“Δεν ξέρω ποιος το ‘χτισε (…] Το κάστρο το επισκεύασε, με άδεια του Πατισάχ, ο Χαμζα-Μπέης και για την επισκευή (του], ξόδεψε σαράντα πουγκιά . Το κάστρο βρίσκεται στην άκρη ενός ψηλού κι απόκρεμνου βραχόβουνου, ύψος που μπορεί κανείς να δει από κει απάνω τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Άσπρη Θάλασσα και τόπους σ’ απόσταση πέντε ημερών (δρόμο], και μοιάζει με το κάστρο του Ντεμαβέντ. Έχει μοναχά μια πύλη, που ανοίγει κατά τη δύση. Είναι τετράγωνο, επισκευασμένο τελευταία. Ο γύρος του είναι χίλια βήματα. Τριγύρω του δεν υπάρχει τάφρος. Και τούτο, γιατί είναι απόγκρεμνο σαν το πηγάδι της Κόλασης. Μέσα στο κάστρο βρίσκεται το σπίτι του φρούραρχου, δέκα σπίτια στρατιωτών, το τζαμί του Μεχμέτ Χαν, μπαρουταποθήκη, στέρνες, αμπάρια για στάρι, και τίποτ’ άλλο. Από κάτω, όμως, το κομμάτι της πολιτείας που βρίσκεται οξ’ απ’ τα τειχιά, εκατό υπέροχα και περίτεχνα δίπατα σπίτια, σκεπασμένα με κεραμίδια, που βλέπουν κατά τον κάμπο. ‘Εχει πέντε μαχαλάδες και πέντε ιερά. Υπάρχει τζαμί του Χαμζα-Μπέη, που ‘ναι μες στο κάστρο, το τζαμί της Εβλιγιά Χατούν και τρία μικρά συνοικιακά τεμένη. Υπάρχουνε, ακόμα, πενήντα σπίτια απίστων, δυο μικρά χάνια, ένα μικρό λουτρό, είκοσι μικρά μαγαζιά, ένας μικρός μεντρεσές, ένα σχολείο, ένας τεκές και -εδώ και εκεί- αμπέλια. Είναι σοφία Θεού, πως ένα -τόσο δα- ψηλό βουνό έχει τόσα ζωογόνα νερά”.
(Απόσπασμα από περιγραφή του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, κατά την επίσκεψή του στο Φανάρι το 1668).
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου πολιτισμός και φύση δένουν αξεδιάλυτα σε ένα σύνολο μοναδικής αρμονίας και ομορφιάς. Αμέτρητες γνωστές και άγνωστες γωνιές της χώρας μας το μαρτυρούν αυτό. Έχουμε όμως συχνά την τάση να συνδυάζουμε την εμπειρία μιας τέτοιας επίσκεψης με ταξίδια και τουριστικές περιηγήσεις μακριά από τον τόπο μας. Ωστόσο, αυτή η ομορφιά πολλές φορές βρίσκεται δίπλα μας, στον τόπο μας, σε απόσταση αναπνοής από τον τόπο κατοικίας μας. Αυτή την πραγματικότητα είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν με βιωματικό τρόπο οι μαθητές της Α΄ τάξης Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Τρικάλων με την διδακτική επίσκεψη που πραγματοποίησαν στο Φανάρι την Τετάρτη στις 26-4-2017, στα πλαίσια του μαθήματος της Έκθεσης-Έκφρασης και στο κεφάλαιο της περιγραφής ιστορικών μνημείων και τόπων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος Οι μαθητές, συνοδευόμενοι από τους καθηγητές τους κ.κ. Ηλιάδη Αμαλία, φιλόλογο-ιστορικό, Μπαλαμώτη Φανή, φιλόλογο και Βαγενά Αθανάσιο, φυσικό, περιηγήθηκαν σε ένα από τα πιο όμορφα χωριά του νομού Καρδίτσας, ξεκινώντας με προσκυνηματική επίσκεψη στον Ιερό Ναό και στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου Σεραφείμ και συνεχίζοντας με περιηγήσεις στο εντυπωσιακό Κάστρο Φαναρίου-όπου τους ξενάγησε ο υπεύθυνος του χώρου-, στο παλιό πέτρινο σχολείο του χωριού-όπου αναβίωσαν εκπαιδευτικές μνήμες μιας άλλης εποχής- και στο Λαογραφικό Μουσείο-όπου εντυπωσιάστηκαν με τα εκθέματα από ένα παρελθόν και μια αξιόλογη παράδοση που δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Επίσης, είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν μια ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας από το παλιό Φανάρι , να περιηγηθούν στα γραφικά σοκάκια του χωριού , αλλά και να ξεκουραστούν στην πλατεία με τα δροσερά πλατάνια και τα παραδοσιακά καφενεδάκια. Οι μαθητές είχαν την ευκαιρία να ξεναγηθούν και παράλληλα να περιηγηθούν στο εσωτερικό του κάστρου, όπου η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διενήργησε εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης σε δομικά, αρχιτεκτονικά- οχυρωματικά στοιχεία του.
Το μεσαιωνικό κάστρο του Φαναρίου χρονολογείται στα ταραγμένα χρόνια του 13ου αι., όταν η δυτική Θεσσαλία ήταν πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τους τοπικούς ηγεμόνες. Κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου έπαιξε σημαντικό αμυντικό ρόλο, καθώς από κει μπορούσαν να ελέγχουν τον κάμπο και τα ορεινά, όπως και την επικοινωνία Ηπείρου – Θεσσαλίας, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε στρατώνα. Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω στο λόφο του Φαναρίου και τα παλιότερα χρόνια έλεγχε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Θεσσαλία.
Πρόκειται για μικρό οχυρό, εκτάσεως 2.6 στρεμμάτων, που ενισχύεται από έξι προεξέχοντες πύργους, με ιδιαίτερα ενισχυμένο τον νότιο. Το κάστρο διέθετε δύο εισόδους, μία στη νότια που είναι η κύρια και μία βοηθητική στη βόρεια πλευρά. Η διάμετρος του οχυρού είναι 100 μ. περίπου. Η περίμετρος του είναι 230 μέτρα. Το ύψος των τειχών του φτάνει τα δέκα μέτρα και το πλάτος τους τα δύο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν ερείπια δύο δεξαμενών, καμαροσκέπαστης πυριτιδαποθήκης, ενός τζαμιού που πατάει επάνω σε παλιότερο κτίριο με λουτρό, καθώς και δίχωρου κτιρίου μπροστά στην είσοδο για τις ανάγκες της φρουράς.
Παράλληλα, οι μαθητές/τριες απόλαυσαν το όμορφο φυσικό τοπίο και θαύμασαν την απεριόριστη θέα που προσφέρει το κάστρο στον θεσσαλικό κάμπο. Η εν λόγω διδακτική επίσκεψη πλούτισε τους μαθητές μας με ιστορικές/αρχαιολογικές γνώσεις και πολιτισμικά ερεθίσματα, αποδεικνύοντας ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι απαραίτητο –και δεν πρέπει- να περιορίζεται στα στενά πλαίσια της σχολικής αίθουσας. Μέσα από την αξιομνημόνευτη αυτή βιωματική εμπειρία ελπίζουμε ότι τα παιδιά θα αποκτήσουν θετική στάση και σεβασμό απέναντι στις αρχαιότητες, θα εξοικειωθούν με το ιστορικό παρελθόν του τόπου μας και μελλοντικά θα γίνουν συχνοί-ενεργητικοί επισκέπτες μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, δίνοντας την πρέπουσα σημασία σε λεπτομερειακά ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία των χώρων και των αρχαιολογικών τοπίων.
Το κάστρο του Φαναρίου που διοικητικά ανήκει στο νομό Καρδίτσας, βρίσκεται 16 χλμ. νότια των Τρικάλων, σε ένα λόφο ορατό από μακριά. Πρόκειται για ένα γνήσιο Μεσαιωνικό κάστρο, και μάλιστα από τα καλύτερα διατηρημένα, σε ένα μάλλον απροσδόκητο μέρος. Είναι το μοναδικό καλοδιατηρημένο φρούριο σε όλη τη δυτική Θεσσαλία και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 υπήρχαν ακέραιες και οι επάλξεις του. Δυστυχώς η παραμέλησή του από την πολιτεία και τους τοπικούς φορείς είχε ως αποτέλεσμα την λαφυραγώγηση του, καθώς τα υλικά από τα οποία είναι χτισμένο (κυρίως πέτρα πελεκητή και τούβλα) πρόσφεραν την πρώτη ύλη για την κατασκευή σπιτιών από τους ντόπιους, και όχι μόνο: μέχρι και η Εθνική Τράπεζα της Καρδίτσας είναι χτισμένη με πέτρες που μεταφέρθηκαν από εκεί! Έστω και καθυστερημένα όμως ανέλαβε η πολιτεία την διάσωσή του και άρχισε η ανοικοδόμησή του από την 7η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Οι πρώτες εργασίες ανασκαφής έγιναν το 1984 και διήρκεσαν δύο περίπου χρόνια, οπότε και σταμάτησε κάθε περαιτέρω προσπάθεια. Μετά την πάροδο μιας δεκαετίας εντάχθηκε σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα αναστήλωσης το 1995, οπότε πλέον άρχισε ουσιαστικά η αποκατάσταση του μοναδικού αυτού ιστορικού μνημείου. Η πρώτη αναφορά στο Φανάρι γίνεται σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1289. Η βυζαντινή πόλη Φανάρι, απαντάται συχνά στις πηγές σε όλη τη διάρκεια του 14ου αι. Κτισμένη σε φύσει οχυρή θέση, αποκτά ιδιαίτερη στρατηγική σημασία στην υστεροβυζαντινή περίοδο, αφού βρίσκεται στην έξοδο μιας από τις διόδους επικοινωνίας της Ηπείρου- Θεσσαλίας και έλεγχε ιδιαίτερα την οδό Τρικάλων- Άρτας. Για τους ίδιους λόγους οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν το κάστρο ως ορμητήριο σε όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας τους. Από τον 15ο αι. ήταν έδρα επισκοπής.
Το Κάστρο του Φαναρίου είναι κτισμένο στην ίδια περίπου θέση όπου στα αρχαία χρόνια υπήρχε η ακρόπολη της προ-ομηρικής οχυρής πόλεως-κράτους, της “κλωμακόεσσας” Ιθώμης που ήταν θεμελιωμένη στα πλαϊνά ενός ακρόβουνου, στα ανατολικά του Μουζακίου και σε απόσταση 10 χιλιομέτρων περίπου νοτιοδυτικά των Γόμφων. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ιθωμίτες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, υπό τις διαταγές των γιων του Ασκληπιού Μαχάονος και Ποδαλειρίου. Ο Στράβων θέλοντας να την ξεχωρίσει απ’ την συνώνυμή της μεσσηνιακή Ιθώμη, λέει ότι επιβάλλεται να προφέρεται «Θώμη».
Μετά την πάροδο πολλών αιώνων, τον 13° μ.Χ. αιώνα η Δυτική Θεσσαλία βγαίνει από την αφάνεια και έρχεται στο προσκήνιο, λόγω της γειτνίασής της με το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τα έτη 1303-1308 μ.Χ. η Άννα της Ηπείρου θέλοντας να προστατεύσει τα ανατολικά όρια του δεσποτάτου της , εισέβαλε στη Θεσσαλία και κατέλαβε το φρούριο του Φαναρίου. Όμως οι Φράγκοι του Δουκάτου της Αθήνας (στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκε η Θεσσαλία) συγκέντρωσαν 800 σιδερόφραχτους ιππότες και 3000 πεζικάριους και εισέβαλαν στη Θεσσαλία.. Τότε η Άννα συνθηκολόγησε και επέστρεψε το φρούριο στους Φράγκους, καταβάλλοντας μάλιστα και χρηματική αποζημίωση. Στη συνέχεια, ο πιο σημαντικός ηγεμόνας στο Φανάρι υπήρξε ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος ήταν φεουδάρχης μιας τεράστιας περιοχής από το Φανάρι μέχρι την Ελασσόνα, συμπεριλαμβανομένων και των Τρικάλων. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ’, του είχε απονείμει τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα και διοικούσε σε ένα καθεστώς de facto αυτονομίας. Την εποχή εκείνη η κεντρική Ελλάδα ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στους Γαβριηλόπουλους, τους Καταλανούς στη Στερεά Ελλάδα και τους Δεσπότες της Ηπείρου.
Μετά το θάνατο του Στέφανου Γαβριηλοπούλου, το 1333, ο τότε αυθέντης της Θεσσαλονίκης Μονομάχος ή Μονομαχάτος βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε με στρατό και στόλο στη Θεσσαλία και κατέλαβε τον Γόλον (Βόλο), το Καστρί, το Λυκοστόμιο των Τεμπών, τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι και την Ελασσόνα. Σκοπός του να θέσει τα αλληλομαχόμενα κρατίδια των τοπαρχών υπό την κεντρική Βυζαντινή εξουσία.Ταυτόχρονα όμως είχε κινηθεί και ο Δεσπότης της Ηπείρου Ιωάννης Β’ Κομνηνός ο οποίος με ξαφνική επιδρομή κατέλαβε τα κάστρα του Φαναρίου, των Τρικάλων, του Δαμασιού, της Ελασσόνος και άλλα οχυρά της Θεσσαλίας όπου εγκατέστησε φρουρές. Ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Γ’, πληροφορηθείς τα της προελάσεως του Ιωάννη, και για να ολοκληρώσει το έργο του Μονομαχάτου, έσπευσε ο ίδιος και ανακατέλαβε με σχετική ευκολία την περιοχή. Μετά από αυτήν την επιχείρηση, επανοχύρωσε τα φρούρια της Θεσσαλίας, τα οποία “επανέζευξεν εις το Βυζάντιον”.
Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στο Βυζάντιο (1341-1347) μεταξύ των υποστηρικτών του γιου του Ανδρόνικου, Ιωάννη Ε’ και του Ιωάννη Καντακουζηνού. Οι Θεσσαλοί, έστειλαν πρεσβεία και κάλεσαν τον Καντακουζηνό να καταλάβει την περιοχή τους. Ο Καντακουζηνός έστειλε τον ανιψιό του Ιωάννη Άγγελο ο οποίος έφερε σε πέρας με επιτυχία αυτήν την αποστολή. Έτσι ενώθηκε και ηρέμησε πρόσκαιρα η Θεσσαλία και απαλλάχτηκε και από τους Καταλανούς που την ταλαιπωρούσαν μετά το 1311, όταν είχαν επικρατήσει στο Δουκάτο των Αθηνών και τη Στερεά Ελλάδα.
Το Κάστρο του Φαναρίου κατακτήθηκε από τον Μεγάλο Κράλη των Σέρβων Στέφανο Δουσάν (1331-1355) ο οποίος επωφελούμενος από το βυζαντινό εμφύλιο δημιούργησε, με αστραπιαίες εκστρατείες, ένα ισχυρό κράτος, που εκτεινόταν από το Δούναβη μέχρι τον Κορινθιακό, από την Αδριατική και το Δυρράχιο μέχρι το Αιγαίο και τις Σέρρες.
Το Φανάρι κατακτήθηκε από τους Τούρκους για πρώτη φορά μάλλον το 1396-1397, κατά τη διάρκεια της επιτυχούς εκστρατείας του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ στη Θεσσαλία. Μετά την ήττα των Τούρκων στη μάχη της Άγκυρας (από τους Μογγόλους) οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την περιοχή, στην οποία όμως, ήδη, είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι.
Η τελική φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία συντελείται επί Μουράτ Β΄, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας σχεδόν αναίμακτα, με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη, το 1423. Το 1444 ο Δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (ο μετέπειτα τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας) ανακατέλαβε προσωρινά τη Θεσσαλία και το Φανάρι αλλά νικήθηκε το 1446 από τον Τουραχάν μπέη και η Τουρκοκρατία συνεχίστηκε. Το Φανάρι έμεινε κάτω από τον τούρκικο ζυγό για 460 χρόνια. Κατά τον Απελευθερωτικό αγώνα υπήρξε πεδίο μαχών δύο φορές, το 1825 και το 1854, όταν επαναστάτησαν τα Άγραφα.
Το Φανάρι απελευθερώθηκε στις 18 Αυγούστου 1881, όταν ο υποστράτηγος Σπυρίδων Καραϊσκάκης (γιος του θρυλικού Γεωργίου Καραϊσκάκη), μετέπειτα βουλευτής Καρδίτσας, με σώμα 7.000 ανδρών κατέλαβε το φρούριο και ύψωσε την ελληνική σημαία εγκαθιστώντας το 4ο Τάγμα Ευζώνων. Στον άτυχο πόλεμο του 1897, οι Τούρκοι επέστρεψαν, αλλά για πολύ λίγο.
Το Κάστρο του Φαναρίου Καρδίτσας, που επισκεφτήκαμε με τους μαθητές της Α’ Λυκείου, με τα γύρω βουνά, μέσα στην καταπράσινη ανοιξιάτικη φύση, μια απόλαυση αισθήσεων, χάρμα οφθαλμών, μουσική πουλιών και θροισμάτων στ´αυτιά, στιβαρές υφές στην πέτρα κι απαλές στις κατακόκκινες παπαρούνες μας μάγεψε. Δεσπόζει σε όλη την περιοχή εδώ κι επτακόσια χρόνια- εντυπωσιακό και άριστα συντηρημένο. Ο υπεύθυνος της αρχαιολογικής υπηρεσίας κ. Χαντζής Χρήστος, προθυμότατος και κατατοπιστικός, τα παιδιά γύρω του ρουφούσαν όσα άκουγαν, έβλεπαν, φωτογράφιζαν. Ο κατηφορικός μας περίπατος μέσα στο χωριό με άλλο πρόθυμο ξεναγό, τον υπεύθυνο του λαογραφικού Μουσείου Φαναρίου κ. Φλωρίδη Απόστολο, με στάση στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σε θεμέλια ιερού του Απόλλωνα, κατέληξε σε καφεδάκι και πορτοκαλάδες κάτω απ´ τον πλάτανο της πλατείας και η εξόρμησή μας ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη στο πλούσιο Λαογραφικό Μουσείο. Πόσα χωρέσανε σε τρεις ώρες, πόσα συναισθήματα, εμπειρίες, γνώσεις πήραμε μαζί μας φεύγοντας!
Μαθητές και συνοδοί καθηγητές επιστρέψαμε το μεσημέρι στην πόλη μας γεμάτοι από αυτές τις πλούσιες εμπειρίες και όμορφες εντυπώσεις και με την πεποίθηση πως και ο γειτονικός μας τόπος , ο νομός Καρδίτσας , έχει να επιδείξει γωνιές απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και πολιτιστικής σημασίας, που η γνωριμία μαζί τους μπορεί να μας προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις. https://www.youtube.com/watch?v=efiii-Ih9Zk
Γεμάτοι ικανοποίηση από την σωστή συμπεριφορά των μαθητών μας, καθώς και την άψογη συνεργασία των υπεύθυνων καθηγητών, τώρα που καταγράφονται τούτες οι βιωμένες εμπειρίες, επιθυμούμε να συγχαρούμε από καρδιάς τους μαθητές/τριες οι οποίοι με την ευγενική και συνεργάσιμη στάση τους, βοήθησαν να πετύχει αυτή η πολιτιστική περιήγηση. Ευχόμαστε η διδακτική επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε, να κινητοποίησε έντονα τους μαθητές μας να βιώσουν τον μορφωτικό χαρακτήρα, καθώς και την ψυχική ανάταση και αναζωογόνηση που αφειδώλευτα προσφέρεται μέσω μιας σχολικής εκδρομής. Σε μια εποχή που ο πολιτισμός της εικόνας κυριαρχεί στην καθημερινότητα των νέων ανθρώπων και που το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα θεωρεί δημιουργικό τον χρόνο εκείνο των εκπαιδευτικών μετακινήσεων που αντικαθιστά, εναλλακτικά, την διδασκαλία στην τάξη, οι οργανωμένες σχολικές εκδρομές με συνείδηση του χαρακτήρα τους από εκπαιδευτικούς που, σεβόμενοι τους μαθητές τους, αγαπούν και τιμούν το λειτούργημά τους, χωρίς να εμφορούνται από νοοτροπία χρησιμοθηρίας, αποτελούν αναγκαία συνθήκη για ένα αναβαθμισμένο, ελκυστικό, μα πρωτίστως δημιουργικό Δημόσιο Σχολείο.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη –Μπαλαμώτη Φανή
φιλόλογοι στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων