Νομίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσουμε από τον «τσαλακωμένο» άνθρωπο. Ένα πρόσωπο αταξινόμητο που δεν σχετίζεται με τον καθωσπρεπισμό, ενίοτε και με τύπους, δεοντολογίες και κανόνες. Πρόσωπο που δεν υπακούει, επουδενί, στον ηθικισμό και ευσεβισμό, όπως οι τελευταίοι ερωτοτροπούν με τη ζωή της εκκλησίας, την οποία και αλλοιώνουν.
Στην περίπτωση μας; Ένα πρόσωπο που η καθεστηκυία αντίληψη, του απαγορεύει να δει ακόμη και τον Χριστό. Πρόκειται για μία μορφή που ο ανέραστος ηθικισμός της εκκλησίας, όπου εκείνος συναντάται, του απαγορεύει να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον Χριστό, αφαιρώντας του το δικαίωμα της συνάντησης. Και ποιός είναι αυτός που θέλει να δει τον Χριστό; Ο Ζακχαίος. Είναι το πρόσωπο, στο οποίο αναφέρεται η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής (Λουκ. 19, 1-10). Ένας αρχιτελώνης, όχι απλά τελώνης, που μόλις ο Χριστός μπήκε στην Ιεριχώ, αναζητούσε να Τον δει. Μέχρι και στη μουριά ανέβηκε προκειμένου να Τον αντικρίσει. Ο Χριστός τον κοιτάζει πάνω στο δέντρο και του λέει «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι πρέπει να μείνω στο σπίτι σου σήμερα» (Λουκ. 19, 5). Μερικοί αντιδρούν στο κάλεσμα αυτό. Ο Χριστός πηγαίνει στο σπίτι του Ζακχαίου, ο Ζακχαίος μετανοεί για τις αδικίες στις οποίες είχε προβεί, μοιράζει την περιουσία του και ένα νέο ξεκίνημα αρχίζει για το σπίτι του την ημέρα αυτή.
Αυτή η συνάντηση ήταν απροσδόκητη. Ο Χριστός μέσα σε όλη αυτή την βοή, στρέφει το βλέμμα του προς τον Ζακχαίο. Αλλά δεν τον κοιτάζει μόνο, έστω κι επίμονα. Τον καλεί σε συνάντηση. Απροϋπόθετη συνάντηση. Του λέει κατέβα σήμερα θα έρθω να μείνω στο σπίτι σου. Ποιός περίμενε, Εκείνος για τον Οποίο έλεγαν ότι είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού, να ζητήσει από έναν διαπλεκόμενο της εποχής, έναν ληστή της περιουσίας των ανθρώπων, τον Ζακχαίο, να πάει στο σπίτι του και να κάνει μαζί του παρέα. Αυτό ήταν αδιανόητο για όσους ακολουθούσαν εκείνη τη στιγμή τον Χριστό και δεν δέχτηκαν μία ανάλογη πρόσκληση από Εκείνον. Δεν πίστευαν ότι ένας διεφθαρμένος με τέτοια υψηλή θέση που αδικούσε τον λαό, θα μπορούσε να γίνει φίλος του Χριστού. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή, με παράπονο έλεγαν όλοι «στο σπίτι αμαρτωλού ανθρώπου πηγαίνει να μείνει». Αυτό δεν θα μπορούσε να τους οδηγήσει να σχηματίσουν μία άλλη πλέον γνώμη για το πρόσωπο του Χριστού;
Ο Χριστός κάτι είδε στον άνθρωπο αυτό. Κάτι βλέπει σε όλους τους ανθρώπους. Και την στιγμή που χρειάζεται, επεμβαίνει για το προσωπικό κάλεσμα. Ναι, μα θα πει κάποιος ηθικιστής, κάλεσμα σε έναν τέτοιο άνθρωπο; Είναι δυνατόν ο Υιός του Θεού να συνδιαλέγεται με τσαλακωμένους και αμαρτωλούς; Δείξετε μου λοιπόν έναν αναμάρτητο. Δείξετε μου έναν ατσαλάκωτο. Ποιος τολμά να πιστεύει ότι έχει το ηθικό πλεονέκτημα για να κρίνει τους ανθρώπους και να τους κουνήσει το δάχτυλο; Ποιος θεωρεί ότι κατέχει εκείνη την ηθική καθαρότητα, που θα του επιτρέψει ακόμη και να απαιτήσει από τον Χριστό να δεχτεί εκείνον και όχι τον άλλον; Ποιος είπε ότι ο Χριστός ήρθε για να ντροπιάσει τον άνθρωπο μπροστά στους άλλους; Ποιος είπε ότι ο Χριστός τιμωρεί τον τελευταίο, που μπορεί κατά τους λόγους του Χριστού να γίνει πρώτος;
Τί είδε λοιπόν ο Χριστός στον Ζακχαίο; Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, κατατοπίζοντας μας σχετικώς, θα πει: «Εγώ δε νομίζω ότι τούτος ελκυόταν και αναχαιτιζόταν αρρήτως από την θεία δύναμη του Ιησού. Ελκυόταν δηλαδή, επειδή είχε τρόπο χρηστό και ψυχή κατάλληλη για την αρετή, γι’ αυτό κι επιθυμούσε κι επιχειρούσε να δει τον Ιησού. Αναχαιτιζόταν δε από τη θεία δύναμη, διότι αιχμαλωτίστηκε από τα αντίθετα στην πολιτεία του Χριστού, δηλαδή από την τελωνία και τον πλούτο». Να λοιπόν, που ο Χριστός είδε την ψυχή του τελώνη να ελκύεται από τον Ίδιο. Κι αν ο άνθρωπος είναι «ζῶον θεούμενον», όπως μας λέει ο Γρηγόριος Θεολόγος, τότε ακόμη κι αυτός ο τελευταίος για τους άλλος, αλλά όχι για τον Χριστό, αρχιτελώνης, έχει την δυνατότητα να κοινωνήσει με τον Θεό Λόγο, να δει με τη χάρη του Θεού ποιος είναι στα αλήθεια, μα περισσότερο να δει με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος τι μπορεί να γίνει. Κι αυτό, επειδή ο άνθρωπος δεν έχει σημασία μόνο τι είναι απλά και μόνο ως μία υπαρξιακή ολότητα, ως το συναμφότερον κατά Γρηγόριο Παλαμά, αλλά τι μπορεί να γίνει!
Ο Ζακχαίος τι γίνεται; Πετάει την ωραιοπάθεια του εαυτού του που του παρείχε στην κοινωνία ασφάλεια, δόξα και πλούτη, χρησιμοποιεί το πάθος του πλούτου και το κινεί προς το αγαθό (δηλαδή για να αποκαταστήσει πλέον τις αδικίες) και όχι προς το κακό (κερδοφορία εις βάρος του λαού) όπως έπραττε πριν κι έτσι πλέον γίνεται φίλος του Νυμφίου. Ο Ζακχαίος πλέον, αφού η καρδιά του αρχίσει να φλέγεται από το πρόσωπο του Χριστού, γνωρίζει πως η αγάπη του Θεού περνάει μέσα από τον παράδεισο και πως ο άλλος είναι ο παράδεισος μου και όχι η κόλαση όπως θα έλεγε ο Sartre. Έτσι, αποκαθιστά όλες τις αδικίες που είχε διαπράξει. Ήταν πλέον αδιανόητο να ποθεί τον Χριστό, η υπαρξιακή του υπόσταση να κινείται προς κοινωνία με τον Χριστό και να μην έχει τη θέληση να ικανοποιήσει το αίσθημα της δικαιοσύνης προς τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και είπε μπροστά στον Χριστό «το μισό της περιουσίας μου δίνω, Κύριε, στους πτωχούς και εάν με δόλιο τρόπο πήρα από κάποιον τίποτε, θα του το αποδώσω τέσσερις φορές περισσότερο» (Λουκ. 19, 8).
Δεν χρειάζεται η ψυχολογία του βάθους για να καταλάβει κάποιος τις τραγικές μορφές όσων διαμαρτυρήθηκαν για την ενέργεια του Χριστού να καλέσει τον Ζακχαίο σε συνάντηση. Είναι πολύ απλό. Και συναντάται και σήμερα. Και δυστυχώς, ως επί το πλείστον, συναντάται μέσα στην εκκλησία. Δεν αντέχει η υπαρξιακή μοναξιά και η υποκριτική συμπεριφορά κάποιου την αγάπη και την δωρεά του Χριστού.
Ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός, όπου και όταν υπάρχουν και αναπτύσσονται στον εκκλησιαστικό χώρο, αρνούνται να σωθεί ο αμαρτωλός, ο τσαλακωμένος, ο αδιάφορος, εκείνος που δεν είμαστε «εμείς». Και το «εμείς» αυτό πρόκειται για την ψευδή ταυτότητα του εαυτού, την αλλοιωμένη παρουσία του προσώπου ως εικόνα Θεού, εν τέλει την διεφθαρμένη επιτακτικότητα ενός εαυτού να απαιτεί τον Θεό για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους. Θεωρούμαστε σεσωσμένοι, ηθικοί, άνθρωποι της εκκλησίας, αλλά μόλις διαπιστώσουμε την τρίπλα του Θεού, ας μου επιτραπεί η έκφραση, και τη κίνηση Του προς κάποιον, τον οποίο θεωρούμε ως «τελευταίο», τότε αφηνιάζουμε. Πιστεύουμε, για να μην πω απαιτούμε, ότι ο Θεός μας αγαπά (και είναι αλήθεια ότι μας αγαπάει), αλλά απαγορεύουμε στον Θεό να έχει σχέση με κάποιον που δεν είμαστε «εμείς», με κάποιον που θεωρούμε ότι δεν έχει κάνει τις ίδιες θυσίες με τις δικές μας ώστε να μπορέσει να είναι και να γίνει αρεστός στον Θεό.
Θέλω να τελειώσω με τους λόγους ενός κληρικού που θαυμάζω και αγαπώ πολύ. «Ο Θεός αγαπά αληθινά τον άνθρωπο, που σημαίνει δεν τον κρίνει… Η αγάπη μου, λέει, αυτή και μόνη θα κρίνει στο τέλος τον κόσμο, αλλά τώρα δεν κρίνω κανέναν. Αυτό αν μπορούσαμε να το πούμε στον κόσμο, να ξέρατε ότι θα χαρίζαμε πολλή ανακούφιση. Αλλά δεν τα λέμε αυτά, λέμε άλλα πολλές φορές. Υφιστάμεθα, από ασύγγνωστη άγνοια, μια ισχυρότατη επίδραση, στο σημείο αυτό, του δυτικού νομικισμού και πιετισμού και ηθικισμού, και καταδικάζουμε τους άλλους που θέλουν τον Χριστό: είσαι έτσι, είσαι αλλιώς… Ναι, είμαι έτσι και αλλιώς, αλλά θέλω τον Θεό μου» (π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Η Ιστορία της Αγάπης του Θεού).
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος