέλνονται έχουν περιεχόμενο που λυπεί τους αναγνώστες και τους προβληματίζει. Φυσικά, δεν μπορώ και δεν θέλω επουδενί να παραβλέψω το γεγονός, ότι οι επιστολές αυτές σκανδαλίζουν τους αναγνώστες, όταν σχετίζονται με πρόσωπα εκκλησιαστικά, που η αμετροέπεια και η εμπάθεια τους, τους έχει παρασύρει στην ανεξέλεγκτη κατάκριση του άλλου.
Θέλω λοιπόν να πω, καθώς είμαι νέος άνθρωπος, πως κυρίως οι συνομήλικοι μου αηδιάζουν με όλη την κατάσταση αυτή. Βλέποντας κάποιον Ιεράρχη να γράφει μία επιστολή και κάποιον άλλον να απαντά και έναν άλλον τρίτο να γράφει κατά του δευτέρου και υπερασπιζόμενος τον πρώτο, πείτε μου άραγε, με ποιο «δικαίωμα» η Εκκλησία ζητάει από τους νέους να σιωπούν και έχουν ταπείνωση στη ζωή τους; Γιατί κηρύττεται η σιωπή και η υπακοή, όταν πρώτοι οι επιστολογράφοι, που είναι κληρικοί ή Ιεράρχες, βγάζουν δημόσια τις μεταξύ τους αντιπάθειες; Ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα να ζητήσει από τη νέα και τον νέο, να νηστεύει, να ταπεινώνεται, να ρίχνει τον εγωισμό, να αγνοεί τις προσκλήσεις, να μην απαντάει στις κακοήθειες κ.ο.κ.; Πείτε μου επιτέλους, ποιος έχει την άνεση να διδάξει και να κηρύξει την αγάπη στους εχθρούς, όταν οι επιστολογράφοι γράφουν με ακραιφνή εμπάθεια, με αναντίρρητη εμπάθεια, με αθεράπευτη εμπάθεια, με μόνη την εμπάθεια, φθόνο, κακότητα και ζήλεια εναντίον εκείνου, τον οποίο δεν «πάνε», για να μιλήσω στη γλώσσα μου;
Στέκομαι επιφυλακτικά, για να πω την αλήθεια αμφιβάλλω, εάν κάθε επιστολή που ξεκινάει να γράφει κάποιος προς τον αδελφό του, έχει ως σκοπό να τον νουθετήσει πνευματικά. Εάν κάποιος ενδιαφέρεται για τις αμαρτίες του άλλου, θα ενεργούσε καταπώς προέτρεπε ο Χριστός: «Εάν ο αδελφός σου αμαρτήσει, πήγαινε και έλεγξε τον, όταν θα είστε οι δυο σας μόνοι. Εάν σε ακούσει, τότε κέρδισες τον αδελφός σου. Εάν δεν σε ακούσει, τότε πάρε μαζί σου ακόμη ένα ή δύο, δια να πιστοποιηθεί κάθε πράγμα από το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων» (Ματθ. 18, 15-17). Αλλά κι εδώ πάλι, ο Χριστός κάνει λόγο για αμαρτία. Ποιος έχει την καθαρότητα, το ηθικό πλεονέκτημα, να πατρονάρει τους άλλους, να τους κουνάει το δάχτυλο ως ήδη σεσωσμένος; Κανείς. Απολύτως κανείς. Δεν είναι μόνο η αγάπη, δεν είναι μόνο η πίστη στον Χριστό. Είναι και η διάκριση, μία αρετή που απουσιάζει ηθελημένα από τα μεγαλόστομα κηρύγματα και τις σπουδαίες διακηρύξεις. Η διάκριση κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει. Ο δυτικός ανθρωπισμός που υποστήριζε για παράδειγμα τη δουλεία, όπως ο Βολταίρος, δεν έχει διάκριση. Και επειδή υποτιμά και υποβαθμίζει το ανθρώπινο πρόσωπο, γι’ αυτό δεν έχει Θεό. Στον αντίποδα όμως, ο Γ. Τσαρούχης μας λέει το εξής καταπληκτικό: «Γενικά είμαι χριστιανός και γι’ αυτό είμαι και άνθρωπος».
Διάκριση έχει ο άνθρωπος του Θεού. Εκείνος που δεν τολμά ούτε στην ιδέα να σηκώσει το δάχτυλο στους άλλους και να τους στοχοποιήσει, ξεχωρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του ως άλλο «ιερό κατάλοιπο», εκείνος που δεν τολμά να ξεστομίσει το απύθμενο του ανέκφραστου βίου και λόγου, εκείνος που σιωπά γιατί βλέπει το ειδεχθές του προσώπου του και ταυτόχρονα βλέπει τον άλλον ως εικόνα του Θεού. Διάκριση έχει ο άνθρωπος που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό και δεν υποψιάζεται στο ελάχιστο να κατακρίνει και να σκανδαλίσει. Όποιος πονάει τον άλλον, τον συνεπίσκοπο του δεν τον «κρεμάει» σε κοινή θέα. Δεν κοινοποιεί στους αναγνώστες και στον πιστό λαό τις διαφορές και τις κόντρες που κυριαρχούν. Πολύ δε περισσότερο, δεν τον λούζει με ανάρμοστες στο ράσο εκφράσεις. Η κατάντια πλέον είναι και ανυπολόγιστη και αμετροεπής.
Κάθομαι και σκέφτομαι αυτές τις μέρες, ποιος είναι ο λόγος που ο κάθε ένας, κληρικός, Επίσκοπος, λαϊκός, πιάνει με ευκολία την πένα για να κατηγορήσει τον άλλον; Μήπως ο πόνος για τον άλλον; Αν ήταν πάλι πόνος για τον άλλον, και συμπόνοια, η ποιμαντική αντιμετώπιση θα έπρεπε απαραιτήτως να είναι εξατομικευμένη, προσωπική εκφραζόμενη και όχι διαφημιζομένη. Μήπως οι εμπαθείς και υστερόβουλες αυτές επιστολές αποσκοπούν στην πνευματική διόρθωση του άλλου; Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ένα υπέροχο του λόγο, τον «Απολογητικόν της εις τον Πόντον φυγής», σημειώνει με εύστοχο τρόπο και καταλυτικά: «Παρατηρούμε δε ο ένας τις αμαρτίες του άλλου, όχι για να κλάψουμε γι’ αυτούς, αλλά για να κατηγορήσουμε. Ούτε για να θεραπεύσουμε, αλλά για να μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο την πληγή και για να έχουμε ως δικαιολογία για τις δικές μας κακίες τα τραύματα του πλησίον».
Επαληθεύεται για άλλη μία φορά ο νιτσεϊκός λόγος στον «Ζαρατούστρα», που τονίζει εμφατικά πως «και δεν έμαθαν άλλον τρόπο ν’ αγαπούν το Θεό τους, παρά μόνο καρφώνοντας τον άνθρωπο στο σταυρό». Αυτό δεν οδηγεί στην υπαρξιακή εξόντωση του άλλου; Κι αν η αγάπη προς τον άλλον περνάει μέσα από την αγάπη στο Θεό, τότε η κατά Levinas σκέψη της σχεσιακής κατάστασης των ανθρώπων, δεν έχει τη δυνατότητα να περάσει ως κοινωνία οντολογικής σχέσης των ανθρωπίνων προσώπων στο πρόσωπο του Θεού. Αφού για να υπάρξω εγώ, δεν πρέπει να υπάρχει ο άλλος. Και για να μην υπάρχει ο άλλος, πρέπει να συντριβεί ως πρόσωπο, ως εικόνα Θεού. Αυτό δεν εξοντώνει παράλληλα τον ίδιο τον Θεό;
Οι επιστολές, που εμπαθώς στολίζουν με απωθημένα και ανθρώπινα προσωπικά αδιέξοδα τις σειρές ενός φύλλου χαρτιού δεν πληγώνουν τον άνθρωπο, στον οποίο απευθύνονται. Ο άνθρωπος που δεν πιάνει την πένα για να επιτεθεί με λόγο στον άλλον, δεν έχει την ανάγκη του βεβιασμένου προσδιορισμού του προσώπου εντός της κοινωνίας, κάτι που διακατέχει εκείνον που καυχάται για το υψηλό του κατόρθωμα. Εκείνος που επιτίθεται στον άλλον μέσα από νομιζόμενες πνευματικές επιστολές, είναι εκείνος που αυτοτραυματίζει τον εαυτό του∙ εκείνος που χτυπάει τον εαυτό του, μέσα από την επίθεση του προς τον άλλον.
Ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα να πατρονάρει τους άλλους, οδηγώντας με νενομισμένο τρόπο την υπαρξιακή του αγωνία για αυτοεπιβεβαίωση και αυτοπροβολή, στον δικό του εκμηδενισμό; Ποιος αναιρεί αυτό, που ο A. Camus του υπενθυμίζει, ότι δηλαδή «κάθε μέρα είναι η ημέρα της κρίσεως»; Καιρός λοιπόν κατά τον Χρυσοστομικό λόγο, η επάνοδος του Χριστού από την εξορία. Έχετε άραγε αναρωτηθεί με πόση δεικτική εκφραστικότητα, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στον πίνακα του Grünewald, δείχνει με το δάκτυλο του υπερυψωμένο τον Εσταυρωμένο, κατευθύνοντας τα μάτια μας αποκλειστικά στον Χριστό;
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος