Από το 19ο ακόμη αιώνα το Μακεδονικό Ζήτημα απασχόλησε και τη Ρουμανία στο στόχαστρο της οποίας ήταν η Μακεδονία. Ανεξάντλητες υπήρξαν οι δραστηριότητες και οι ραδιουργίες του Ρουμάνου πράκτορα Απ. Μαργαρίτη οι οποίες και οδήγησαν στις επιτυχίες της Ρουμανικής προπαγάνδας (1870-1881). Οι Ρουμανικές δραστηριότητες στο Μακεδονικό χώρο από το 1878 ως το 1893 αν και ήταν έντονες δεν «μετακίνησαν» τους πληθυσμούς: Οι βλαχόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας μένουν πιστοί στα «πάτρια» (1878-1897)
Οι σχέσεις των δύο κρατών: Ελλάδας-Ρουμανίας, αποκαθίστανται σταδιακά (1900-1901) Όμως η στενή συνεργασία Βουλγάρων κομιτατζήδων και ρουμανιζόντων στο Μακεδονικό χώρο οδηγεί σε νέα επιδείνωση των Ελληνορουμανικών σχέσεων. Η αναθεώρηση της Ελληνορουμανικής πολιτικής στα χρονικά περιθώρια του 1911-1912 και οι διάφορες απόψεις Ρουμάνων, Ελλήνων και Ευρωπαίων ερευνητών για το πρόβλημα των Βλάχων (μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων) εξηγούν τους λόγους της Ρουμανικής κινήσεως με βλέψεις προς τη Μακεδονία.
Πρωτεργάτης της Ρουμανικής κίνησης στη Μακεδονία θεωρείται ο Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος γύρω στο 1850-1860 επιχειρεί να εισδύσει στο μακεδονικό χώρο και να προσελκύσει τους ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς της περιοχής με απώτερο σκοπό την προσάρτηση κάποτε της Μακεδονίας στη μακρινή Ρουμανία. Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί του όρους Βερμίου ήταν οι πρώτοι Μακεδόνες που υπέστησαν την επίδραση του ιερωμένου Αβέρκιου, ο οποίος κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες να μυήσει τους βλαχόφωνους νέους της Ανατολικής Πίνδου στη Ρουμανική Ιδέα. Περί το 1857-1859 ο μητροπολίτης Πελαγονίας έδειξε μεγάλη ευαισθητοποίηση απέναντι στις ρουμανικές εκείνες ενέργειες για την προσέλκυση των ελληνικών πληθυσμών της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Αλλά η αντίδραση και η αδιαφορία των ντόπιων βλαχόφωνων, οι οποίοι διαπνέονταν από βαθύτατη ελληνική εθνική συνείδηση ήταν χαρακτηριστική και έτσι οι ρουμανικές ιδέες έπεφταν στο κενό, όπως γράφει ο Δώρος Πεφάνης: «Οι κουτσόβλαχοι έμειναν πάντοτε ακλόνητοι εις την πίστιν των πατέρων των και διετήρησαν δια μέσου των αιώνων ισχυράν την ελληνικήν εθνικήν των συνείδησιν τόσον οι εις Μακεδονίαν κατοικούντες, όσον και οι εις Ήπειρον και Θεσσαλίαν. Η από δεκάδων ετών, τη υποκινήσει της Αυστρίας και Ρωσίας, οργιάζουσα ρουμανική προπαγάνδα, παρ΄όλον τον άφθονον χρυσόν τον οποίον διέθετεν, ουδ΄επ΄ελάχιστον κατόρθωσε να τους κλονίσει. Ολόκληρος η ελληνικώτατη περιφέρεια του Μοναστηρίου, η καθ΄ολοκληρίαν σχεδόν κατοικουμένη από Κουτσοβλάχους, υπήρξε πρωτοπόρος εις την άμυναν των Ελληνικών εθνικών δικαίων». (Βλ. Αντωνίου Κολτσίδα, «Κουτσόβλαχοι, οι Βλαχόφωνοι Έλληνες», Θεσσαλονίκη 1993 σελ. 46).
Βέβαια, η ρουμανική κίνηση υπήρξε μικρή σε αριθμούς και ορμή, αλλά είχε οπωσδήποτε την υλική και ηθική συμπαράσταση της αυστριακής πολιτικής και του καθολικού δόγματος, ενώ παράλληλα το ρουμανικό κράτος διέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά και συμπαραστεκόταν με όλους τους τρόπους στα όργανά του, προκειμένου να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό.
Μετά το 1859 άρχισαν να ιδρύονται τα πρώτα ρουμανικά σχολεία στο Τύρνοβο, στο Μεγάροβο, στο Γκόπεσι και σε ορισμένες άλλες ελληνοβλαχικές κωμοπόλεις της Β.Δ. Μακεδονίας του γεωγραφικού διαμερίσματος Μοναστηρίου. Τα σχολεία εκείνα υπολειτουργούσαν σε υποτυπώδη μορφή και συγκέντρωναν ελάχιστους μόνον μαθητές. Εξ΄άλλου, ο πρωτεργάτης της Ρουμανικής δραστηριότητας Απόστολος Μαργαρίτης θεωρούνταν ιδιαίτερα μισητό πρόσωπο από το σύνολο του ελληνοβλαχικού στοιχείου, επειδή κατέβαλε διαρκείς προσπάθειες για να δημιουργήσει μια ανύπαρκτη ρουμανική εθνότητα, χωρίς να υπάρχουν και τα στοιχειώδη, έστω, ερείσματα και κάποιες βασικές προϋποθέσεις, επιθυμώντας να εισαγάγει τη ρουμανική γλώσσα στα σχολεία και στις ελληνικές εκκλησίες. Ξόδευε μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία διέθετε η επίσημη ρουμανική πολιτεία για τη Μακεδονία, και ενισχυόταν όπως, προανεφέρθη, οικονομικά – υλικά και ηθικά από τους Αυστριακούς και το καθολικό δόγμα. Όπως, όμως, γράφει ο Ν. Φίστας, γιατρός από τη Νεβέσκα, το σημερινό Νυμφαίο του Ν. Φλωρίνης, στην οντότητα των Βλάχων υπήρχε η φωνή του ελληνικού αίματος και η παράδοση αιώνων: «Ποίος εξηνάγκαζε τους Βλάχους αυτούς να αγωνίζονται, όπως ηγωνίσθηκαν, εάν δεν υπήρχεν η φωνή του αίματος και η παράδοσις αιώνων; Απαιτούμεν, λοιπόν, μεγαλύτερον σεβασμόν προς τους Βλάχους και καλόν είναι και δίκαιον να ενθυμούμεθα το όλως αξιοθαύμαστον έργον της Μακεδονίας του εξωτερικού…»
Για τον Απ. Μαργαρίτη, «εξωμότη» έλληνα δάσκαλο και μετέπειτα πράκτορα της Ρουμανικής κίνησης, που καταγόταν απ΄τη Βλαχοκλεισούρα της Μακεδονίας, ιστορεί τα παρακάτω ο Νεοκλής Καζάσης στο βιβλίο του «Μακεδονικό πρόβλημα», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 96: «Ετραγώδησε… το άσμα του ρωμανισμού εν Μακεδονία και Θεσσαλία, εν Ηπείρω και Αλβανία…Είναι απίστευτος η θρασύτης, μεθ΄ης συνέγραψε τον ρουμανικόν θρύλον της Μακεδονίας και των περί αυτήν χώρων, αλλ΄έτι μάλλον απίστευτος η ευήθεια και η εθελοθυσία των χορηγών επισήμων ή ανεπισήμων. Οι κατοικούντες την λεγομένην ελληνικήν χώραν Έλληνες δεν είναι ιθαγενείς, έλεγεν εν φλογεροίς κηρύγμασιν, αλλά ξένοι, επήλυδες, εξ΄Αιγύπτου και Φοινίκης προελθόντες. Αληθείς δε απόγονοι των Πελασγών είναι οι Αλβανοί και οι Βλάχοι, άρα αδελφοί και νόμιμοι κύριοι της χώρας».
Ο θεμελιωτής της ρουμανικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, ο οποίος υποστήριζε με πάθος τα πανσλαβιστικά κομιτάτα, διέθετε άφθονα χρηματικά μέσα, εξαγόραζε τους αρμόδιους μουσουλμάνους αξιωματούχους προκειμένου να πετυχαίνει τους στόχους του και συκοφαντούσε στις Τουρκικές αρχές τους επιφανείς έλληνες της Μακεδονίας που αντιτάσσονταν στα φιλορουμανικά του σχέδια. Δυστυχώς, ο Μαργαρίτης στα ανθελληνικά του σχέδια υποστηρίζονταν από τους προξένους των μεγάλων δυνάμεων και τους «προϊσταμένους» των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων που δρούσαν στη Μακεδονία. Απ΄όλες τις θρησκευτικές κινήσεις, η σπουδαιότερη ήταν η κίνηση – προπαγάνδα των Λαζαριστών, η οποία ακόμη και στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Γιάννενα, παραχώρησε στο Μαργαρίτη μια πτέρυγα της μονής των Λαζαριστών για να λειτουργήσει το μοναδικό ρουμανικό σχολείο, διότι ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει κατάλληλο οίκημα, αφού οι Γιαννιώτες πληροφορήθηκαν έγκαιρα τα κακόβουλα σχέδιά του και τον απομάκρυναν γρήγορα από κοντά τους. Εξ΄άλλου, η ίδια αυτή οργάνωση των Λαζαριστών συνήθως πρόδιδε τους Ορθόδοξους Έλληνες στις Μουσουλμανικές αρχές για κάθε τους «ύποπτη» κίνηση.
Την άνοιξη του 1905 η ρουμανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε προς την Υψηλή Πύλη και προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και αξίωσε να συστήσει η Ελληνική Κυβέρνηση στο Πατριαρχείο να δέχεται τη χρήση της ρουμάνικης γλώσσας στις εκκλησίες και στα σχολεία των Ρουμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας και, επί πλέον, η ρουμανική πλευρά ζήτησε επίμονα την αναστολή της Ελληνικής ανταρτικής δράσεως στη Μακεδονία. Το Πατριαρχείο, με τη σειρά του, καθώς και η Ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκαν κατηγορηματικά να ικανοποιήσουν τα ρουμανικά αιτήματα με την αιτιολογία ότι θίγονταν τα προνόμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επικαλέστηκαν μάλιστα τη ρουμανοβουλγαρική συνεργασία στο μακεδονικό χώρο.
Το Σεπτέμβριο του 1905 ανακλήθηκαν οι πρέσβεις Ελλάδος και Ρουμανίας από το Βουκουρέστι και την Αθήνα, αντίστοιχα, και η Ρουμανία κατήγγειλε την Ελληνορουμανική σύμβαση του 1900-1901. Στη συνέχεια το επίσημο ρουμανικό κράτος έπληξε καίρια τα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα των Ελλήνων στη Ρουμανία, έκλεισε τα Ελληνικά Σχολεία και έθεσε σε ενέργεια την απέλαση Ελλήνων υπηκόων της, την άγρια, επίσης, κακοποίηση του ελληνικού στοιχείου και έτσι,τον Ιούνιο του 1906 διακόπηκαν οι Ελληνο-ρουμανικές σχέσεις. Αυτή η κρίση στο Μακεδονικό, με αιχμή του δόρατος το ρουμανικό επεκτατισμό και τις διεκδικήσεις του, αποσόβησε ίσως χειρότερες εξελίξεις για το ελληνικό στοιχείο.