«Η αρχική ονομασία γι’ αυτό το είδος πολέμου είναι Εμφύλιος Πόλεμος, που στην κυριολεξία σημαίνει: διαφυλετικός πόλεμος, πόλεμος μεταξύ φυλών, αν και η ερμηνεία αυτή είναι προβληματική. Τα προβλήματα μετάφρασης του ελληνικού όρου φυλή στα αγγλικά είναι εξαιρετικά πολύπλοκα. Όπως σημειώνουν οι λεξικογράφοι της αρχαιότητας Liddel και Scott, ο όρος φυλή σήμαινε αρχικά μια σύναξη ανθρώπων διακριτών από τη φύση από κάθε άλλον, αλλά σημειώνουν επίσης ότι αυτή η πολύ γενική και ευρεία έννοια δεν χρησιμοποιείτο σχεδόν ποτέ. Ο όρος χρησιμοποιείτο συνήθως για να υποδείξει το αντίστοιχο του ρωμαϊκού tribus και σημαίνει ‘ένα σύνολο ή άθροισμα ανθρώπων που τους ενώνουν υποτιθέμενοι δεσμοί αίματος και κοινή καταγωγή, όπως οι φυλές των Δωριέων’…. Στην ελληνική αρχαιότητα, εμφύλιος σήμαινε να ανήκεις στην ίδια φυλή, στο ίδιο γένος, και συνεπώς εμφύλιοι ήταν οι επ’ αμφωτερω. εξ’ αίματος συγγενείς. Ο όρος Εμφύλιος ως όρος που σημαίνει πόλεμο μεταξύ Ελλήνων εμφανίζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, σε σχέση με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον Θέογνι, στον Οιδίποδα Τύραννο, στους Ευμενίδες του Αισχύλου (ως Άρης εμφύλιος), στον Θεόκριτο ως μάχην εμφυλιον ανδρών, και στον Πολύβιο ως πόλεμος εμφύλιος. Στον Πλούταρχο σημαίνει ανταρσία (στάσις)
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετατόπισε τη σχέση του εμφύλιου με το φύλο και την έμφασή του στους δεσμούς αίματος και την επανατοποθέτησε στην πόλη, με έμφαση στις σχέσεις των πολιτών με την πόλη. Εξ’ ου και το Comentarii de Bello Civico του Ιουλίου Καίσαρα, η διάσημη περιγραφή του πόλεμου του ενάντια στον Πομπήιο και την Ρωμαϊκή Γερουσία. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες, με εξαίρεση την ελληνική που κράτησε την αρχαία έκφραση, υιοθέτησαν αυτή την πολιτική διατύπωση (Burgerkrieg, στα γερμανικά, guerre civile, στα γαλλικά, guerra civile, στα ιταλικά).
Στο πλαίσιο της μετα-οθωμανικής ελληνικής ιστορίας, ο όρος χρησιμοποιείται σε σχέση με τους δυο εμφύλιους πόλεμους που ξέσπασαν στη διάρκεια κι έπειτα από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας από τους Οθωμανούς (1821), καθώς και για τον Εμφύλιο που ξέσπασε στην Ελλάδα το 1947. Δεν είναι περίεργο που στην Ελλάδα ο όρος Εμφύλιος (μαζί με τον όρο Δεύτερο Αντάρτικο) χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τον πόλεμο του 1946-49 από την Αριστερά, ενώ το Κέντρο και η Δεξιά χρησιμοποίησαν τον όρο Συμμοριτοπόλεμος. Ήδη από το 1947, ο Ριζοσπάστης, η επίσημη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, χρησιμοποιούσε τον όρο εμφύλιος στα κύρια άρθρα της.
Ο όρος εμφύλιος έγινε επίσημη έκφραση μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού το 1974, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα νομιμοποιήθηκε και, ειδικά, μετά την πράξη συμφιλίωσης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1981. Με την χειρονομία της συμφιλίωσης, οι φάκελοι που κρατούσε η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και η Εδική Ασφάλεια για τους διαφωνούντες κάηκαν κατά την περίοδο της συνεργασίας ΝΔ και ΚΚΕ στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής της Αθήνας το 1989, και η Αριστερά λησμονήθηκε οριστικά……»
(Νένη Πανουργιά – Ο Καντ, ο εμφύλιος πόλεμος και οι πτυχές του νοήματος: https://www.re-public.gr/?p=128
(Από τον ιστοχώρο https://www.fte.org.gr/datadoc/an0308.doc)
….Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο. Η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεκινήσει έμελλε να συνεχισθεί, καθώς δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαϊμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαϊμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις στις περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοθεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερματίζεται η εμφύλια διαμάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο από την επέλαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο.
( Από τον ιστοχώρο https://www.johnpap.net/not-el/pro1821-1829/EmfylioiPolemoi.htm)
Η διχόνοια, η απειθαρχία και η φιλαρχία υπήρξαν πάντοτε οι μεγαλύτερες πληγές οι οποίες ταλανίζουν τον Ελληνισμό τις πλέον κρίσιμες στιγμές, σε όλη την διάρκεια των χιλιετιών της ιστορίας του. Επομένως δεν θα μπορούσαν να λείψουν ούτε και κατά την διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Αιτία των εμφυλίων πολέμων υπήρξε ο χωρισμός των Ελλήνων σε δύο πολιτικές παρατάξεις: στο κόμμα των στρατιωτικών με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο και στο κόμμα των πολιτικών με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο, τον Νέγρη και τον Κωλέττη.
Αφορμή του πρώτου εμφυλίου πολέμου ήταν η πλειοψηφία των βουλευτών του κόμματος των πολιτικών στην Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος 1823). Επειδή η νέα κυβέρνηση (το Νομοτελεστικό) περιλάμβανε τέσσερις πολιτικούς και έναν στρατιωτικό, τον Κολοκοτρώνη, οι στρατιωτικοί με επί κεφαλής τον Κολοκοτρώνη (αφού προσεταιρίσθηκαν τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως Πετρόμπεη ) μετέθεσαν την έδρα τους στην Τρίπολη και εζήτησαν την διάλυση της Εθνοσυνελεύσεως (Νοέμβριος 1823). Αυτή δεν διελύθη, αλλά εξέλεξε άλλη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη με έδρα το Κρανίδι. Η νέα κυβέρνηση είχε την υποστήριξη των Προκρίτων (κοινοτικοί άρχοντες επί Οθωμανικής κυριαρχίας) της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος και των Νησιών. Μπροστά στην δύναμη της κυβερνήσεως, ο Κολοκοτρώνης υποχώρησε για το καλό της Πατρίδας και του δόθηκε αμνηστία.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος άρχισε τον Οκτώβριο του 1824. Οι Πρόκριτοι της Πελοποννήσου συμμάχησαν με τον Κολοκοτρώνη κατά της κυβερνήσεως Κουντουριώτη. Αυτή, επειδή δεν είχε ισχυρές δυνάμεις στον Μοριά, εκάλεσε με την μεσολάβηση του Ηπειρώτη Υπουργού της Κωλέττη, τα σώματα του Γκούρα και του Καραϊσκάκη και κατέβαλε τους αντιπάλους της. Ο Κολοκοτρώνης, μολονότι εζήτησε συμβιβασμό, γιατί ήταν συντετριμμένος από τον φόνο του υιού του Πάνου, συνελήφθη με 24 Προκρίτους της Πελοποννήσου και φυλακίσθηκε στην Ύδρα (Ιανουάριος 1825). Η κυβέρνηση στράφηκε κατόπιν εναντίον του Ανδρούτσου, τον οποίο κατηγόρησαν ότι ευρίσκεται σε συνεννοήσεις με τους Οθωμανούς. Ο Ανδρούτσος, αφού έλαβε υπόσχεση ότι θα αμνηστευθεί, παραδόθηκε στον Γκούρα ο οποίος τον έφερε σιδηροδέσμιο στην Αθήνα και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη. Στις 5 Ιουνίου 1825, ο ήρωας της Γραβιάς ευρέθηκε νεκρός κάτω από τα τείχη. Τον είχαν γκρεμίσει άνθρωποι του Γκούρα. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι ο Ανδρούτσος ήταν αθώος και ότι έπεσε θύμα των παθών και έτσι το Έθνος απεκατέστησε την μνήμη του και τον έταξε στην χορεία των ηρώων, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη.
Έτσι τελείωσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι οποίοι αποτελούν μελανή παρένθεση στην ιστορία του 1821. Με αυτούς διασπάσθηκε η εθνική ενότητα και για πολύ καιρό εκυριάρχησαν τα πάθη και η αναρχία, τα οποία λίγο έλειψε να φέρουν το επαναστατημένο έθνος στον όλεθρο.
( Από τον ιστοχώρο https://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/03/blog-post_22.html
3 Οκτωβρίου 1824: Εκλογές: Από τη μία οι Υδραίοι και οι σύμμαχοί τους, Σουλιώτες και Ρουμελιώτες με επικεφαλής τους αδερφούς Κουντουριώτη, οι οποίοι είχαν ήδη παραλάβει τις δύο πρώτες δόσεις του δανείου, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Αντίπαλοι: οι ηττηθέντες στον α’ εμφύλιο πόλεμο Πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες.
Στις εκλογές επικράτησαν οι Υδραίοι και οι σύμμαχοί τους. Οι Πελοποννήσιοι, κατήγγειλαν τα αποτελέσματα ως προϊόντα εκβιασμού και εξαγοράς ψήφων. Ο Ζαΐμης, ο Λόντος, οι Δεληγιανναίοι, οι Κολοκοτρωναίοι και άλλοι Πελοποννήσιοι ηγέτες ετοιμάζονταν για την ένοπλη αναμέτρηση. Τον Οκτώβριο του 1824 οι κάτοικοι της επαρχίας Αρκαδιάς αρνήθηκαν στην εθνική διοίκηση την απόδοση των προσόδων της επαρχίας τους και εξεδίωξαν τον κυβερνητικό αξιωματούχο, μη αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα επιβολής και είσπραξης των φόρων για λογαριασμό της κεντρικής εξουσίας. Οι περισσότεροι από τους οπλαρχηγούς και κοτσαμπάσηδες της επαρχίας ήταν άνθρωποι του Κολοκοτρώνη. Η Διοίκηση χαρακτήρισε το γεγονός ανταρσία και διέταξε τον υπουργό Εσωτερικών Παπαφλέσσα να την καταστείλει. Ο Παπαφλέσσας έφτασε στην περιοχή και με την απειλή χρήσης βίας ζήτησε από τις τοπικές αρχές να πειθαρχήσουν στην εθνική διοίκηση και να αποδώσουν τους φόρους. Ωστόσο, οι οπλαρχηγοί σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη αρνήθηκαν να υπακούσουν και έτσι οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για την ένοπλη αναμέτρηση. Μετά από διήμερη μάχη στους Κωνσταντίνους, χωριό της επαρχίας Αρκαδιάς, οι Πελοποννήσιοι υπερίσχυσαν των αντιπάλων τους, τα ένοπλα σώματα του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και ο ίδιος επέστρεψε ηττημένος στο Ναύπλιο. Προς το τέλος του Νοεμβρίου του 1824 όμως τα κυβερνητικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τρίπολη διασκορπίζοντας τους Πελοποννήσιους και ακινητοποιώντας τους στα γύρω χωριά. Το σχέδιο εισβολής στον Μοριά είχε κληθεί να υλοποιήσει ο Ιωάννης Κωλέττης στηριζόμενος οικονομικά από τα χρήματα του δανείου με τα οποία φρόντισε να εξαγοράσει πολλούς τοπικούς ηγέτες του Σουλίου και της Ρούμελης. Στις 23/11/1824, ένα πρώτο σώμα, υπό τον Γκούρα, εισέβαλε στην Κορινθία από τον Ισθμό. Τα στρατεύματα του Γκούρα σκόρπισαν τον φόβο και τον πανικό στην περιοχή λεηλατώντας και καταστρέφοντας.
Το δεύτερο σώμα, υπό τον Τζαβέλα, τον Ίσκο, τον Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη αποβιβάστηκε στο Αίγιο στις αρχές Δεκεμβρίου. Οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες, αφού λεηλάτησαν την Κερπινή και κατέστρεψαν τα σπίτια και όλα τα υπάρχοντα των Ζαΐμηδων και των υποστηρικτών τους, κατευθύνθηκαν στην Γορτυνία με σκοπό να κυνηγήσουν τους Δεληγιανναίους και να καταστρέψουν τις ιδιοκτησίες τους στα Λαγκάδια. Στα τέλη Ιανουαρίου 1825 οι Δεληγιανναίοι έφτασαν στο Ναύπλιο και τέθηκαν υπό κράτηση, αφού παρέδωσαν τα όπλα τους. Αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε ήδη αποφασίσει να παραδοθεί προς το τέλος του 1824. Συνοδευόμενος από τον Δ.Πλαπούτα έφτασε στην Τρίπολη, παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής που διοικούσε την πόλη, και έθεσε εαυτόν στη διάθεση της Διοίκησης. Εκεί αποφασίστηκε η μεταφορά του στο Ναύπλιο. Εκεί τον έθεσαν υπό περιορισμό στο σπίτι του Παπαφλέσσα.
Την αφορμή της συγγραφής των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και το σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν δηλώνουν οι φράσεις του σχολιαστή του «Όμως γνωρίζει ότι ο σκοπός του είναι υψηλός….. τα Απομνημονεύματα αποτελούν την πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του 1821.
Διαβάστε επίσης τις παρακάτω πηγές-αποσπάσματα:
«Ο Μπραΐμης, μπήκε στην Πελοπόννησο και την έκανε γης Μαδιάμ όχι από την παλληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά που λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι Σπαρτιάτες κι’απ’άλλα μέρη, όλοι αυτήνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κότες, κι’ ο Αράπης όταν τους έβρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια» [6].
(Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», εισαγωγή-σχόλια Σπύρου Ι.Ασδραχά, εκδόσεις Α.Καραβία, Αθήνα, όπως παρατίθεται στην «Ιστορία των Ελλήνων», ο.π. σελ.439.)
Στα απομνημονεύματά του, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί τον όρο ‘φατρία’ σε σχέση με τον Πρώτο Εμφύλιο, όταν αναφέρει ότι “στην Πελοπόννησο ο Κολιόπουλος και άλλοι είχαν ανοίξει φατρία απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, ενώ οι Δεληγιάννης, Ζαΐμης, Λόντος και άλλοι πήγαν απ’ την άλλη πλευρά…Ρωτήσαμε τι είδους πράγμα ήταν αυτή η φατρία (από εκεί που ερχόμασταν δεν ξέραμε αυτή τη λέξη ενώ ξέραμε άλλα πράγματα που έκαναν οι καπετάνιοι [καπετάνιοι της επανάστασης]). Με διέταξαν να πάω να δοκιμάσω αυτό το καλό πράγμα, να φάω φατρία με τους ανθρώπους μου. Τους είπα ‘Δεν ορκίστηκα να σηκώσω τα όπλα και να πολεμήσω άλλους Έλληνες, ορκίστηκα να πολεμήσω τους Τούρκους. Και δεν πήγαμε“.
Χρησιμοποιεί τον όρο εμφύλιο σε σχέση με τον Δεύτερο Εμφύλιο όταν διηγείται την προσφορά που του έκανε ο Ζαΐμης για 1000 γρόσια το μήνα μισθό ως αντάλλαγμα για την προσχώρησή του στο κόμμα που είχαν ιδρύσει οι Λόντος, Νοταράς, Ζαΐμης και Μαυροκορδάτος για να πολεμήσουν τους Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη και Σισίνη. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι επέπληξε τον Ζαΐμη λέγοντας: «Και 50.000 να μου δωκεις κρέας για εμφύλιο πόλεμο δεν πουλώ» (σ. 201).
(Νένη Πανουργιά – Ο Καντ, ο εμφύλιος πόλεμος και οι πτυχές του νοήματος)
Μετά την ήττα των Πελοποννησίων, τη σύλληψη και τη φυλάκιση των περισσοτέρων από αυτούς (Θ.Κολοκοτρώνης, Δεληγιανναίοι, Νοταράδες, Παπατσώνης, Σισίνης κ.λπ) η εθνική διοίκηση βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν διαφορετικό κίνδυνο: Τον Ιμπραήμ Πασά που στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1825 αποβίβασε τα στρατεύματά του στην περιοχή της Μεθώνης.
Οι Ρουμελιώτες και Σουλιώτες αποχώρησαν από την Πελοπόννησο και έτσι η άμυνα της Πελοποννήσου έπρεπε να στηριχθεί στις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Ποιοι όμως μπορούσαν να ξεσηκώσουν τα λεηλατημένα χωριά του Μοριά και να πείσουν τις κοινότητες να κινητοποιηθούν για τον πόλεμο, δηλαδή να πολεμήσουν, να προσφέρουν εργασία και τρόφιμα; Εκείνοι, τους οποίους οι ίδιοι πληθυσμοί είχαν μάθει να εμπιστεύονται, να ακολουθούν και να αναγνωρίζουν ως ηγέτες τους, ήταν φυλακισμένοι ή φυγάδες. Στις συνθήκες αυτές, η Διοίκηση αποφάσισε να παραχωρήσει γενική αμνηστία «εις όλους τους υποπεσόντας εις πολιτικά εγκλήματα» στις 18/5/1825.
(Από τον ιστοχώρο https://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/03/blog-post_22.html
Κοινό σημείο των τριών ποιημάτων που ακολουθούν είναι το ότι αποτελούν ποιήματα για την ποίηση και μιλούν για το χρέος του ποιητή και της ποίησης σε δύσκολους καιρούς. Αφορμή της ποιητικής συγγραφής είναι και για τους τρεις ποιητές η τραγική ιστορική συγκυρία των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων. Στα ποιήματά τους είναι κυρίαρχες οι εικόνες του θανάτου, του διχασμού, του φόβου και της οδύνης που συνθέτουν την τότε πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το διαφορετικό τους ύφος, οι ποιητές συμφωνούν στην τραγικότητα και τον αδιέξοδο χαρακτήρα της εποχής.
Ποίηση 1948
Τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια
σαν πάει κάτι
να γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα
Ν. Εγγονόπουλος «ΕΛΕΥΣΙΣ»,
1948
Στον Νίκο Ε… 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;)
Μ. Αναγνωστάκης
«ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ», 1949
Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω. (Τίτος Πατρίκιος «ΜΑΘΗΤΕΙΑ» 1952 – 1962)
Το ακόλουθο κείμενο είναι ένα κείμενο του Κικέρωνα, που αναφέρεται στη ψυχολογία των αντιπάλων και ειδικότερα στη συμπεριφορά του νικητή στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων:
Lectio XXXVII(37):
In eum locum res deducta est, ut, nisi qui deus vel casus aliqui subvenerit, salvi esse nequeāmus. Equidem, ut vēni ad urbem, non destiti omnia et sentīre et dicere et facere, quae ad concordiam pertinērent; sed tantus furor omnes invaserat, ut pugnāre cuperent, etsi ego clamābam nihil esse bello civili miserius. Omnia sunt misera in bellis civilibus, sed nihil miserius quam ipsa victoria: ea victōres ferociōres impotentioresque reddit, ut, etiamsi natūrā tales non sint, necessitāte esse cogantur. Bellōrum enim civilium exitus tales sunt semper, ut non solum ea fiant, quae velit victor, sed etiam ut victor obsequātur iis, quorum auxilio victoria parta sit.
Τα πράγματα έχουν φτάσει (οδηγηθεί) σε τέτοιο σημείο που (ώστε), αν κάποιος θεός ή κάποιο τυχαίο περιστατικό δε βοηθήσει, δε θα μπορέσουμε να σωθούμε. Εγώ, βέβαια, μόλις ήρθα στην πόλη ( Ρώμη), δεν έπαψα και να πιστεύω και να λέω και να κάνω όλα εκείνα που στόχευαν στην (αφορούσαν στην) ομόνοια· όμως τόσο μεγάλη μανία τούς είχε πιάσει όλους, ώστε να επιθυμούν τον πόλεμο (να πολεμούν), μολονότι εγώ φώναζα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία (τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο) από τον εμφύλιο πόλεμο. Στους εμφυλίους πολέμους όλα είναι αξιοθρήνητα, αλλά τίποτα (δεν είναι) πιο αξιοθρήνητο από την ίδια τη νίκη: αυτή κάνει τους νικητές αγριότερους και πιο αχαλίνωτους (από ό,τι συνήθως), ώστε, ακόμα και αν δεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, να εξαναγκάζονται από τα πράγματα (να πιέζονται από την ανάγκη) να γίνουν. Πράγματι, η έκβαση των εμφυλίων πολέμων είναι πάντα τέτοια, ώστε να γίνονται όχι μόνο όσα θέλει ο νικητής, αλλά (ώστε) ακόμη να κάνει ο νικητής το χατίρι εκείνων, με τη βοήθεια των οποίων κερδήθηκε η νίκη.