Η ιστορία της πρώτης βασιλόπιτας έχει ως εξής: Στον βίο του Μεγάλου Βασιλείου αναφέρεται ότι, όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ειδωλολάτρης αυτοκράτορας των Ρωμαίων της Ανατολής, πέρασε από την Καισάρεια, διψασμένος για χρήμα ζήτησε από τους Χριστιανούς ό,τι πολύτιμο είχαν. Ο φιλάνθρωπος όμως Βασίλειος, για να μην δυσκολέψει τον φτωχό λαό, πρόσφερε στον αυτοκράτορα τρία κρίθινα ψωμιά.
Ο αυτοκράτορας θυμωμένος έστειλε στον Βασίλειο χορτάρι και σανό. Και τότε ο Άγιος του είπε: “ Εμείς, βασιλιά, σου δώσαμε από εκείνο που τρώμε. Κι εσύ μας προσέφερες από εκείνο που τρώς”. Έξαλος ο Ιουλιανός απάντησε: “Φεύγω τώρα, και όταν γυρίσω νικητής από την εκστρατεία μου θα κάψω όλη την πόλη, διότι και τους δώδεκα θεούς δεν προσκυνάτε κι εμένα με περιφρονήσατε”.
Όταν πλησίαζε ο καιρός να επιστρέψει, ο επίσκοπος και ο λαός του νήστεψαν τρεις μέρες και παρακάλεσαν πάνω στο Δίδημο όρος την Παναγία να τους γλυτώσει από τον ασεβή αυτοκράτορα. Ο Άγιος είδε τότε όραμα την Μητέρα του Θεού να καλεί τον Άγιο Μερκούριο και να του δίνει εντολή να κτυπήσει “τον εχθρό του Υιού της”. Την ίδια ακριβώς ημέρα ο Ιουλιανός τραυματίστηκε θανάσιμα! Λίγο πριν ξεψυχήσει έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό και φώναξε: “Νενίκηκάς με, Ναζωραίε”, (Με ενίκησες, Χριστέ!).
Ήδη όμως οι χριστιανοί, για να σπάσουν την σκληροκαρδία του βασιλιά, είχαν συγκεντρώσει όλα τους τα πολύτιμα αντικείμενα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε να φτιάξουν “πλακούντια”, δηλαδή μικρές πίτες, και μέσα σε κάθε πίτα έβαλε ένα ένα τα αντικείμενα που είχαν συγκεντρωθεί. Όταν τα μοίρασε στους χριστιανούς, ο καθένας βρήκε ό,τι είχε προσφέρει!… Έτσι καθιερώθηκε από τότε στην παράδοση των Ρωμηών η Βασιλόπιτα και το χρυσό φλουρί.
Την παραμονή των Φώτων, σε όλη τη Ρωμιοσύνη διαβάζονται στις εκκλησίες οι Μεγάλες Ώρες, η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο Μέγας Αγιασμός, μέσα στο ναό σε υπερυψωμένη εξέδρα στολισμένη με φοίνικες και λουλούδια. Είναι ημέρα αυστηρής νηστείας, ακόμα και από λάδι, γιατί την αυριανή όλοι θα πιουν το Μέγα Αγιασμό, που από τον λαό μας θεωρείται μισή Θεία Κοινωνία. Η νηστεία όμως καθιερώθηκε κυρίως διότι, κατά πρώτον, αυτή την ημέρα οι παλαιότεροι χριστιανοί βαπτίζονταν· ενώ, κατά δεύτερον, έπρεπε έστω μια ημέρα να νηστέψουν για να κοινωνήσουν στη Δεσποτική γιορή των Θεοφανείων. Δουλειές δεν κάνει κανείς, τα σπίτια είναι πεντακάθαρα. Ο παπάς με την αγιαστούρα στο χέρι είναι υποχρεωμένος να περάσει με τα “ παπαδάκια”, που κρατούν το μπακρατσάκι, για να αγιάσει με τον Σταυρό και το ευλογημένο νερό το σπίτι, τα ζωντανά, τις αυλές, τα χωράφια, λέγοντας το “εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…”. Ο Αγιασμός διώχνει τους καλικάτζαρους και όλες τις αόρατες κακές δυνάμεις.
Την ημέρα των Θεοφανείων, τα Φώτα-Ολόφωτα, γίνεται πανηγυρική Θεία Λειτουργία, διαβάζεται πάλι ο Μέγας Αγιασμός και εάν υπαρχει κοντά ποτάμι ή θάλασσα σύσσωμο το εκκλησίασμα, κλήρος και λαός πορεύονται για τον Αγιασμό των υδάτων. Ο επίσκοπος ή ο ιερέας θα κάμουν την τριπλή κατάδυση του σταυρού και οι βουτηχτάδες θα ορμήσουν την τρίτη φορά για να τον πιάσουν. Όποιος πιάσει πρώτος το σταυρό είναι ο γουρλής της χρονιάς. Βάζει το σταυρό πάνω σε δίσκο στολισμένο με βασιλικό ή δενδρολίβανο και περιφέρεται στα σοκάκια, τους μαχαλάδες και τα μαγαζιά για να πάρει φιλοδώρημα.
Φαγητό της ημέρας είναι ιδιαίτερα το χοιρινό με χορταρικά και ένα ψωμί ή τσουρέκι της γιορτής, η “φωτίτσα”.
Την άλλη μέρα έχουμε την ολοκλήρωση του Δωδεκαημέρου με την εορτή του Αη-Γιάννη. Όποια Εκκλησία έχει το όνομά του πανηγυρίζει. Οι παλιοί τον είχαν προστάτη από την “θερμασιά”, την ελονοσία. Του Αη-Γιαννιού, μετά από τόση κρεοφαγία, στο τραπέζι βάζανε ψάρια. “Όπου ακούς Γιάννη, βάνε ψάρι στο τηγάνι” λέει ο λαός μας. Την ημέρα αυτή χαλούσαν και τον “Αη-Βασίλη”, ένα πανέρι ή ταψί με φρέσκους και ξηρούς καρπούς και ευχή όλων ήταν: “Άντε και από χρόνου”.