Μπορεί, σύμφωνα με τη γυναικεία τους φύση, οι βυζαντινές αρχόντισσες να σύχναζαν στο πιο απόμακρο σημείο του βυζαντινού παλατιού, στους σκιερούς και γαλήνιους κήπους με τα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά που σιγοψιθύριζαν με τη ροή τους γλυκύτατους ήχους και που, κατά τους χρονογράφους της εποχής τους, σχημάτιζαν ολόγυρά τους κάτι “σαν μια καινούρια Εδέμ”, κάτι σαν “ένα δεύτερο παράδεισο” και στην οροφή του ιδιαίτερου κοιτώνα τους με τα χρυσά αστέρια έλαμπε στη μέση ο σταυρός, το σύμβολο της λύτρωσης και οι τοίχοι να έμοιαζαν σαν “σμαλτωμένο λιβάδι με λουλούδια”, ώστε η αίθουσα να έχει πάρει το όνομα της Μούσας ή της Αρμονίας, αυτές όμως οι τόσο διαφορετικές μορφές φλέγονταν από ανησυχίες που κόχλαζαν εντός τους κι επεδίωκαν με πάθος να συμμετάσχουν στην πολιτική σκακιέρα, να διαπρέψουν στα γράμματα, να διαδώσουν τον πολιτισμό του Βυζαντίου.
Η ζωή μιας σπουδαίας γυναίκας του βυζαντίου, της Άννας της Κομνηνής της Πορφυρογέννητης πριγκίπισσας, είναι ενδεικτική αυτού του πάθους για εξουσία και μόρφωση. Ο συγκινητικός της θάνατος επιστεγάζει μια ζωή γεμάτη ένταση και σφοδρές αντιφάσεις: Η πορφυρογέννητη Άννα ήταν μια γυναίκα επαναστάτρια για την εποχή της. Για να πετύχει τους σκοπούς της δε χρησιμοποίησε γυναικεία “όπλα”(γοητεία, πονηριά), αλλά καθαρά αντρικά “μέσα”(δύναμη, τόλμη, επιμονή). Ίσως και να ήταν η πρώτη φεμινίστρια στα χρονικά της ανθρωπότητας, αλλά η απόπειρά της ήταν καταδικασμένη να αποτύχει μέσα στην αυστηρά ανδροκρατούμενη κοινωνία του Βυζαντίου. Ο Κ. Π. Καβάφης αποτύπωσε με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο τη δυναμική προσωπικότητά της:
Άννα Κομνηνή
Στον πρόλογο της Αλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. “Και
ρείθροις δακρύων”, μας λέγει, “περιτέγγω
τους οφθαλμούς….Φευ των κυμάτων” της ζωής της,
“φευ των επαναστάσεων”. Την καίει η οδύνη
“μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής”.
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα:
έναν καημό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει¨μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Η Άννα Κομνηνή(1083-1146) ήταν η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και της Ειρήνης. Μέσα στη φιλοδοξία και ματαιοδοξία της προσπάθησε να σφετεριστεί το θρόνο από τον αδελφό της Ιωάννη Β΄ Κομνηνό για το σύζυγό της Νικηφόρο Βρυέννιο, του οποίου ο θάνατος, το έτος 1137, την οδήγησε να αποσυρθεί σε μοναστήρι, όπου και έγραψε την Αλεξιάδα, μια 15τομη βιογραφία του πατέρα της. Εξάλλου, η οικογένεια παρέμεινε στην περίοδο των Κομνηνών, όπως άλλωστε και σ’ ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, πυρήνας της κοινωνικής δομής. Στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα, ο θεσμός της οικογένειας ενισχύθηκε, ξεκινώντας απ’ τον ίδιο τον αυτοκράτορα, που συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από την οικογένειά του. Υπήρχαν όροι οικογενειακής τιμής και αρετής και το να είσαι μέλος της οικογένειας των Κομνηνών απαιτούσε συγκεκριμένες ηθικές αρχές. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ενισχύθηκε και ο ρόλος των γυναικών μέσα στην οικογένεια, κυρίως στις ανώτερες τάξεις. Αν και οι οικογένειες παρέμειναν πατριαρχικές οι γυναίκες προέβαλαν έναν πιο δυναμικό ρόλο, καθώς πολλές φαίνεται ότι απέκτησαν σημαντική μόρφωση και εμφανίστηκαν δραστήριες ακόμη και στην πολιτική ζωή. Σε σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες της κομνήνειας εποχής αναδείχτηκαν η ‘Άννα Δαλασσηνή, μητέρα του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου Α΄.
Για το περίφημο έργο της Άννας Κομνηνής “Αλεξιάδα” οι πηγές της ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ατταλειάτης, ο Σκυλίτζης και ο Βρυέννιος. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης διάφορα έγγραφα και επιστολές από την αυτοκρατορική γραμματεία και αρχεία, καθώς επίσης και βιώματα της συγγραφέως από τον οικογενειακό της κύκλο. Η γλώσσα και η μορφή του κειμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του αττικισμού, αφού η συγγραφέας θεωρείται από τους κύριους εκπρόσωπούς του.
Ακολουθεί με τη σειρά της την επική παράδοση και το απόσπασμα που εξετάζουμε είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της “Αλεξιάδας”. Αναφέρεται στον πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό(1081-1118). Παρόλο που από τη γέννησή της αναγορεύτηκε συναυτοκράτειρα, λόγο κακών συγκυριών δεν άσκησε ποτέ το αξίωμα. Προς το τέλος, λοιπόν, της ζωής της έγινε μοναχή και αποφάσισε να εξιστορήσει το βίο του πατέρα της.. Τον επαινεί κάνοντας αναφορές στο παρουσιαστικό του(…στο βασιλικό θρόνο…είχε και χάρη και μεγαλείο), αλλά και στη ρητορική του ικανότητα. Η ρητορική ικανότητα που για την ίδια την Άννα Κομνηνή αποτέλεσε μέρος της βασικής της παιδείας, είναι το στοιχείο που κατά την άποψή της διέκρινε τον Αλέξιο και το χρησιμοποιεί ως μέσο για να καλύψει τις αδυναμίες του παρουσιαστικού του αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν μάλλον κοντόχονδρος και γυμνασμένος. Τον παρουσιάζει με ένα πλήθος κοσμητικών επιθέτων, δείγμα από τη μια των συγγραφικών της δυνατοτήτων -θεωρείτο εξαιρετική γνώστρια της κλασικής παιδείας- και από την άλλη της επιθυμίας της να εκφραστεί θετικά προς το πρόσωπο που σκιαγραφεί. Ο εγκωμιαστικός τόνος υπάρχει, αλλά μέσα στα όρια της ιστορικής πραγματικότητας. Η απόδοσή της, ωστόσο, προσεγγίζει εκείνον τον ρεαλιστικό τρόπο του Ψελλού, με αναφορές στα ψυχικά και σωματικά χαρακτηριστικά του αυτοκράτορα και όχι στο έργο του ως ηγεμόνα.
Η συγγραφέας και ιστορικός Αλόη Σιδέρη, μεταφράστρια της “Αλεξιάδας”, παραθέτει τις ακόλουθες εισαγωγικές σκέψεις της Άννας Κομνηνής, χαρακτηριστικές της βαθιάς κλασσικής της παιδείας: ” Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας. Πότε πράγματα ασήμαντα και πότε μεγάλα και αξιομνημόνευτα και, όπως λέει ο τραγικός ποιητής, φέρνει στο φως τα άδηλα και κρύβει τα φανερά. Αλλά ο λόγος της ιστορίας γίνεται φράγμα πανίσχυρο για το ρεύμα του χρόνου και σταματάει κατά κάποιον τρόπο την ακάθεκτη ροή του κι απ’ όσα συμβαίνουν στο κύλισμά του, συγκρατεί και περισφίγγει όλα όσα επιπλέουν και δεν τ’ αφήνει να ξεγλιστρήσουν σε λήθης βυθούς. Αυτή τη διαπίστωση έχω κάμει εγώ, η ‘Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών”.
Η περίπτωση, βέβαια, της Άννας της Κομνηνής αποτελεί εξαιρετικό δείγμα μορφωμένης βυζαντινής της ανώτατης αριστοκρατίας, καθώς τα κορίτσια της κοινωνικής της τάξης μορφώνονταν στο σπίτι-και στα περισσότερα παρείχαν πολύ καλή μόρφωση. Τα κορίτσια του Βυζαντίου, σύμφωνα με τον Steven Runciman, είχαν πολλές φορές καλύτερη παιδεία από τα αγόρια διότι απολάμβαναν περισσότερη ιδιωτική προσοχή.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η Άννα Κομνηνή δε θα μπορούσε να είχε γυρίσει την πλάτη της στην αστρονομία και την αστρολογία. Η συγγραφέας-μυθιστοριογράφος Μάρω Δούκα στο γοητευτικό της ιστορικό μυθιστόρημα «Ένας σκούφος από πορφύρα», όπου διεκτραγωδεί το βίο και την πολιτεία του πατέρα της αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, μας περιγράφει τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της Άννας: «Χαρά σ’ εκείνον που ΄μαθε τα αστέρια να ρωτάει, λέει ο λαός μας. Ούτε η ίδια εκτιμούσε τους Χαλδαίους, αυτούς δηλαδή που επιδίδονται έναντι αμοιβής στο να προλέγουν το μέλλον, θα ήταν όμως αγράμματη εάν αρνιόταν ότι υπάρχει κάποια συμπάθεια και σχέση ανάμεσα στα ουράνια σώματα και στη Γη. Από μικρή είχε προμηθευτεί έναν αστρολάβο, τα ωραιότερα ταξίδια της τα έκαμε σκυμμένη επάνω του. Όταν το έμαθε η Ειρήνη, αγανάκτησε, την κοίταζε σα να ΄χε μπροστά της μάγισσα. Προσπάθησε να της εξηγήσει η Άννα, να την πείσει. Πουθενά αλλού δεν έβρισκε τόση χαρά, όση στους κύκλους, στα τρίγωνα και στα εξάγωνα που σχεδίαζε και στα μαθηματικά που εφάρμοζε προκειμένου να μελετήσει τη θέση του ωροσκοπούμενου αστέρα στο ζωδιακό κύκλο. Άλλο, επέμενε η Άννα, να μελετάς τους νόμους, κι άλλο να τρομοκρατείς τους συνανθρώπους σου, επικαλούμενος τη συντέλεια του κόσμου. Η γνώση, πάντοτε και για πάντα, απορρέει από το Θεό. Η μητέρα της όμως παρέμενε αμετάπειστη, πίστευε, και όχι άδικα, ότι η ενασχόλησή της με την αστρολογία θα την επηρεάσει αρνητικά στη συμπεριφορά. Απαίτησε λοιπόν να καταστραφεί αμέσως το δαιμονικό όργανο. Τότε η Άννα αναγκάστηκε να το κρύψει, όπως έκρυβαν άλλοι πριν από αιώνες τα εικονίσματα. Χωρίς να είναι ανυπάκουη, ποτέ δεν έσκυβε άκριτα το κεφάλι».
Εξάλλου, κι η ένδοξη γιαγιά της Άννα Δαλασσηνή υπήρξε το ίδιο έξυπνη κι ανυπότακτη.
Είναι γεγονός πως πολλές απ΄ τις αρχοντικής καταγωγής κυρίες του Βυζαντίου «εξετέθησαν» στην πολιτική και αναμείχτηκαν ενεργά στα πολιτικά δρώμενα της εποχής τους με αποτέλεσμα ν’ αφήσουν στις κατοπινές γυναίκες μια σοβαρή κληρονομιά τριβής με τα κοινά. Μάλιστα, κάποιες απ’ τις βυζαντινές αυτοκρατόρισσες έφταναν στο να δολοφονήσουν τα ίδια τους τα παιδιά, προκειμένου να μην τους πάρουν την εξουσία. Άλλες βυζαντινές αρχόντισσες έλαμψαν δια της παρασκηνιακής τους παρουσίας.
Οπωσδήποτε και κατά κοινή ομολογία των μελετητών του θέματος, η θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο ήταν πολύ καλύτερη απ’ αυτή στην αρχαία Ελλάδα. Στο Βυζάντιο υπήρξαν γυναίκες αυτοκράτειρες, γυναίκες-ηγετικές μορφές, γυναίκες ιατροί: απ΄τους πρώτους αιώνες της ζωής του ως το 1453, σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, καταγράφονται υπηρεσίες παροχής κοινωνικής πρόνοιας και περίθαλψης, στη λειτουργία των οποίων σπουδαίο ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες: τρανό παράδειγμα, το νοσοκομείο του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, στο οποίο υπήρχε μια γυναίκα γιατρός, τέσσερις γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί και δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί τους. Επιπροσθέτως, οι γυναίκες του Βυζαντίου δε θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα του κράτους απλά επειδή ήταν γυναίκες. Τέσσερις αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους-δίχως να έχουν σύζυγο-χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Η Ζωή(914-919), η Ειρήνη(797-802), οι Θεοδώρα και Ζωή(1042), η Θεοδώρα(1054-1056). Σύμφωνα με την άποψη του εξαίρετου βυζαντινολόγου Steven Runciman, «συνταγματικός φραγμός στην ανάληψη της ύπατης εξουσίας από γυναίκα στο Βυζάντιο δεν υπήρχε. Και στο τέλος, αιτία της πτώσης της Ειρήνης ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτών των γυναικών δε θεωρήθηκαν παράνομες».(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78). Και βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και τις γυναίκες που ουσιαστικά κυβερνούσαν το κράτος, έχοντας κάποιον άνδρα ως ανδρείκελο στο προσκήνιο, για λόγους ανωτέρας βίας ή «δημοσίων σχέσεων». Η κατάσταση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, μ’ όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματά της, το οποία θα εξεταστούν στη συνέχεια αυτού του άρθρου, ήταν ομολογουμένως υποφερτή, σε σχέση μ’ αυτή της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Χριστιανισμός, σ’ αυτή τη σχετική αναβάθμιση έπαιξε το ρόλο του: ανέδειξε τη γυναίκα και την απελευθέρωσε απ’ τον αρχαίο, ειδωλολατρικό φαλοκρατισμό. Ο Δημόκριτος έλεγε χαρακτηριστικά: «η γυναίκα να μην εξασκείται στο ρητορικό λόγο, γιατί είναι κακό πράγμα».(απ.110). Και στο απόσπασμα 111: «Είναι η πιο μεγάλη προσβολή για τον άντρα να κυβερνάται από γυναίκα».
Είναι σαφές και ιστορικά διαπιστωμένο γεγονός ότι πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει ενεργά στα κοινά, είτε με την ψήφο του, είτε με την προσωπική του εμπλοκή στη δημόσια ζωή: ο πολιτικός, ο άρχοντας, ο στρατιώτης, ο εργαζόμενος. Και επειδή οι γυναίκες, ιστορικά, τα τελευταία μόνο χρόνια απέκτησαν τέτοιου είδους δυνατότητες και δικαιώματα, είναι φανερό ότι τα χαρακτηριστικά του πολίτη δεν αποδίδονται σ’ αυτές. Πόσο μάλλον στην εποχή του Βυζαντίου που ο αυτοκράτορας με την οικογένειά του και την αυλή του είναι η κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Ακολουθούν οι παλατιανοί αξιωματούχοι, οι αξιωματούχοι της εκκλησίας και οι δυνατοί, όπως λέγονταν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες. Οι άρχοντες-αριστοκρατία του πλούτου-είναι οι κοινωνικά προνομιούχοι. Οι λαϊκές τάξεις-αστικός και γεωργικός πληθυσμός-αποτελούν τη βάση της πυραμίδας. Για όλους τους παραπάνω λόγους και γι΄ άλλους ακόμη, η βυζαντινή κοινωνία ήταν κοινωνία ανισότητας στα δικαιώματα ανάμεσα στα δύο φύλα. Όσο κι αν οι παραπάνω περιπτώσεις αρχοντισσών και γυναικών της ανώτατης αριστοκρατίας υποδεικνύουν μια αναβαθμισμένη θέση των γυναικών στη βυζαντινή κοινωνία, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός πως οι ευρύτερες μάζες των γυναικών ήταν παραγκωνισμένες απ’ το προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης της εποχής τους. Η αντιπαράθεση, για παράδειγμα, της Άννας της Κομνηνής με μια σύγχρονη γυναίκα της εποχής μας μπορεί ν’ αποτελέσει το έρεισμα για συγκρίσεις και συσχετίσεις, οι οποίες καταδεικνύουν τις τυχόν ομοιότητες αλλά και διαφορές που προκύπτουν στην οπτική του φύλου και στα στερεότυπα που, σε κάθε εποχή διαμορφώνονται. Επομένως η ιστορικότητα και παράλληλα η κοινωνιολογική θεώρηση του ζητήματος της ισότητας των φύλων παίζουν σημαντικό ρόλο στο να εγερθούν αβίαστα μια σειρά από κεντρικά-κεφαλαιώδη ερωτήματα, που είναι ταυτόχρονα και υποθέσεις έρευνας:
Α) Ο τρόπος ζωής μιας βυζαντινής γυναίκας ήταν πανομοιότυπος σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα ή αντίθετα υπήρξε διαφορετικός και ανάλογος με την κοινωνική τάξη στην οποία αυτή ανήκε, όπως επίσης ανάλογος προς την εποχή της μακραίωνης Βυζαντινής Ιστορίας;
Β) Ποιες υπήρξαν οι δυσκολίες, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, στην καθημερινότητα της βυζαντινής γυναίκας, προκειμένου ν’ αποκτήσει η ζωή της κάποια υπόσταση;
Γ) Ποια ήταν η σχέση της με το σύζυγο και τα παιδιά;
Δ) Ποια υπήρξε η σχέση της γυναίκας με την παιδεία και την εκπαίδευση στο Βυζάντιο;
Ε) Ίδια κυλούσε η ζωή της γυναίκας, ως παντρεμένης και ως ελεύθερης, στη βυζαντινή κοινωνία και υπήρχε, πραγματικά, η δυνατότητα για μια γυναίκα να ζήσει την ελεύθερη ζωή μιας λογίας έξω απ’ το μοναστήρι; Ποιες οι προοπτικές της, στην περίπτωση μάλιστα που ανήκε στη μεσαία ή στην κατώτερη τάξη, να μορφωθεί ή να ζήσει ελεύθερη απ’ την καταπίεση της ανδροκρατούμενης κοινωνίας της εποχής της;
ΣΤ) Και τελικά, οι ελεύθερες ώρες της Άννας Κομνηνής στο Σπουδαστήριο ισοσταθμίζονται, κατά ένα τρόπο, με τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς μιας βυζαντινής υφάντρας; Κατ’ επέκταση, η σχέση του τρόπου ζωής μιας βυζαντινής αρχόντισσας με τον τρόπο ζωής μιας βυζαντινής γυναίκας της μεσαίας και κατώτερης τάξης παραπέμπει σε ανισότητες και διαφορές που εντοπίζει κανείς και ανάμεσα στα φύλα.(Ανεξάρτητα από κοινωνικό στρώμα ή τάξη, εφόσον η γυναίκα στο Βυζάντιο, πρακτικά, αντιμετωπίζεται ως ασθενές φύλο). Φυσικά και αδιαμφισβήτητα, η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με του άνδρα και η αναφορά των περισσοτέρων γενικών εγχειριδίων βυζαντινής ιστορίας στα τρανταχτά και μεμονωμένα παραδείγματα γυναικών, όπως η Θεοδώρα του Ιουστινιανού ή η Άννα η Κομνηνή, αποδεικνύει, γι’ ακόμη μια φορά, πως η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες. Μάλιστα, ο ρόλος της αγίας γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, ως προς τη βαρύτητά του στη δημιουργία προτύπων εναλλακτικής ή συμβατικής φύσεως, υπήρξε άλλοτε διαλυτικός κι άλλοτε ενδυναμωτικός του θεσμού του γάμου. Άλλωστε, ο τρόπος που απεικονίζεται η γυναίκα στη βυζαντινή αγιογραφία αλλά και σε κοσμικές παραστάσεις, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στις ιστορικές πηγές είναι ιδιαίτερα αντιφατικός και αμφίσημος. Όσο για το ιδιαίτερο προφίλ που εμφανίζει η λόγια πριγκίπισσα Άννα η Κομνηνή, αυτό οφείλεται στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της αγαθής φήμης του αυτοκράτορα πατέρα της, στη σημαντική συμβολή της στην προβολή του ανδρικού αριστοκρατικού ιδεώδους και τέλος στη συμμετοχή της σε μια ελευθεριότητα απόψεων που διέκρινε αρκετές από τις γυναίκες της τάξης της. Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και κυρίως κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.
Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού-ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση.(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.
Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες. Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση) για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οπωσδήποτε όμως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στην ανώτατη εκπαίδευση.
Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό γυναίκας με πανεπιστημιακή μόρφωση, η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στη σύνταξη του «Θεοδοσιανού κώδικα», η ποιήτρια Κασσιανή σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου «Αλεξιάς» όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Ήταν επίσης ερασιτέχνης γιατρός και γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός.
Διάσημες για τη μόρφωσή τους ήταν οι κόρες του Κων/νου του Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, και η Ειρήνη, κόρη του μεγάλου Λογοθέτη Μετοχίτη. Πρέπει ακόμα ν’ αναφέρουμε την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα που κατείχε πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.
Γοητευτικές και κακομούτσουνες, ενάρετες και διεφθαρμένες, πειθαρχημένες και γεμάτες αναίδεια, οι γυναίκες περνούν μέσα από τη Βυζαντινή Ιστορία, άλλοτε κηλιδωμένες με αίμα και λάσπη, άλλοτε στεφανωμένες με όλες τις αρετές: αιώνια γοητευτικές, που η χάρη τους, ξεφεύγοντας από τη φθορά των αιώνων, συνεχίζει να συγκινεί τις καρδιές και τις φαντασίες.
Θα αναφερθούμε κυρίως σ’ εκείνες τις γυναίκες που δεν είναι γεννημένες μέσα στην πορφύρα, που κατοικούν έξω απ’ τα αυτοκρατορικά παλάτια, για να διαπιστώσουμε σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν η αξιοσέβαστη σύζυγος ενός διοικητικού αξιωματούχου και η κοπέλα που εκπορνεύεται υπό τη σκέπη του τοίχου του ιπποδρόμου, ποια είναι η συμπεριφορά τους απέναντι στο διπλό και πρωταρχικό πρόβλημα, που ορθώνεται μπροστά στη γυναίκα του Βυζαντίου: το δίλημμα ανάμεσα στο γάμο και στον έρωτα.
Σ’ όλη την κοινωνική κλίμακα του Βυζαντίου η σύζυγος είναι πριν απ’ όλα η κυρία του σπιτιού και ύστερα, αν παραμένει ακόμη έστω και λίγο ωραία και νέα, είναι η ερωμένη. Το να είσαι νοικοκυρά σ’ ένα σπίτι μέσου μεγέθους στο Βυζάντιο δεν είναι εύκολο πράγμα, όπως μας το παρουσιάζει ο σύζυγός της ποιητής, Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος. Στην περίπτωσή της πρόκειται για μια γυναίκα τριάντα πέντε ετών, η οποία χάρισε στο σύζυγό της τέσσερα παιδιά. Το σπίτι της, το οποίο βρίσκεται σε μια λαϊκή συνοικία, μακριά από το κέντρο της πόλης, είναι ιδιοκτησία της. Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, παντρεύτηκε στην ηλικία των εικοσιτεσσάρων ετών, ύστερα από το θάνατο του πατέρα της σε μια κακιά ώρα, ένα ποιητή ράθυμο και φτωχό, ο οποίος, τα μόνα πράγματα που κουβάλησε στη συζυγική κοινότητα, ήταν το άλογό του και μια χαλασμένη φουφού. Η συμβίωση, όμως, «πάει καλά»! Ο σύζυγος δεν ασχολείται με καμιά δουλειά, γράφει στίχους ή αγορεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ στην ταβέρνα. Όταν επιστρέφει τρεκλίζοντας στο σπίτι, δοκιμάζει συχνά τη δυσάρεστη αίσθηση να τον αρπάζει ένας υπηρέτης και να τον πετάει έξω στο δρόμο. Ύστερα το παράθυρο ανοίγει και το εκδικητικό χέρι της συζύγου ρίχνει στο πεζοδρόμιο τους στίχους του και τα χαρτιά του. Δεν τον αντέχει πια. Ακούστε την πως του τα ψέλνει: «Φροντίζω το σπίτι και κάνω όλες τις δουλειές…Φροντίζω τα παιδιά καλύτερα κι από την καλύτερη παραμάνα…Υφαίνω μόνη μου τη ρόμπα που φορώ…Φτιάχνω τα πουκάμισα και τα παντελόνια». Στη συνέχεια ο τόνος της φωνής της ανεβαίνει: «Ποτέ δεν είδα φούστα, ποτέ δεν είδα από τα χέρια σου πασχαλιάτικο δώρο. Άντεξα έντεκα χρόνια φτώχειας και κακοπέρασης».
Η αποκρυστάλλωση της πυρηνικής οικογένειας που είχε ολοκληρωθεί ήδη τον 9ο αιώνα, άλλαξε ριζικά τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Την περίοδο της Εικονομαχίας οι γυναίκες συμμετείχαν ακόμη ενεργά στα κοινά, εμπλέκονταν μάλιστα ενεργά στη διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων. Δεν είναι τυχαίο ότι η αποκατάσταση των εικόνων προωθήθηκε από δύο γυναίκες, τις αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοδώρα. Στον Βίο του Αντωνίου του Νέου υπάρχει μια πολύτιμη λεπτομέρεια, που δείχνει ότι η δραστηριότητα των γυναικών δεν περιοριζόταν στις θρησκευτικές διαμάχες: όταν ο αραβικός στόλος, γύρω στο 825, επιτέθηκε στην Αττάλεια, ο κυβερνήτης της πόλης συγκέντρωσε στα τείχη όχι μόνο άνδρες αλλά και νεαρές γυναίκες ντυμένες με ανδρικά ρούχα. Ωστόσο, οι κοινωνικές εξελίξεις τον 10ο αιώνα οδήγησαν στον περιορισμό των γυναικών στα στενά όρια της οικογένειας. Η αλλαγή στην αγιολογική παράσταση της γυναίκας εκφράζει αυτές τις κοινωνικές μεταβολές. Όπως έχει επισημάνει η Ε. Patlagean, ο τύπος της αγίας που, για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της φορούσε ανδρικά ρούχα και παραβίαζε τους κανόνες της γυναικείας συμπεριφοράς, εξαφανίστηκε τον 9ο αιώνα. Αυτή η εκδοχή της αγιότητας αντικαταστάθηκε από την εικόνα της ιδανικής συζύγου, η οποία, όπως η Μαρία η νέα ή η Θωμαίς της Λέσβου, ανεχόταν με ευσέβεια και υπομονή τη σκληρότητα, τη ζήλια ή την αδιαφορία ενός ανάξιου συζύγου.
Η παραδοσιακή εικόνα της βυζαντινής πατριαρχικής, πυρηνικής οικογένειας σκιαγραφείται από τον Κεκαυμένο. Η οικογένεια είναι αυτοδύναμη οντότητα, περιστοιχισμένη από ένα αόρατο τείχος που τη χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Οποιοσδήποτε δεν είναι στενά δεμένος μαζί της, έστω και φίλος, μπορεί, εισχωρώντας στον εσωτερικό αυτό κύκλο, να ξελογιάσει τις γυναίκες, να μάθει τα οικογενειακά μυστικά και γενικά να διαταράξει την οικογενειακή τάξη. Μια καλή σύζυγος, προσθέτει ο Κεκαυμένος, είναι η μισή ζωή, η υπόσχεση για μια καλή τύχη. Οι σύζυγοι πρέπει να είναι πιστοί και να αποφεύγουν τον δεύτερο γάμο όταν χηρεύουν. Η ανατροφή των παιδιών αντιμετωπίζεται επίσης με μεγάλη σοβαρότητα. Τα παιδιά οφείλουν να φοβούνται και να σέβονται τον αρχηγό της οικογένειας, αλλά αυτή η στάση πρέπει να είναι απόρροια καλής ανατροφής και όχι τιμωρίας και ξυλοδαρμού. Τα ανύπαντρα κορίτσια δεν επιτρέπεται, βέβαια, να εκτίθενται στο βλέμμα των ανδρών που δεν είναι συγγενείς. Αυτός ο περιορισμός των γυναικών, συζύγων και θυγατέρων, προκύπτει έμμεσα και από άλλα κείμενα της εποχής. Περιγράφοντας ένα σεισμό, ο Ατταλειάτης παρατηρούσε ότι οι γυναίκες, οι οποίες συνήθως περιορίζονταν στους χώρους του σπιτιού που τους αναλογούσαν, ξεχύθηκαν χωρίς ντροπή στους δρόμους όταν άρχισαν οι δονήσεις. Επίσης η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι οι γυναίκες, όταν έβγαιναν στο δρόμο, κάλυπταν προσεκτικά το πρόσωπό τους.
Μια σύγκριση των νόμων που ίσχυαν στο Βυζάντιο για το διαζύγιο με τους αντίστοιχους νόμους της Δύσης φανερώνει τη σημασία που είχε η πυρηνική οικογένεια στην Ανατολή. Στη Ρώμη, τον 9ο αιώνα, επιτρεπόταν ακόμη το διαζύγιο με τη θέληση έστω και μόνο του ενός συζύγου. Στο Βυζάντιο, η παλαιά πρακτική του ελεύθερου διαζυγίου είχε καταργηθεί ήδη από τον 8ο αιώνα. Η χωριστή ιδιοκτησία των συζύγων, που αναγνωριζόταν από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, αντικαταστάθηκε από την έννοια της οικογενειακής περιουσίας ως αδιαίρετου συνόλου, που την αποτελούσαν η προίκα και η προγαμιαία δωρεά. Μόνο μετά το θάνατο του συζύγου μπορούσε να διαιρεθεί η περιουσία, για να μοιραστεί εξίσου στη γυναίκα και τα παιδιά. Ο θεσμός των πρωτοτοκίων ήταν άγνωστος. Η σημασία της πυρηνικής οικογένειας προκύπτει επίσης από τις αφιερώσεις των δωρητών. Σε αυτοκρατορικές αναθηματικές προσωπογραφίες, όπως του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, της συζύγου του, Ευδοκίας, και ενός από τους γιούς του στο Ψαλτήριο Μπαρμπερίνι, αλλά και σε εικόνες τοπικών αξιωματούχων, όπως του μάγιστρου Νικηφόρου Κασνίτζη, της συζύγου του και του γιού τους στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Κασνίτζη στην Καστοριά, απεικονίζονται οι γονείς και, κατά κανόνα, ένα ή δύο από τα παιδιά.
Παρότι η οικογένεια παρέμεινε σημαντικός θεσμός στο Βυζάντιο όλη την περίοδο του Μεσαίωνα, στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στις παραδοσιακές οικογενειακές δομές. Τα στενά όρια της πυρηνικής οικογένειας διευρύνθηκαν, ώστε να περιλάβουν τους εξ αίματος συγγενείς. Η μετάβαση από την πυρηνική στην ευρύτερη οικογένεια αποτυπώνεται στη στάση ή τις ενέργειες της εκάστοτε δυναστείας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τον 7ο αιώνα ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τους θείους και τα ξαδέλφια του ως αντίζηλους και πιθανούς εχθρούς. Γι’ αυτόν το λόγο ο ακρωτηριασμός ή η τύφλωσή τους έτεινε να αποτελέσει τον κανόνα. Κατάλοιπα αυτής της πρακτικής συναντάμε και αργότερα, λ.χ. στη σύσταση του Ιωάννη Δούκα προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ να παντρευτεί τη γεωργιανή πριγκίπισσα Μαρία, διότι, ως αλλοδαπή, δεν είχε συγγενείς που θα αποτελούσαν απειλή για τον αυτοκράτορα. Αντίθετα, ο Αλέξιος Α΄, που διαδέχτηκε τον Νικηφόρο Γ΄, είχε εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις, θεωρώντας τους απογόνους και τους συγγενείς του κύριο στήριγμα του θρόνου του.
Έκφραση της χαλάρωσης των παραδοσιακών ενδοοικογενειακών δομών ήταν η ενίσχυση και πάλι του ρόλου των γυναικών. Μολονότι οι οικογένειες παρέμεναν πατριαρχικές, οι γυναίκες, τουλάχιστον στις ανώτερες τάξεις, άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινωνική αυτή τάση, που χαρακτηρίζει την περίοδο των Κομνηνών, είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τις κυρίες της αριστοκρατίας στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα με τις αντίστοιχες δέσποινες παλαιότερων εποχών. Η αυτοκράτειρα Ζωή (όπως και η αδελφή της Θεοδώρα), παρά την ιστορική σημασία της αφού ήταν τελευταία από τους ηγεμόνες της Μακεδονικής δυναστείας, ήταν μια πολιτικά θλιβερή μορφή, με ενδιαφέροντα στραμμένα λιγότερο προς τις κρατικές υποθέσεις και περισσότερο προς τη νυφική παστάδα, τα αρώματα και τις αλοιφές. Οι άλλες γυναίκες της εποχής της Ζωής, όπως περιγράφονται από τους χρονικογράφους, παρέμεναν επίσης μορφές του γυναικωνίτη και όχι της κοινωνικής ζωής. Από τα τέλη, όμως, του 11ου αιώνα, εμφανίζονται στους αυτοκρατορικούς κύκλους αρκετές δραστήριες, μορφωμένες και πολιτικά οξυδερκείς γυναίκες. Η Άννα Δαλασσηνή συγκυβερνούσε επίσημα με τον γιό της, τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄. Αλλά και η Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλεξίου Α΄, όχι μόνο ακολουθούσε τον σύζυγό της στις εκστρατείες του, αλλά και συνωμοτούσε ανοιχτά κατά του γιού της, Ιωάννη Β΄. Η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄, ήταν συγγραφέας, φιλότεχνη και η ψυχή ενός πολιτικού και φιλολογικού κύκλου που αντιτασσόταν στον ανιψιό της Μανουήλ Α΄. Η σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη, χήρα του Ανδρονίκου, δεύτερου γιού του Ιωάννη Β΄, υπήρξε προστάτις και χορηγός πολλών λογίων και συγγραφέων. Όπως η Άννα Κομνηνή, αντιπολιτευόταν και αυτή τον κουνιάδο της, Μανουήλ Α΄. Για λογαριασμό της ο Πρόδρομος ή ψευδο-Πρόδρομος έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα, που περιείχε αρκετές εκφράσεις της καθομιλουμένης και απευθυνόταν στον Μανουήλ Α΄. Στο έργο αυτό, η Ειρήνη εμφανίζεται να κατηγορεί θαρραλέα τον αυτοκράτορα ότι την καταδιώκει αδίκως. Η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, μαζί με τον σύζυγό της, καίσαρα Ιωάννη (Renier του Μομφερράτου), τέθηκε επικεφαλής της αριστοκρατικής συνωμοσίας του 1181, που κατέληξε σε ένοπλες αψιμαχίες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, διηύθυνε ουσιαστικά τις κρατικές υποθέσεις, και όποιος επιζητούσε την αυτοκρατορική εύνοια απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ενώ απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα με την κατηγορία της απιστίας, κατόρθωσε αργότερα να επιστρέψει, να εκδικηθεί τους εχθρούς της και να ανακτήσει την πρότερη θέση της.
Η νέα σημασία που απέκτησαν οι απόγονοι και η αλλαγή της θέσης της γυναίκας συνέτειναν ίσως στην εξασθένηση της πυρηνικής οικογένειας. Η διάβρωση του θεσμού αυτού τον 12ο αιώνα είναι προφανής, αν αναλογιστεί κανείς την ευκολία με την οποία διαπράττονται μοιχείες. Ο Μανουήλ Α΄, που συζούσε με την ανιψιά του Θεοδώρα, έδινε ο ίδιος το παράδειγμα. Η σχέση του με τη Θεοδώρα ήταν τόσο αναγνωρισμένη, ώστε η σύζυγός του, αυτοκράτειρα Βέρθα του Σούλτσμπαχ (Ειρήνη, στις βυζαντινές πηγές) περνούσε εντελώς απαρατήρητη στην Αυλή. Η εξουσία της περιοριζόταν σε αγαθοεργίες και στην εκπαίδευση της κόρης της. Παρότι η Θεοδώρα ήταν παντρεμένη με τον σεβαστό Νικηφόρο Χαλούφη, ο γιός της από τον Μανουήλ, με το όνομα Αλέξιος, αναγνωρίστηκε ως γιός του αυτοκράτορα και πήρε τον ανάλογο τίτλο του σεβαστοκράτορα. Ο Ανδρόνικος Α΄, ξάδελφος του Μανουήλ, πάντρεψε τη φυσική του κόρη Ειρήνη με τον Αλέξιο, και μάλιστα επί ένα διάστημα θεωρήθηκε δεδομένο ότι ο Αλέξιος θα διαδεχόταν τον Ανδρόνικο στο θρόνο. Οι ερωτικές σχέσεις του Ανδρονίκου ήταν επίσης γνωστές και, όπως στην περίπτωση του Μανουήλ Α΄, δεν ήταν απλές απιστίες. Ενώ οι νόμιμες σύζυγοι και των δύο είχαν επιλεγεί με πολιτικά, οικονομικά ή γενεαλογικά κριτήρια, για τις ερωμένες τους μοναδικό κριτήριο ήταν το πάθος των αυτοκρατόρων. Συχνά, άλλωστε, οι εραστές ήταν και στενοί συγγενείς. Η δημόσια αυτή περιφρόνηση τόσο προς τους ηθικούς νόμους όσο και προς τους θρησκευτικούς περιορισμούς για την αιμομιξία αποκαλύπτει, περισσότερο από τις ίδιες τις πράξεις, τις κοινωνικές τάσεις της εποχής.
Απ’ τις νομοκανονικές βυζαντινές πηγές, που αναφέρονται στη βιολογική φύση της γυναίκας, προκύπτει η διαπίστωση πως οι αντιλήψεις της βυζαντινής κοινωνίας, πάνω στο θέμα αυτό, συνδέονταν και επηρεάζονταν απ΄ τις αντιλήψεις της εκκλησίας και της βυζαντινής ιατρικής: πάντως η επίσημη ιατρική δε θεωρούσε ως πιθανό αποτέλεσμα της συνεύρεσης σε περίοδο φυσιολογικής αιμορραγίας τη σύλληψη παιδιών με γενετικές ανωμαλίες. Ο Ορειβάσιος, που η δραστηριότητά του τοποθετείται στην εποχή του Ιουλιανού, και ο Παύλος ο Αιγινίτης, γιατρός του 7ου αιώνα, αναφέρουν μεν ότι η συνουσία κατά τις περιόδους κάθαρσης είναι καλό να αποφεύγεται, στόχος τους όμως δεν είναι η προστασία της υγείας των παιδιών που ίσως προέρχονταν από τέτοιου είδους επαφές, αλλά η αποφυγή της περαιτέρω ταλαιπωρίας του σώματος. Την ίδια άλλωστε συμβουλή δίνουν για τις περιπτώσεις δυσπεψίας, κόπωσης ή οξείας διάρροιας. Ο Παύλος μάλιστα, που ήταν αποδεδειγμένα χριστιανός, αναφέρει ως καταλληλότερο χρόνο για τη σύλληψη τις τελευταίες ημέρες της περιόδου. Ο Αέτιος Αμιδηνός, που έζησε τον 6ο αιώνα, στη Γυναικολογία του δεν απαγορεύει τις επαφές κατά την κάθαρση, παρά σε περιπτώσεις που ακολουθούνταν κάποια θεραπευτική αγωγή για γυναικολογικό πρόβλημα. Ο ίδιος μάλιστα θεωρεί ως χρόνο κατάλληλο για σύλληψη όχι μόνο το τέλος, αλλά και την αρχή της εμμήνου ρύσεως. Στα έργα των Μητροδώρας, Μιχαήλ Ψελλού, Ιωάννη Ακτουαρίου και στο Ιατροσόφιο του Σταφιδά δεν αναφέρονται καθόλου σχετικά στοιχεία. Από τη σιωπή αυτή συνάγεται, κατά πάσα πιθανότητα, πως η σεξουαλική επαφή κατά τη διάρκεια της καταμήνιας κάθαρσης δεν απαγορευόταν απ’ τους γιατρούς, παρά τις αντίθετες και πολυποίκιλες λαϊκές δοξασίες. Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να διαγράψουν το ιδεολογικό υπόβαθρο της γυναικολογικής ιατρικής στο Βυζάντιο, τουλάχιστον για την εποχή στην οποία αναφέρονται.
Για την κοινωνική και προσωπική ζωή της μέσης και κατώτερης βυζαντινής ίσχυαν τα ακόλουθα: όταν η βυζαντινή κόρη συμπλήρωνε τα 12 της χρόνια, οι γονείς της δια μέσου συγγενικών ή φιλικών προσώπων, των προξενητών, αναζητούσαν ως σύζυγο κάποιο νέο που να είχε συμπληρώσει τουλάχιστον τα 14 του χρόνια. Αυτό βέβαια δεν απέκλειε τον έρωτα, που δεν ήταν σπάνιος στο Βυζάντιο. Ο αρραβώνας, που η διάρκειά του δεν υπερέβαινε τα δύο χρόνια, ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, με επισημότητα σχεδόν θρησκευτική και επικύρωση με γραπτό συμβόλαιο. Πριν από το γάμο υπογραφόταν ένα άλλο συμβόλαιο, στο οποίο οριζόταν η προίκα της νύφης και τα δώρα του γαμπρού. Τη νύφη οδηγούσε στην εκκλησία ο μελλόνυμφος, αφού ως επικεφαλής πομπής την παραλάμβανε από το πατρικό της σπίτι. Μετά τη γαμήλια τελετή ακλουθούσε επίσημο δείπνο. Η νομοθεσία του κράτους, παρά την αντίθετη γνώμη της εκκλησίας, αναγνώριζε το δικαίωμα διαζυγίου, όταν το επιθυμούσαν και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Το δεύτερο γάμο αποδοκίμαζε η εκκλησία, αλλά δεν τον απαγόρευε η Πολιτεία. Ο τρίτος γάμος προκαλούσε αυστηρές κυρώσεις, ενώ ο τέταρτος επέφερε συνήθως τον αφορισμό από την Εκκλησία. Πρώτος απ’ τους χριστιανούς αυτοκράτορες, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το 331 τον ακόλουθο νόμο περί διαζυγίου: «Όταν μια γυναίκα στείλει αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνώνται μόνο οι ακόλουθες κατηγορίες: υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτός είναι φονιάς, μάγος ή τυμβωρύχος; Αν ναι, τότε αυτή η γυναίκα θα πρέπει να επαινείται και να ανακτά όλη την προίκα της. Αν όμως έχει στείλει αναγγελία διαζυγίου για λόγους ανεξάρτητους από αυτές τις τρεις κατηγορίες, θα πρέπει να αφήσει ακόμη και την τελευταία της φουρκέτα στο σπίτι του συζύγου της και να εκτοπισθεί σε κάποιο νησί για τη μεγάλη της έπαρση. Αν οι άνδρες στείλουν αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνηθούν οι εξής τρεις κατηγορίες: επιθυμούν να αποκηρύξουν μια μοιχαλίδα, μάγισσα ή μαστροπό; Αν κάποιος άνδρας διώξει τη σύζυγό του η οποία δεν έχει αποδεδειγμένα σχέση μ’ αυτές τις κατηγορίες, θα πρέπει να της επιστρέψει όλη την προίκα και ο ίδιος να μην ξαναπαντρευτεί. Αν πράγματι πράξει κάτι τέτοιο, επιτρέπεται στην τέως σύζυγο να εισέλθει στο σπίτι του και να μεταβιβάσει στον εαυτό της όλη την προίκα της δεύτερης συζύγου, ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη»( G. Clarck, Oι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, σ.52).
Η ιδιαίτερη εκτίμηση και αγάπη της βυζαντινής γυναίκας στο ακριβό και εκλεπτυσμένο κόσμημα, όπως παραδίδεται από μαρτυρίες και παραστάσεις, φαίνεται να ενισχύεται όχι μόνον από τη γυναικεία φιλαρέσκεια αλλά και από τις τάσεις επίδειξης πλουτισμού του ανδρικού επίσης φύλου. Δεν είναι σπάνιες οι μαρτυρίες των κειμένων όπου ο πλούτος ή υψηλά ιστάμενος σύζυγος, που δεν παρέλειπε ποτέ ο ίδιος να φορεί τη ζώνη του αξιώματός του -συχνά περίτεχνη και με πετράδια στολισμένη- , φροντίζει επίσης να ντύνει τη γυναίκα του με πλούσια φορέματα και ακριβά κοσμήματα, που εύκολα θα δήλωναν την υψηλή κοινωνική του θέση.
Τα πολυτελή αυτά αντικείμενα, που τα πρώτα χρόνια μένουν ακόμη έξω από τη φιλοσοφία και τη θεολογική σκέψη του Βυζαντίου, εξακολουθούν να εκτιμώνται, να φυλάσσονται σε ώρες κινδύνων, να επιδεικνύονται σε ώρες χαράς και ευημερίας. Άδικα οι πατέρες της Εκκλησίας σχολιάζουν αρνητικά το φαινόμενο ή παραπονούνται γι’ αυτή τη ματαιοδοξία του ποιμνίου τους. Που αι νυν γυναίκες… εκβαλέ μου της φιλοκόσμου γυναικός την χείρα, και οράς αυτήν κεχρυσωμένην… Πόσων πενήτων, ειπέ μοι πλεονεξίαν η χειρ σου βαστάζει; Όπερ είπον εισέρχη εις την εκκλησίαν κεχρυσωμένην τας χείρας και τον τράχηλον…, παρατηρεί ο Χρυσόστομος (PG 55, στ. 507).
Και το κόσμημα εξακολουθεί να παράγεται και μάλιστα για όλα τα βαλάντια και τις προτιμήσεις των Βυζαντινών. Γιατί από τον κανόνα της φιλοκόσμου γυναίκας δεν εξαιρείται και η φτωχή Βυζαντινή, όπως αποδεικνύεται από τα φρικτά παράπονα που κάνει στον Πτωχοπρόδρομο η στερημένη από κοσμήματα σύζυγος: «Ουκ οίδα εις δακτύλιν μου κρικέλλιν δακτυλίδιν- ουδέ βραχιόλιν μ’ έφερες ποτέ να το φορέσω». Και τότε το δαχτυλίδι γίνεται απλό κι ακόσμητο κρικέλλι και το βραχιόλι, τα ενώτια κι η πόρπη από χαλκό, γυαλί, ορείχαλκο ή ασήμι.
Στο διττό αυτό προορισμό το βυζαντινό κόσμημα εξελίσσεται, ποικίλλεται με ευαισθησία από πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες και εμφανίζει αριστουργήματα τόσο στις πολυτελείς και δαπανηρές δημιουργίες όσο και στα ταπεινότερα και απλούστερα αντικείμενα του είδους του.
Η γυναικεία, όμως, ιερή μορφή που ενσαρκώνει και συμπυκνώνει τις θετικές και επαινετές ιδιότητες της, κατά τα άλλα, αδύναμης και ατελούς γυναικείας φύσης, είναι, για το σύνολο της βυζαντινής κοινωνίας, η Παναγία. Αυτή, με την τελειότητα, παρθενικότητα, τρυφερότητα και φιλανθρωπία της, αποτελεί την άλλη, θετική όψη του νομίσματος: είναι το αντίβαρο της Εύας που με την ευπιστία της έβλαψε την ανθρωπότητα. Εύα λοιπόν και Παναγία συναποτελούν για το βυζαντινό ιδεολογικό σύμπαν το γυναικείο αίνιγμα
Η Παναγία, εξ αιτίας της συσχετίσεώς της με πολεμικά γεγονότα κατά τη βυζαντινή περίοδο, έλαβε και την χαρακτηριστική προσωνυμία «Παναγία της Νίκης» ή «Νικοποιός».
Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, η Θεοτόκος αναδεικνύεται η Προστάτιδα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ήδη επί των Αυτοκρατόρων Μαυρικίου, Φωκά, Ηρακλείου, η Θεοτόκος εικονιζόταν σε σφραγίδες και νομίσματα του Κράτους, στη θέση της Θεάς Νίκης. Και όπως η Νίκη κρατούσε ασπίδα, έτσι περίπου και η Παναγία, σε ασπιδοειδή δίσκο έφερε τον Χριστό, που ήταν και ο κατ’ εξοχήν χορηγός της νίκης. Αργότερα η Θεοτόκος έλαβε την επίσημη ονομασία της «Νικοποιός», όπως μαρτυρείται από νομίσματα του Μιχαήλ Δούκα (1071-1078), του Νικηφόρου Βοτανιάτη (1078-1081), κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τιμή τους να εικονίζονται σε νομίσματα με τη Θεοτόκο: π.χ. ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο οποίος εικονίζεται να τον στεφανώνει με το αυτοκρατορικό διάδημα η Θεοτόκος, έχοντας την επιγραφή: «Θεοτόκε βοήθει Ιωάννη τω Δεσπότη».
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Κωνσταντινούπολη, ήταν αφιερωμένη στην Παναγία. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των Ναών, των Μονών και των Προσκυνημάτων που υπήρχαν εκεί προς τιμήν της. Το ίδιο ομολογούν και οι πολλές θαυματουργές εικόνες της Παναγίας που εφυλάσσοντο στην Πόλη. Στην Κωνσταντινούπολη είχε γίνει, λοιπόν, συνείδηση όλων, ότι η Παναγία ήταν η μεγάλη Προστάτιδά τους. Θεωρούσαν μεγάλη ευλογία το ότι φυλάσσονταν στη Βασιλεύουσα, μεταφερμένα από τα Ιεροσόλυμα, το Μαφόριο (η Σκέπη) και η Ζώνη της Θεοτόκου. Έτσι στις δύσκολες στιγμές των πολέμων κατέφευγαν στη βοήθεια και Σκέπη της Παναγίας. Η ιδιαίτερη ευλάβεια του βυζαντινού στρατού στην Παναγία αποδεικνύεται περίτρανα και από την ύπαρξη της εικόνας της «Παναγίας Νικοποιού», που σώζεται στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, μεταφερμένη εκεί απ’ τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας. Η παλαιά αυτή εικόνα την οποία οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «Στρατηγό των Λεγεώνων», «Ακατανίκητη» και «Αήττητη», θεωρούνταν προστάτιδα του βυζαντινού στρατού και οι απεικονίσεις της χρησιμοποιούνταν ως λάβαρο στους πολέμους. Η αυθεντική αυτή εικόνα φυλασσόταν σε παρεκκλήσιο που έφερε το όνομά της στο Μέγα Παλάτιον. Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, αποδίδοντας με ποιητικό και συγκινητικό τρόπο αυτή την υπέρμετρη λατρεία στο πρόσωπο της Παναγίας εκ μέρους του βυζαντινού στρατού, βάζει στα χείλη του πολεμιστή αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου τα εξής υπέροχα λόγια:
«Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαλανή, πιο ωραία,
στον πιο ωραίο, πιο γαληνό μέσα στους θρόνους θρόνο,
νικήτρια εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας.
Στον πόλεμο οδηγήτρα Εσύ μεσίτρα στην ειρήνη,
Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ Εσέ τα νικητήρια!».
Καθ’ όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων η γυναικεία δράση και παρουσία σε εκκλησία και κοινωνία υπήρξε συνεχής. Βέβαια, κατά εποχές, το μοναχικό και ακραιφνές συντηρητικό πνεύμα την περιόριζε, αλλά αυτή έβρισκε πάντα γόνιμο έδαφος για καρποφορία, συμβολή στις εξελίξεις και πρωτοβουλίες παντοειδείς. Τα βυζαντινά γυναικεία μοναστήρια ιδιαίτερα διακρίθηκαν για την εξάσκηση έργων φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας. Περιέθαλπαν φτωχές γυναίκες, παρείχαν σε άπορες γνώσεις και απασχόληση στην υφαντική και πλεκτική τέχνη, ώστε με τα είδη που κατασκευάζονταν να ντύνονται τα ορφανά των πτωχοκομείων και ορφανοτροφείων, τα οποία βρίσκονταν συνήθως κοντά σε μοναστήρια. Μάλιστα σε πολλά απ’ αυτά υπήρχε εργοδότρια αδελφή. Πολλές απ’ τις γυναίκες μοναχές είχαν ιατρικές και φαρμακευτικές γνώσεις και περιέθαλπαν ασθενείς γυναίκες. Εξάλλου στα ορφανοτροφεία οι μικρές τρόφιμες εκπαιδεύονταν συνήθως από γυναίκες μοναχές. Οι αδελφές επέβλεπαν τα μικρά κορίτσια στην εκμάθηση της υφαντικής, της κεντητικής, της μουσικής κι άλλων χρήσιμων πρακτικά τεχνών. Στα μοναστήρια υπήρχαν δύο κιβώτια, ο σκοπός των οποίων φαίνεται απ’ τις επιγραφές τους: στο ένα αναγράφεται η φράση «εις αιχμαλώτων ανάρρυσιν» και στο άλλο «εις πενήτων διατροφήν». Με τα χρήματα που συλλέγονταν σ’ αυτά περιθάλπονταν οι πάσχοντες και εξαγοράζονταν οι αιχμάλωτοι από τους πειρατές που λυμαίνονταν τις θάλασσες της Μεσογείου και απ’ τους βαρβάρους που διενεργούσαν επιδρομές. Μοναχές «λουτράρισσες» πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, σαπουνίζοντας και σφουγγίζοντας με τα «σπαρτία» (τζίβες) τις απελευθερωμένες αιχμάλωτες και οδηγώντας τες σε αναπαυτικές κλίνες.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Kazhdan-Epstein, «Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα». Αθήνα 1997. (ΜΙΕΤ).
2. Ελευθερία Παπαγιάννη-Σπύρος Τρωϊάνος, Τα «γυναικεία πάθη» και οι νομοκανονικές πηγές. Ανακοίνωση σε συνέδριο.
3. Ι .Καραγιαννόπουλου, «Η Βυζαντινή Ιστορία απ’ τις πηγές», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1987.
4. Αγιορείτης Μοναχός Μωϋσής, «Οι έγγαμοι Άγιοι της Εκκλησίας», έκδοση Ε΄ ,Οκτώβριος 2000. ISBN 960-7006-7.
5. «Ιστορία Αρχαία και Μεσαιωνική», Α΄ τάξη, 1ου κύκλου ΤΕΕ, ΥΠΕΠΘ, Π.Ι., Αθήνα 2005. ISBN 960-813857-4.
6. Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, Διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, «Το βυζαντινό κόσμημα». https://culture.gr
7. Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου, «Θέσις και Δράσις της Γυναικός εν τη Αρχαία Εκκλησία». Εισαγωγή από το βιβλίο Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης, Αθήναι 1949, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας.
8. Φαίδωνος Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, Αθήναι 1928.
9. Χριστίνα Γ. Αγγελίδη, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών , Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, «Γυναίκες και Βυζάντιο. Μια επισκόπηση της έρευνας μετά το 1970».
10. Alice-Mary Talbot, Editor Thalia Gouma-Peterson (+), Founding Editor, “Bibliography on Women in Byzantium 2004”. https://www.doaks.org/WomeninByzantium.html
11. Δημοσθένους, Ανθούλλης Α. «Φιλία και ομοφυλοφιλία τον 11ο και 12ο αιώνα στο Βυζάντιο: Η φιλία ως πολιτική διασύνδεση, μέσο κοινωνικής αποκατάστασης και καταξίωσης». Θεσσαλονίκη: Σταμούλης Αντ., 2004. ISBN 960-8353-20-3.
12. Φύλο και θρησκεία, η θέση της γυναίκας στην εκκλησία: Χειμερινό πρόγραμμα 2002-2003/ επιμέλεια Παντελής Καλαϊτζίδης, Νίκος Ντόντος.- Αθήνα: Ίνδικτος, 2004. ISBN 960-518-182-7.
13. Νικολάου Κ., Η θέση της γυναίκας στη Βυζαντινή Κοινωνία. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν. Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας 4, Αθήνα 1993.
14. Τσώτσου Μ., Θεοδώρα: Μια γυναίκα αυτοκράτειρα.
15. Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Φύλο και Θρησκεία, Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία.
16. Ζεράρ Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα 1970, εκδ. Ωκεανίς.
17. Καρζής, Θ. (1989) «Η γυναίκα στο Μεσαίωνα. Χριστιανισμός-Δυτική Ευρώπη-Βυζάντιο-Ισλαμισμός», Φιλιππότη.
18. Κώτσου, Α.Π. (1991) «Η θέση της γυναίκας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος έως 7ος μ.Χ. αιώνας) «Λόγος και Πράξη», 45, 78-106.
19. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος, Άγιες Γυναίκες στο Βυζάντιο, 16-4-2005. https://www.archive.gr
20. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005. https://www.archive.gr
21. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005. https://www.archive.gr