Λέγεται από πολλούς, ότι σε περιόδους κρίσης η ρευστότητα είναι το πρώτο που φεύγει και το τελευταίο που έρχεται, όταν αυτή έχει ξεπεραστεί . Κάτι τέτοιο συνέβη και στη χώρα μας αμέσως μετά την κατάρρευση των “subprime” δηλαδή των δανείων των φτωχών και την πτώχευση της “Lehman Brothers” τον Σεπτέμβριο του 2008. Στην Ελλάδα τις αμέσως επόμενες ημέρες , οι τράπεζες προϊδέασαν για το τι θα ακολουθούσε. Αρχικά πάγωσε η επέκταση της καταναλωτικής πίστης, δηλαδή τα καταναλωτικά δάνεια, σταδιακά ο περιορισμός εφαρμόστηκε στην επιχειρηματική πίστη και στο τέλος στα στεγαστικά δάνεια. Από την άλλη το κράτος, περιέκοψε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις αφού δεν μπορούσε πια να πληρώσει, καθώς τα έσοδα κατέρρεαν, ενώ ταυτόχρονα αύξησε τη φορολογία για να τα συγκρατήσει σε ένα επίπεδο που να καλύπτουν τουλάχιστον τις πρωτογενείς δαπάνες. Τέλος, ουσιαστικά σταμάτησε να πληρώνει τους προμηθευτές του με αποτέλεσμα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, να φθάσουν τα 9 δις ευρώ το 2012.
Βέβαια αυτά είναι παρελθόν αν και πολύ κοντινό, αλλά το κυρίαρχο ερώτημα παραμένει με ποιους τρόπους, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γενικευμένης ύφεσης για πέμπτο συνεχόμενο χρόνο, θα αυξηθεί η ρευστότητα μέσα στο 2014. Από τη μια οι τράπεζες περιμένουν την ανακεφαλαιοποίηση, ενώ τα κόκκινα δάνεια έχουν φτάσει τα 67 δις ευρώ με επιπλέον 35 δις να είναι σε δίμηνη καθυστέρηση και εξυπηρετούνται με δυσκολία. Άρα οι τράπεζες θέλουν επιπλέον κεφάλαια για να καλύπτουν επισφάλειες και τις τρύπες που αυτές δημιουργούν. Επίσης η Γερμανία προωθεί την απομόχλευση “Deleverage” στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ενώ την ίδια στιγμή η Black Rock καθυστερεί να δημοσιεύσει την τελευταία έκθεσή της “ Asset Quality Review” για τις Ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον η ΕΚΤ δεν βοηθάει για την ώρα με περισσότερο φθηνό χρήμα το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αντίθετα η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ και τον ELA μειώθηκε μέσα σε μία μόλις χρονιά το 2013 κατά 46% στα 70,1 δις ευρώ.
Εν τούτοις, το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα καλείται να ανταποκριθεί σε μια αρκετά πολύπλοκη κατάσταση. Ενώ καθυστερεί η ανακεφαλαιοποίηση, και μειώνεται η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, ταυτόχρονα αυξάνονται τα επισφαλή δάνεια. Το μόνο θετικό αποτελεί η αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων κατά 3,3% μέσα στο 2013 που δείχνει ότι αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις τράπεζες. Άρα οι τράπεζες την παρούσα στιγμή δεν φαίνεται να μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην βελτίωση της ρευστότητας μέσα στο 2014.
Οπότε απομένει να εξετάσει κανείς πως το κράτος μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά. Η μείωση της φορολογίας που θα βοηθούσε στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και θα στήριζε την ιδιωτική οικονομία δεν είναι εφικτό να συμβεί άμεσα, καθώς μετά από πολλά χρόνια επετεύχθη ισοσκέλιση εσόδων-εξόδων, ενώ οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα εξορθολογήσουν και θα μειώσουν περαιτέρω τις δαπάνες του κράτους χρειάζονται περισσότερο χρόνο.
Ωστόσο, η αποπληρωμή 6 δις ευρώ ληξιπρόθεσμων του κράτους προς τους προμηθευτές του αλλά και τα φυσικά πρόσωπα, και η αξιοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ύψους 7 δις ευρώ, θα συμβάλλει σημαντικά στην ώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Επίσης, παρόλο που οι τράπεζες αδυνατούν προς το παρόν να διοχετεύσουν επιπλέον ρευστότητα στην αγορά, μπορούν να μειώσουν σε υγιείς επιχειρήσεις το επιτόκιο δανεισμού, ενώ εργαλεία όπως η έκδοση εταιρικών ομολόγων από μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να τους δώσουν πρόσβαση στα αναγκαία για την ανάπτυξή τους κεφάλαια.
Είναι όμως αλήθεια, ότι για να επιτευχθεί στην Ελλάδα ο απαραίτητος ρυθμός ανάπτυξης στην οικονομία έτσι ώστε μέσα στην επόμενη πενταετία να μειωθεί δραστικά η ανεργία και να καταπολεμηθεί η φτώχεια, απαιτούνται δραστικές πολιτικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τραπεζική ένωση σε επίπεδο Ευρώπης για παράδειγμα πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα, οπότε οι Ελληνικές τράπεζες και κατ’ επέκταση οι Ελληνικές επιχειρήσεις και πολίτες θα δανείζονται με όρους Ευρώπης. Επίσης, ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της ρευστότητας των Ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλισης εξαγωγών για πωλήσεις σε τρίτες χώρες. Η ασφάλιση πιστώσεων ενός τέτοιου οργανισμού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις Ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις ως εξασφάλιση, για την απόκτηση φθηνού χρήματος από ευρωπαϊκές τράπεζες.
H σημερινή κυβέρνηση ωστόσο καλείται να δώσει καθημερινές λύσεις και ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί μακρόπνοες ευρωπαϊκές πολιτικές, μέσα σε ένα πολυσύνθετο περιβάλλον γενικευμένης ύφεσης με την Ελληνική κοινωνία στα όρια της αντοχής της. Έχοντας επιτύχει σημαντικούς δημοσιονομικούς στόχους που κανείς δε θα πίστευε ένα μόλις χρόνο πριν, βασιζόμενη στις αιματηρές θυσίες των Ελλήνων πολιτών που αναγκάζονται να σηκώσουν ένα δυσανάλογο γι’ αυτούς βάρος, καλείται να αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη ρευστότητας που θα οξυγονώσει την οικονομία και τις επιχειρήσεις και θα φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη μέσα στο 2014.