«…Αυτά ήταν λοιπόν, καθώς νομίζω, τα σχετικά με το χαρακτήρα του Ιουστινιανού, όσα τουλάχιστον εγώ μπορώ να πω. Όσο για τη γυναίκα που παντρεύτηκε, θα εξηγήσω τώρα πώς γεννήθηκε και ανατράφηκε και πώς, αφού συνδέθηκε με τον άνθρωπο αυτόν, αφάνισε πέρα για πέρα τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπήρχε στο Βυζάντιο ένας κάποιος Ακάκιος, φύλακας των θηρίων στο τσίρκο, οπαδός των Πράσινων, ένας άνθρωπος απ’ αυτούς που ονομάζουν αρκουδιάρηδες. Αυτός ο άνθρωπος πέθανε από αρρώστια στα χρόνια που ήταν αυτοκράτορας ο Αναστάσιος, κι άφησε τρεις κόρες, την Κομιτώ, τη Θεοδώρα και την Αναστασία, από τις οποίες η μεγαλύτερη δεν ήταν ακόμα εφτά χρόνων. Η γυναίκα του ξέπεσε και βρήκε άλλον άνδρα με την ελπίδα ότι θα ανελάμβανε τη φροντίδα του σπιτιού όπως επίσης και τη δουλειά στο τσίρκο. Αλλά ο πρώτος χορευτής των Πράσινων, Αστέριος το όνομα, πληρώθηκε από κάποιον άλλον για να τους διώξει από τη θέση αυτή και την έδωσε, χωρίς καμιά δυσκολία, στον άνθρωπο που του είχε δώσει τα χρήματα. Οι χορευτές, βλέπετε, μπορούσαν να κανονίζουν όπως ήθελαν κάτι τέτοιες υποθέσεις. Η γυναίκα όμως, όταν βεβαιώθηκε πως όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στο τσίρκο, φόρεσε στεφάνια στο κεφάλι και στα χέρια των κοριτσιών της και τις έβαλε να καθήσουν ως ικέτισσες. Οι Πράσινοι βέβαια αρνήθηκαν κατηγορηματικά να δεχθούν την ικεσία, οι Βένετοι όμως τους έδωσαν μια ανάλογη θέση, επειδή και ο δικός τους φροντιστής των θηρίων είχε πεθάνει πρόσφατα. Όταν λοιπόν τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν, η μητέρα τους τα έβγαλε αμέσως στη σκηνή του τσίρκου γιατί ήταν όμορφα κορίτσια. Δεν τις έβγαλε όμως συγχρόνως και τις τρεις, αλλά τη στιγμή που καθεμιά τους φάνηκε να ωριμάζει. Η πρώτη λοιπόν, η Κομιτώ, είχε ήδη κατακτήσει διακεκριμένη θέση ανάμεσα στις εταίρες του καιρού της· η δεύτερη, η Θεοδώρα, φορώντας έναν κοντό χιτώνα με μακριά μανίκια σαν αυτούς που φοράνε οι μικρές σκλάβες, την ακολουθούσε υπηρετώντας τη σε καθετί και κουβαλώντας στους ώμους της το σκαμνί, πάνω στο οποίο εκείνη συνήθιζε να κάθεται στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Εκείνη την εποχή η Θεοδώρα δεν είχε ακόμα ωριμάσει κι έτσι δεν ήταν καθόλου σε θέση να πέσει σε κρεβάτι μ’ έναν άνδρα και να συνευρεθεί μ’ αυτόν σαν γυναίκα, γι’ αυτό και επιδιδόταν σ’ ένα είδος ασέλγειας ανδρικού τύπου με κάτι πανάθλιους τύπους και μάλιστα δούλους που ακολουθούσαν τους αφέντες τους στο θέατρο και έβρισκαν περιστασιακά την ευκαιρία να κάνουν την ολέθρια αυτή πράξη· αλλά και στο μπορντέλο καταγινόταν αρκετές ώρες μ’ αυτή την παρά φύσιν σωματική εργασία. Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμασε επιτέλους, άρχισε ν’ απασχολείται στο θέατρο κι αμέσως έγινε το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν παρακατιανές. Ούτε αυλό έπαιζε ούτε τραγουδούσε ούτε καν έκανε τη χορεύτρια, αλλά μόνο πρόσφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα ασκώντας το επάγγελμα μ’ όλο της το σώμα. Αργότερα άρχισε ν’ ανακατεύεται σ’ όλες τις δουλειές του θεάτρου μαζί με τους κωμικούς ηθοποιούς κι έπαιρνε μέρος μαζί τους στις παραστάσεις που δίνονταν εκεί, βοηθώντας τους γελωτοποιούς με διάφορες αισχρολογίες. Ήταν πρώτη στα αστεία και στα πειράγματα και, γι’ αυτά της τα καμώματα, γρήγορα έγινε περιζήτητη. Η γυναίκα αυτή ήταν τελείως ξετσίπωτη και κανείς δεν την είδε ποτέ να κοκκινίζει, αλλά προσέφερε αναίσχυντες υπηρεσίες χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και ήταν τέτοιος τύπος που, όταν έτρωγε χαστούκια και κατακεφαλιές, χαριεντιζόταν και έσκαζε στα γέλια και, βγάζοντας τα ρούχα της, τα έδειχνε όλα θεόγυμνα στον πρώτο τυχόντα κι από μπρος κι από πίσω, ενώ το σωστό είναι αυτά τα πράγματα να μένουν κρυμμένα από τα μάτια των ανδρών.
Τους εραστές της τους βαριόταν και τους κορόιδευε και τα κατάφερνε πάντα να κερδίζει τις ακόλαστες ψυχές τους δείχνοντάς τους με καμάρι όλο και πιο ασυνήθιστα κόλπα στο κρεβάτι. Σε κανέναν απ’ αυτούς που συναναστρεφόταν δεν καταδεχόταν ν’ αφήσει την πρωτοβουλία· αντίθετα, εκείνη τους ερέθιζε όλους, ακόμα και τ’ αμούστακα παιδιά, λέγοντας πρόστυχα αστεία και κουνώντας ξεδιάντροπα τον πισινό της. Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς τόσο παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή όσο αυτή. Συχνά πήγαινε σε συμπόσια μαζί με δέκα ή και περισσότερους νεαρούς, όλους εξαιρετικά γεροδεμένους, που είχαν κάμει δουλειά τους τη λαγνεία, και επιδιδόταν σε ολονύχτια όργια με όλους μαζί τους συνδαιτυ-μόνες. Ύστερα, όταν δεν έμενε πια πνοή σε κανέναν απ’ αυτούς, εκείνη πήγαινε κι έβρισκε τους υπηρέτες τους, πολλές φορές καμιά τριανταριά, και ζευγάρωνε με έναν έναν απ’ αυτούς· αλλά ούτε κι έτσι μπορούσε να χορτάσει τη λαγνεία της.
Μια φορά που είχε πάει στο σπίτι ενός διακεκριμένου προσώπου, κι ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες την κοίταζαν πιωμένοι, καθώς λένε, ανέβηκε στην άκρη του ανάκλιντρου πλάι στα πόδια τους και, σηκώνοντας με τον πιο αηδιαστικό τρόπο τα φουστάνια της, θεώρησε καλό να τους κάμει επιτόπου μια επίδειξη λαγνείας. Κι ενώ δούλευε και με τις τρεις τρύπες μαζί, κατηγορούσε τη φύση, παραπονούμενη που δεν της είχε κάµει πιο φαρδιές και τις τρύπες των µαστών της ώστε να µπορεί να σκαρφίζεται κι άλλα κόλπα συνουσιαζόµενη κι από εκεί. Συχνά βέβαια έµενε έγκυος, αλλά, µεταχειριζόµενη διάφορα κόλπα, τα κατάφερνε αµέσως να αποβάλλει.
Πολλές φορές µάλιστα γδυνόταν ακόµα και στο θέατρο, µπροστά στα µάτια όλου του κόσµου, και στεκόταν ανάµεσα στους θεατές γυµνή, φορώντας µόνο µια ποδίτσα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία, όχι όµως επειδή ντρεπόταν να δείξει ακόµα κι αυτά στον κόσµο, αλλά επειδή δεν επιτρέπεται σε κανέναν να παρουσιάζεται ολωσδιόλου γυµνός στο θέατρο· πρέπει να φοράει τουλάχιστον ένα διάζωµα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία. Μ’ αυτό λοιπόν το ντύσιµο ξάπλωνε κατάχαµα και κειτόταν ανάσκελα. Μερικοί θήτες, που έπαιζαν κατά κανόνα το ρόλο αυτόν, της έριχναν πάνω στο αιδοίο της κριθάρι, που το έπιαναν σπυρί σπυρί και το έτρωγαν χήνες γυµνασµένες επί τούτω. Εκείνη όχι µόνο σηκωνόταν χωρίς να κοκκινίζει, αλλά και φαινόταν να περηφανεύεται γι’ αυτή την παράσταση. ∆εν ήταν µόνο ξεδιάντροπη, αλλά και τα κατάφερνε καλύτερα από τον καθένα να παρασύρει τους άλλους στην αδιαντροπιά. Συχνά γδυνόταν και στεκόταν πάνω στη σκηνή ανάµεσα στους µίµους, πότε γέρνοντας το κορµί της προς τα πίσω και πότε τουρλώνοντας τον πισινό της και προς αυτούς που την είχαν χαρεί και προς τους άλλους που δεν την είχαν ακόµα πλησιάσει, επιδεικνύοντας µε καµάρι τα συνηθισµένα της γυµνάσµατα. Με τόση λαγνεία καµάρωνε για το κορµί της, ώστε φαινόταν ότι δεν είχε το αιδοίο της στη φυσική του θέση όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ότι το ‘χει στο κούτελο. Αλλά κι εκείνοι που την πλησίαζαν αµέσως αποκαλύπτονταν ότι δεν το συνήθιζαν να συνουσιάζονται κατά τους νόµους της φύσης· γι’ αυτό και τα αξιοσέβαστα πρόσωπα, όταν τη συναντούσαν στην αγορά, άλλαζαν δρόµο κι έφευγαν βιαστικά από φόβο µήπως αγγίξουν κάποιο από τα φορέµατα αυτής της γυναίκας και νοµιστεί ότι κόλλησαν το µίασµα. Όσοι την έβλεπαν, ιδιαίτερα νωρίς το πρωί, το ‘χαν για γρουσουζιά. Όσο για τη σχέση της µε τις άλλες γυναίκες του θεάτρου, συνήθιζε να τους επιτίθεται όλη την ώρα µε φοβερή αγριότητα σαν σκορπιός, γιατί την κυριαρχούσε µεγάλος φθόνος.
Αργότερα έφυγε µαζί µε τον Εκηβόλο, έναν άνδρα από την Τύρο που είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πενταπόλεως, για να του προσφέρει τις πιο αισχρές υπηρεσίες, αλλά κάτι του έκαµε του ανθρώπου και την έδιωξε άρον άρον από εκεί· γι’ αυτό λοιπόν βρέθηκε χωρίς κανέναν πόρο ζωής κι από τότε τα ‘βγαζε πέρα µε τον συνηθισµένο της τρόπο, πουλώντας άνοµα το κορµί της. Αρχικά λοιπόν πήγε στην Αλεξάνδρεια. Έπειτα, αφού γύρισε όλη την Ανατολή, ξεκίνησε να επιστρέψει στο Βυζάντιο ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελµά της, που αν άνθρωπος το κατονόµαζε, ποτέ, νοµίζω, δεν θα τον συγχωρούσε ο θεός· σαν να µην άντεχαν οι ουράνιες δυνάµεις να µείνει τόπος κανείς που να µη γνωρίσει την ακολασία της Θεοδώρας.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε κι ανατράφηκε η γυναίκα αυτή κι έτσι έγινε περιβόητη ανάµεσα σε πολλές δηµόσιες γυναίκες και σε όλους τους ανθρώπους. Αλλά µόλις έφτασε πάλι στο Βυζάντιο, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός µε παράφορο έρωτα. Στην αρχή τη συναναστρεφόταν ως ερωµένη, µολονότι την είχε ανυψώσει στο αξίωµα της πατρικίας. Η Θεοδώρα λοιπόν τα κατάφερε αµέσως να αποκτήσει υπέρµετρη δύναµη και τεράστια πλούτη γιατί για τον άνθρωπο αυτόν – όπως συνήθως συµβαίνει µε τους τρελά ερωτευµένους – το πιο γλυκό πράγµα στον κόσµο ήταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπηµένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσµου. Όσο για το κράτος, καιγόταν σαν προσάναµµα για χάρη αυτού του έρωτα. Με τη βοήθεια της Θεοδώρας εκείνος προξενούσε ακόµα µεγαλύτερες καταστροφές στο λαό, όχι µόνο στο Βυζάντιο, αλλά και σ’ όλα τα µέρη της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Καθώς κι οι δυο τους ανήκαν από παλιά στην παράταξη των Βένετων, έδωσαν όλο το ελεύθερο στα µέλη αυτής της φατρίας να χειρίζονται τις κρατικές υποθέσεις. Ύστερα όµως από πολύν καιρό το κακό αυτό κατευνάστηκε στο µεγαλύτερο µέρος του µε τον εξής τρόπο:
Έτυχε ο Ιουστινιανός να πέσει άρρωστος για πολλές µέρες και στην αρρώστια αυτή έφτασε σε τέτοιο κίνδυνο, ώστε κυκλοφόρησε ακόµα κι η φήµη πως πέθανε· οι στασιαστές εν τω µεταξύ εξακολουθούσαν να διαπράττουν τα εγκλήµατα που αναφέρθηκαν και µάλιστα σκότωσαν µέρα µεσηµέρι, µέσα στο ιερό της Σοφίας, κάποιον Υπάτιο, ένα πρόσωπο όχι ασήµαντο. Όταν λοιπόν διαπράχθηκε το έγκληµα, ο θόρυβος που προκλήθηκε από την πράξη τους έφτασε στ’ αυτιά του αυτοκράτορα και καθένας από τους αυλικούς, παίρνοντας θάρρος από το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός απουσίαζε από το χώρο του εγκλήµατος, έσπευδε να διεκτραγωδεί το άτοπο της πράξης απαριθµώντας ένα ένα όλα όσα είχαν συµβεί. Τελικά ο αυτοκράτορας πρόσταξε τον έπαρχο της πόλης να επιβάλει ποινές για όλα τα εγκλήµατα που είχαν διαπραχθεί. Ο άνθρωπος αυτός ονοµαζόταν Θεόδοτος και τον φώναζαν µε το παρατσούκλι Κολοκύθα…»