Ένα από τα φετινά εκπαιδευτικά πολιτιστικά προγράμματα που πραγματοποιούνται στο 3ο Γυμνάσιο Τρικάλων περιστρέφεται γύρω από τα μουσεία, την εκπαίδευση και την σύγχρονη κοινωνία και σκοπός του είναι η εξοικείωση με μεθόδους και τεχνικές που αφορούν το σχεδιασμό και την υλοποίηση μουσειακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται, φυσικά και αβίαστα, η ευτυχής εκείνη «μετάγγιση» νοοτροπιών, γνώσεων, στάσεων, η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου το άνοιγμα των οριζόντων στην εκπαίδευση, μέσα από τη διαθεματικότητα και τη διαπολιτισμικότητα, να φέρει τον πολυπόθητο αέρα ανανέωσης σε εκπαιδευτικές μεθόδους και πρακτικές.
Γι’ αυτό το πρόγραμμα μαθητές δευτέρας και τρίτης γυμνασίου συγκέντρωσαν πληροφορίες, δημιούργησαν αξιόλογες εργασίες και παρουσιάσεις με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και εικαστικές δημιουργίες.
Στις μέρες μας τα μουσεία θεωρούνται η καλύτερη εκπαιδευτική μέθοδος καθώς μέσα από μια επίσκεψη σε ένα μουσείο οι νέοι συνειδητοποιούν ότι η μάθηση δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αίθουσας και ότι οι γνώσεις δεν αποκτιούνται μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και με διασκεδαστικό τρόπο μέσω επισκέψεων σε εκπαιδευτικούς χώρους. Ωστόσο, πολλές φορές, η επίσκεψη σε ένα μουσείο λόγω της απόστασης ή λόγω οικονομικών παραγόντων είναι δύσκολη ιδιαίτερα στις μέρες μας. Γι’ αυτόν το λόγο έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια τα ψηφιακά μουσεία δηλαδή μουσεία στον κυβερνοχώρο που δίνουν έμφαση στην εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης στο υλικό του κάθε μουσείου και στην γνωστική και συγκινησιακή εμπλοκή του κοινού μέσα από νέες, καινοτόμες προσεγγίσεις.
Ο αριθμός των ιστοσελίδων των μουσείων στο Internet είναι μέχρι σήμερα 10.000 και καθημερινά αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα μουσείο να προστίθεται στη λίστα σχεδόν καθημερινά. Η ανταπόκριση του κοινού είναι εντυπωσιακή. Ορισμένα μουσεία μάλιστα απαριθμούν περισσότερες επισκέψεις στον Κυβερνοχώρο παρά στον φυσικό τους χώρο. Ένας λόγος της απότομης ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων είναι ότι ο «επισκέπτης» δεν δέχεται παθητικά τις γνώσεις που του προσφέρονται αλλά μπορεί να αλληλεπιδρά και να συμμετέχει σε διαδικτυακά εκπαιδευτικά προγράμματα που παρέχουν τέτοια είδη μουσείων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται σχέσεις συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ του μουσείου που παρέχει αυτά τα προγράμματα και των χρηστών του διαδικτύου. Μπορεί, λοιπόν, αυτό το «κορυφαίο» να γίνει καλύτερο; Μπορεί, με το έργο CHESS. (Cultural-Heritage Experiences through Socio-personal interactions and Storytelling δηλ. πολιτιστική κληρονομιά μέσω κοινωνικο-προσωπικής αλληλεπίδρασης και εξιστόρησης). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή CHESS αφηγείται στον κάθε επισκέπτη μια συγκεκριμένη ιστορία που επικεντρώνεται στα εκθέματα που είναι πιο σχετικά με τα ενδιαφέροντά του, με λιγότερες ή περισσότερες λεπτομέρειες ανάλογα με την επιθυμία του. Οι ιστορίες μπορούν να εμπλουτιστούν με πολυμέσα, παιχνίδια 3D και ενισχυμένης πραγματικότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αντικείμενα μιλούν και προσκαλούν τους επισκέπτες να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Φεύγοντας από το εικονικό μουσείο, ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει ενθύμια -π.χ. ένα βίντεο ή μια εικόνα- της επίσκεψής του στην ιστοσελίδα του μουσείου, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να μοιραστεί μια προσωπική του ανάμνηση με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Ωστόσο, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο μπορεί ένα ηλεκτρονικό-ψηφιακό μουσείο να αντικαταστήσει επάξια το «κλασικό» μουσείο. Το όφελος ενός ψηφιακού μουσείου για το κοινό είναι προφανές καθώς του δίνεται η δυνατότητα για εναλλακτική αναζήτηση πληροφοριών εκτός από τις ήδη υπάρχουσες. Επίσης οι πληροφορίες είναι περισσότερες μέσω του υπολογιστή, άρα ο χρήστης ενημερώνεται καλύτερα. Ωστόσο η άμεση επαφή με το χώρο του μουσείου και τα ίδια τα αντικείμενα δεν αντικαθίσταται. Αυτό είναι και το βασικό πλεονέκτημα των συμβατικών μουσείων. Η όλη ατμόσφαιρα, το κλίμα, η επαφή με τους ιθύνοντες ακόμα και η μυρωδιά του χώρου δεν αντικαθίσταται από μία απλή οθόνη. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ηλεκτρονικό-εικονικό μουσείο λειτουργεί ως επέκταση, ως μία από τις υπηρεσίες του παραδοσιακού μουσείου.
Βέβαια η διευθύντρια του σχολείου μας κ. Αμαλία Ηλιάδη και οι υπεύθυνοι καθηγητές δεν περιορίστηκαν στο να μας δώσουν απλά τη δυνατότητα μέσα από αυτό το πρόγραμμα να διευρύνουμε τις γνώσεις και τους ορίζοντές μας, αλλά μέσα από διάφορες επισκέψεις και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες μας ώθησαν στα μονοπάτια της γνώσης. Πιο συγκεκριμένα τέτοιες δραστηριότητες εκπαιδευτικού χαρακτήρα ήταν η επίσκεψη μιας μικρής ομάδας μαθητών στην έκθεση φωτογραφίας για τα Τζουμέρκα, η επίσκεψη της τρίτης τάξης στο κέντρο ιστορίας και πολιτισμού Κλιάφα για την παρακολούθηση παρουσίασης με θέμα την «Σχολική ζωή και ιστορία της πόλης των Τρικάλων τα τελευταία 100 χρόνια», η επίσκεψη της δευτέρας τάξης στη δημοτική βιβλιοθήκη και τέλος η συμμετοχή μιας 15μελούς ομάδας μαθητών της τρίτης τάξης σε διαδραστικό παιχνίδι ρόλων στο Βυζαντινό Φρούριο της πόλης μας.
Σιάγκα Βαρβάρα-Χριστίνα, Τσουρβάκα Έλλη, Χατζηγάκης Χρήστος
μαθητές Γ΄ Τάξης του 3ου Γυμνασίου Τρικάλων